Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη ήταν ένα από τα πιο σημαντικά ορθόδοξα μοναστήρια της Λευκωσίας. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Η αρχαιότερη αναφορά σ’ αυτό γίνεται σε παρασελίδιο σημείωμα του Παρισινού Ελληνικού Κώδικα 1589, που χρονολογείται στα 1389. Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη, σε παρασελίδιο σημείωμα του ίδιου Κώδικα που χρονολογείται στα 1402, αναφέρεται σαν τό μέγα μοναστήρι. Δυστυχώς οι πληροφορίες μας γι’ αυτό είναι πολύ περιορισμένες. Φαίνεται όμως ότι το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη είναι πολύ παλαιότερο. Πράγματι σε χειρόγραφα του 11ου και του 12ου αιώνα, όπως τα χειρόγραφα Paris. Graec. 184 και 957, υπάρχει η σφραγίδα του μοναστηριού αυτού. Το μοναστήρι φαίνεται ότι είχε πλούσια βιβλιοθήκη, με πατερικά κείμενα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι είχε πέντε βιβλία με ομιλίες του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Για τους λόγους αυτούς είναι πολύ πιθανόν ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο, ίσως τον 11ο ή τον 12ο αιώνα, τότε που ιδρύθηκαν και τα πιο σημαντικά μοναστήρια της Κύπρου, μερικά από τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα. Το μοναστήρι αναφέρεται σ’ όλο τον 15ο και 16ο αιώνα σε διάφορες παρασελίδιες σημειώσεις, σε χειρόγραφα που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με έκθεση που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο των Δέκα στη Βενετία, το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη είχε εισόδημα 400 δουκάτα, ενώ το μοναστήρι του Κύκκου είχε εισόδημα μόνο 300, όπως και το Σταυροβούνι, ενώ το μοναστήρι των Ανδρείων, στη Λευκωσία, και το μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου, είχαν μόνο 200. Μόνο το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, στη Λευκωσία, είχε μεγαλύτερο εισόδημα (600 δουκάτα), χάρη στις μεγάλες δωρεές της βασίλισσας Ελένης Παλαιολογίνας.
Η άποψη ότι το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη ιδρύθηκε στη θέση του μοναστηριού των Βενεδικτίνων, που εγκατέλειψαν την Κύπρο τον 15ο αιώνα, δεν είναι ορθή, αφού σύμφωνα με πηγές το ορθόδοξο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη αναφέρεται ρητά ήδη από το 1389, ενώ πιθανότατα ιδρύθηκε κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Η λανθασμένη αυτή άποψη φαίνεται ότι έχει πηγή τον Liber Censualis του πάπα Σίξτου Δ΄, του έτους 1471, που περιέργως αναφέρει ότι το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη ανήκε στο τάγμα των Βενεδικτίνων. Τούτο όμως είναι αντίθετο από τις πληροφορίες μιας σειράς ελληνικών κωδίκων καθώς και από τη μαρτυρία του Στέφανου Λουζινιανού που αναφέρει το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη σαν Ελληνορθόδοξο μοναστήρι.
Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη εξακολούθησε να λειτουργεί και κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Λίγο μετά το 1592 έγινε ηγούμενος του μοναστηριού ο περίφημος Κύπριος λόγιος Λεόντιος Ευστράτιος, που πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 35 ετών, κατά τον Νεόφυτο Ροδινό, ή 41 ετών σύμφωνα με πληροφορία του Μ. Κρουσίου, λίγο πριν από το 1602. Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη εξακολούθησε να λειτουργεί καθ’ όλο τον 17ο αιώνα. Το 1662 ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος, που έμενε στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου κοντά στη Λακατάμια, θεμελίωσε την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, στο μοναστήρι του Πίπη, που αργότερα έγινε καθεδρικός ναός. Το 1667 ο Γεώργιος Βραχίμης, πλούσιος Κύπριος εγκατεστημένος στη Βενετία, είχε καταθέσει, σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό, στην κρατική τράπεζα σημαντικό ποσό, από τους τόκους του οποίου αποστελλόταν οικονομική βοήθεια σε τρία μοναστήρια της Κύπρου: του Κύκκου, της Αγίας Νάπας και του Αγίου Ιωάννη του Πίπη. Συγγενείς του Βραχίμη απέσυραν το 1690 τα δύο τρίτα του ποσού που είχε καταθέσει ο Γεώργιος Βραχίμης και έτσι μόνο το ένα τρίτο του αρχικού ποσού παρέμεινε στην τράπεζα, με τόκο 3%. Το εισόδημα από τον τόκο έπαιρνε κυρίως η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, ενώ στην Κύπρο στέλλονταν στα τρία μοναστήρια, επί της εποχής του Κυπριανού, 14 τζεκίνια. Το 1672 ο Γεώργιος Βραχίμης έστειλε στη σεβασμίαν μονήν τήν ἐπιλεγομένην τοῦ Πίπη, ἐν τῇ περιφήμῳ Κύπρῳ εἰς Λευκουσίαν εικόνα του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, έργο του γνωστού Κρητικού ζωγράφου Θεόδωρου Πουλάκι. Η εικόνα αυτή σώζεται μέχρι σήμερα. Στις αρχές του 18ου αιώνα φαίνεται ότι το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πίπη έπαυσε να λειτουργεί και στα μοναστηριακά κτίρια εγκαταστάθηκε η Αρχιεπισκοπή, που το 1720 ανακαινίσθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Σίλβεστρο, σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή η οποία βρίσκεται πάνω από το παλαιό Συνοδικό που αργότερα (τον 19ο αιώνα) μετετράπη σε βιβλιοθήκη. Μεγάλο μέρος από τα μοναστηριακά κτίρια του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πίπη σώζεται μέχρι σήμερα, με πολλές προσθήκες και αλλαγές. Στο ισόγειο είναι εγκατεστημένο σήμερα το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, ενώ στον όροφο λειτουργούσαν τα Γραφεία της Αρχιεπισκοπής μέχρι το 1961. Βασικά το μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς Αρχιεπισκοπής είναι τμήμα του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πίπη. Η νότια κι η δυτική πτέρυγα του μοναστηριού κατεδαφίσθηκαν όταν κτίσθηκε το σημερινό αρχιεπισκοπικό μέγαρο. Τα μοναστηριακά κτίρια είχαν τη μορφή κεφαλαίου Π, με την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Πίπη στο μέσο. Σ’ αντίθεση όμως με τη βόρεια πτέρυγα, που είναι αρχαιότερη και τμήματά της χρονολογούνται από τη Φραγκοκρατία, η νότια και η δυτική πτέρυγα ήσαν νεώτερες και πλινθόκτιστες.
Η ονομασία
Το επώνυμο Πίπη προέρχεται από την αραβική λέξη habib, που σημαίνει αγαπώ, και εφόσον ο Ιωάννης είναι ο ευαγγελιστής της αγάπης, γι’ αυτό ταίριαζε απόλυτα στην περίπτωση αυτή το αραβικό αυτό επίθετο. Πίπη όμως είναι και το επώνυμο Συρορθόδοξης οικογένειας εγκατεστημένης στην Κύπρο.
Η ίδρυση της μονής του Αγίου Ιωάννου του Πίπη συνδέεται με εξελληνισμένους Συρορθοδόξους όπως φαίνεται και από το επώνυμο Πίπη, αλλά και από το γεγονός ότι κατά τον 14ο και 15ο αιώνα χρησιμοποιείται σαν τόπος ταφής Συρορθοδόξων. Όπως είναι γνωστό ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνα χριστιανοί της Συρίας και της Παλαιστίνης κατέφυγαν στην Κύπρο λόγω των διωγμών των Αράβων. Το πρώτο μεγάλο κύμα των προσφύγων αυτών έφθασε στην Κύπρο το 813μ.Χ., όπως αναφέρει ο χρονογράφος Θεοφάνης, έκτοτε ακολούθησαν πολλά κύματα προσφύγων, ιδιαίτερα κατά τις Σταυροφορίες και κατά την πτώση των σταυροφορικών κρατιδίων κατά τον 13ο αιώνα. Ανάμεσα τους ήταν και η οικογένεια Πίπη, μέλη της οποίας αναφέρονται κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας.
