Παρυδάτιο νυκτόβιο πουλί. Επιστημονική ονομασία: Scolopax rusticola. Οικογένεια: Scolopacidae. Έρχεται στην Κύπρο για να διαχειμάσει, κατά τον Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο, κάποτε σε μεγάλους αριθμούς - όταν είναι βαρυχειμωνιά στην Ευρώπη και πολυομβρία στην Κύπρο. Είναι πουλί σωματώδες, με κύρια χαρακτηριστικά την μακριά μύτη (κάπου 8 εκατοστόμετρα), που την μπήγει στο υγρό έδαφος, στα σάπια φύλλα και ρίζες των θάμνων για να ανασύρει τα σκουλήκια (που είναι η κύρια τροφή της), καθώς και τα κοντά πόδια. Το χρώμα της πικάτσας είναι μαυροκαφέ, με ασπριδερές ραβδώσεις στην κεφαλή, τον λαιμό και την πλάτη. Τα χρώματα αυτά προσαρμόζονται θαυμάσια με το σκοτεινό χρώμα του χώματος και των φύλλων των θάμνων των υγροτόπων όπου ζει. Το χρώμα του κάτω μέρους του κορμού της είναι καστανό, με ελαφρές σκούρες ραβδώσεις, και η ουρά της πολύ μικρή. Το μέγεθός της φθάνει τα 28 εκατοστόμετρα.
Φωλιάζει στο έδαφος, γεννά δε τέσσερα αυγά που τα εκκολάπτει σε 22 μέρες. Ανήκει στο γένος των Ευθυσβαδιστικών, και τα μικρά μόλις εκκολαφθούν ακολουθούν τους γονείς τους. Οι πικάτσες τρέφονται με σκουλήκια των βάλτων και άλλα υδρόβια και παρυδάτια έντομα. Γεννούν στη βόρειο Ευρώπη και στην Ασία μέχρι τον 67°Ν, τον δε χειμώνα κινούνται προς τη νότιο Ευρώπη και σπανίως μέχρι τη βόρειο Αφρική.
Η πικάτσα πετά γρήγορα κι οι φτερούγες της παίρνουν στρογγυλό σχήμα όταν πετά.
Είναι ένα από τα εξαιρετικά θηρευόμενα πουλιά και το κρέας της είναι πολύ εύγευστο. Πολλοί χωρικοί αποκαλούν, ειρωνικά, τις ρέγγες πικάτσες. Επίσης ο χαρακτηρισμός πικάτσα εχρησιμοποιείτο κοροϊδευτικά για κοπέλα αδύνατη και με μακριά μύτη.
Οι πικάτσες (μπεκάτσες ή μπεκατσόνια) σε πολλές χώρες συμπεριλαμβάνονται στα κυνηγετικά θηράματα. Ευτυχώς είναι από τα πιο δύσκολα θηράματα καθώς τα πουλιά αυτά έχουν κρυπτική συμπεριφορά και δεν πετάγονται εύκολα, αλλά μένουν κρυμμένα σε πυκνά καλάμια και υδρόβια βλάστηση και με το τέλειο καμουφλάζ που διαθέτουν είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν. Πολύ δύσκολα το πετυχαίνει κάποιος κυνηγός καθώς το πέταγμά του είναι πολύ γρήγορο και με «ζιγκ-ζαγκ» κινήσεις για να προκαλείται σύγχυση στους επίδοξους θηρευτές. Οι πληθυσμοί τους υφίστανται μεγάλη πίεση, καθώς είναι από τα «αγαπημένα» θηράματα των κυνηγών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τα τρία είδη μπεκατσονιών που συναντάμε στον τόπο μας είναι:
Το κοινό μπεκατσίνι είναι το πιο κοινό είδος από τα τρία μπεκατσόνια που συναντάμε στον τόπο μας, και στον πλανήτη το συναντάμε σε δύο υποείδη. Τα δύο φύλα είναι παρόμοια, χωρίς εποχικές διαφοροποιήσεις στο φτέρωμα, ενώ τα νεαρά άτομα είναι πολύ δύσκολο να διακριθούν από τους ενήλικες. Έχει το μεγαλύτερο ράμφος από τα δύο άλλα είδη τα οποία συναντάμε στον τόπο μας που είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο μήκος του κεφαλιού του. Είναι πλήρως μεταναστευτικό πουλί που διαχειμάζει στην Αφρική και αναπαράγεται κυρίως στην Ασία. Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία, η Ισλανδία, η Σουηδία, η Νορβηγία και η Φινλανδία. Το κοινό μπεκατσίνι αναπαράγεται σε ανοικτές ελώδεις περιοχές με γλυκά ή υφάλμυρα νερά και με πλούσια βλάστηση, ή σε ελώδεις παρυφές λιμνών και ποταμών, υγρά λιβάδια με αποξηραμένα αγρωστώδη, βαλτώδη λιβάδια, στα έλη και δάση της τούνδρας. Σε γενικές γραμμές χρειάζεται ενδιαιτήματα που παρέχουν συνδυασμό κάλυψης από γρασίδι και υγρών εδαφών πλούσιων σε οργανική ύλη. Η περίοδος αναπαραγωγής ξεκινάει στις αρχές Απριλίου, πιο σπάνια τον Μάρτιο, και μπορεί να παραταθεί μέχρι τα τέλη Ιουνίου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Στις περιοχές αναπαραγωγής η φωλιά βρίσκεται πάνω στο έδαφος και δεν είναι παρά μια κοιλότητα επιστρωμένη με λίγο γρασίδι. Υπάρχει κάλυψη κάτω από έναν θάμνο ή την τοπική βλάστηση, και, σπάνια, βρίσκεται εκτεθειμένη σε κοινή θέα. Γεννά από 3-4 αβγά, και η επώαση αρχίζει, συνήθως, μετά την εναπόθεση του τελευταίου ή προτελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 18 έως 20 ημέρες, περίπου. Το αρσενικό, όταν το θηλυκό επωάζει, μπορεί να ζευγαρώσει με άλλα θηλυκά, μέχρις ότου εκκολαφθούν οι νεοσσοί, οπότε επιστρέφει στη φωλιά.
Το μικρό μπεκάτσινο αποτελεί πολύ πιο σπάνιο είδος από το κοινό μπεκατσίνι με μόλις μερικές αναφορές τον χρόνο. Επίσης αποτελεί το μικρότερο είδος από τα 26 είδη μπεκατσονιών που συναντάμε στον πλανήτη και το μοναδικό είδος που ανήκει στο γένος Lymnocryptes. Φτιάχνει και αυτό τη φωλιά του στο έδαφος και γεννά από 3-4 αβγά. Χαρακτηριστικό είναι το βάδισμά του που μοιάζει σαν να χορεύει.
Το διπλό μπεκάτσινο είναι και αυτό πολύ σπάνιο είδος για τον τόπο μας και αποτελεί το μεγαλύτερο από τα τρία είδη μπεκατσονιών που συναντάμε στον τόπο μας. Ένα είδος από τα λίγα που δεν έχω δει ακόμα. Αναπαράγεται στη