Από παρασελίδειες σημειώσεις στον κώδικα Parisinus Graecus 1589 που ανήκε στον Ορθόδοξο Καθεδρικό ναό της Παναγίας Οδηγήτριας στη Λευκωσία, φαίνεται ότι χώρο του ναού τάφηκαν, στις 9 Φεβρουαρίου το 1389 η σύζυγος του Σίρ Αντρέ Ταρτούζ, στις 17 Οκτωβρίου του 1399 ο Σιρ Τατύ τέ Ραμές και στις 31 Οκτωβρίου του 1402 ο Γερμανός Ταρτούζ.
Αρχιτεκτονική
Η κτιτορική επιγραφή αναφέρεται μόνο στη θεμελίωση του ναού στις 30 Απριλίου 1662 από τον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο. Δεν είναι όμως γνωστό πότε συμπληρώθηκε η ανοικοδόμηση του ναού. Η επιγραφή πάντως τοποθετήθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα, όχι βέβαια κατά την θεμελίωση του ναού, αλλά μετά την ανοικοδόμησή του ή το ενωρίτερο όταν η ανέγερσή των το χίων έφθασε στο ύψο ς των ανωφλίων των θυρών. Από την επιγραφή φαίνεται ό τι ο Αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος εξακολουθούσε να ασκεί τα καθήκοντά του όταν αυτή τοποθετήθηκε στη θέση που βρίσκεται. Είναι γνωστό ότι η Αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος παραιτήθηκε, λόγω γήρατος, το 1674, τον διαδέχθηκε ο Ιλαρίων Κιγάλας (1674-1682). Εξακολούθησε όμως να ζει μέχρι το 1676 διότι κατά το έτος αυτό πήρε μέρος στη Σύνοδο που συνήλθε στο ναό της Φανερωμένης στη Λευκωσία για την εκλογή Μητροπολίτου Πάφου. Η συμπλήρωση της ανοικοδόμησης του ναού του Αγίου Ιωάννου πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 1662 και του 1674, αφού ο Νικηφόρος αναφέρεται σαν Αρχιεπίσκοπος, χωρίς να είναι δυνατό να καθορισθεί επακριβώς ο χρόνος της αποπεράτωσής του.
Αρχικά ο ναός δεν είχε νάρθηκα. Ο νάρθηκας, που στο ισόγειο είναι ανοικτή στοά, με τρία τόξα στην δυτική πλευρά και από ένα στη νότια και την βόρεια, κτίσθηκε το 1779 ή λίγο πριν από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο (1767-1810). Τότε το άνω τμήμα του αρχικού δυτικού τοίχου του ναού (πάνω από το δάπεδο του γυναικωνίτη) κατεδαφίστηκε και ο γυναικωνίτης επεκτάθηκε μέχρι τον δυτικό τοίχο του νάρθηκα.
Ο ναός είναι μονόκλιτος καμαροσκέπαστος, με οξυκόρυφη καμάρα που στηρίζεται σε πέντε οξυκόρυφα σφενδόνια. Τα σφενδόνια ξεκινούν από απλούς τεταρτοκυκλικούς προβόλους τοποθετημένους ψηλά στον βόρειο και νότιο τοίχο. Είναι κτισμένος με τετραγωνισμένους πωρόλιθους μικρών, σχετικά, διαστάσεων. Οι ωθήσεις της καμάρας του ναού εξουδετερώνονται όχι μόνο από το μεγάλο πάχος των μακρών τοίχων αλλά και από ορθογωνικές αντηρίδες διαστάσεων 80-85x130-133εκ., ανά έξι, προσκολλημένες το βόρειο και νότιο τοίχο. Προς ανατολάς καταλήγει σε μια αψίδα ημικυκλική εσωτερικά και πεντάπλευρη εξωτερικά. Στο νότιο τμήμα της αψίδας κτίσθηκε μια άλλη, μικρότερη, του ίδιου τύπου, που καλύπτει τις δύο νότιες πλευρές της κανονικής αψίδας. Η μικρή αυτή αψίδα χρησιμοποιείται σαν σκευοφυλάκιο. Το καμπαναριό βρίσκεται στο νότιο τμήμα της αψίδας και κτίστηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Τρεις θύρες που έχουν πλάτος 123-125μ. στο μέσο του φορείου, του νοτίου και του δυτικού τοίχου οδηγούν στο ναό. Τέταρτη, μικρή θύρα, ανοίχθηκε, ίσως αργότερα, στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου, για άμεση επικοινωνία του βήματος με τον χώρο που περιβάλλει το ναό. Ο ναός φωτίζεται με εννέα παράθυρα που καλύπτονται με χαμηλωμένα τόξα, όπως και οι θύρες, πέντε στο νότιο τοίχο και τέσσερα στο βόρειο. Άλλο μικρότερο παράθυρο υπάρχει στο κέντρο της αψίδας. Μικρότερο παράθυρο υπάρχει στον ανατολικό τοίχο πάνω από την αψίδα. Άλλα πέντε μικρά ορθογώνια παράθυρα ανοίγονται, ψηλά, στους τοίχους του νάρθηκα. Ο νάρθηκας καλύπτεται με σταυροθόλιο.
Οι τοίχοι του ναού είναι αδιάπλαστοι εξωτερικό. Μόνο οι οξυκόρυφες αντηρίδες διασπάζουν την μονοτονία τους. Εν τούτοις πάνω από τη νότια και τη δυτική θύρα, έχουν τοποθετηθεί ένα λίθινο μαρμάρινο υπέρθυρα, διακοσμημένα με οικόσημα, που προέρχονται από παλαιότερα κτήριο της φραγκοκρατίας και ενετοκρατίας. Πάνω από τη νότια είσοδο έχει εντοιχιστεί στο υπέρθυρο μαρμάρινη πλάκα, στο μέσο της οποίας υπάρχει ανάγλυφο δάφνινο στεφάνι, που περιβάλλει οικόσημο, χωρίς καμιά παράσταση, που έχει εκατέρωθεν δύο γυμνές ανθρώπινες μορφές που τραβούν σχοινί που κατεβαίνει από πάνω, όπου υπάρχει το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Το οικόσημο φαίνεται ότι ανήκει στις αρχές του 16ου αιώνα.
Πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού, στο υπέρθυρο, έχει εντοιχιστεί λίθινη πλάκα διακοσμημένη με ανάγλυφο τρίλοβο τόξο κάτω από το οποίοι υπάρχουν δυο ροζέτες στα άκρα και στο μέσο οικόσημο με δύο όρθια αντωπά λιοντάρια. Πιο ψηλά έχει εντοιχιστεί άλλη λίθινη πλάκα διακοσμημένη με τρία οικόσημα, στα δυο κάτω και το τρίτο, πιο ψηλά, στο μέσο. Στα δυο οικόσημα είναι λαξευμένα όρθια λιοντάρια. Στο πιο ψηλό είναι λαξευμένα τα διάσημα του βασιλείου της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ. Τα διάσημα της Ιερουσαλήμ (Σταυρός και τέσσερις μικροί σταυροί στις γωνιές του σταυρού) έχουν αποξεσθεί. Στην πλάκα αυτή είναι χαραγμένη η επιγραφή που αναφέρει την θεμελίωση του ναού από τον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.
Πάνω από τη δεύτερη αυτή πλάκα με τα τρία οικόσημα έχει εντοιχιστεί ανάγλυφη πλάκα από γυψομάρμαρο (μακρά πλευρά μικρής σαρκοφάγου:). Σε ισχυρό ανάγλυφο, κάτω από τόξα, εικονίζεται η Σταύρωση του Χριστού ( ο Χριστός σταυρωμένος και δεξιά και αριστερά του Σταυρού η Θεοτόκος και ο Ιωάννης όρθιοι) και στα δυο άκρα ένας άνδρας και μια γυναίκα με μακρύ πέπλο, γονατιστοί κει με τα χέρια ενωμένα και ελαφρά υψωμένα μπροστά σε δέηση.
Τα ανάγλυφα αυτά φαίνεται να προέρχονται από γοτθικό ναό που είτε κατεδαφίστηκε είτε μετεβλήθη σε τζαμί μετά την κατάληψη της Λευκωσίας από τους Τούρκους το 1570. έτσι μπορεί να εξηγηθεί η καταστροφή αυτών των σταυρών από το οικόσημο του βασιλείου της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ που είναι εντοιχισμένο πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια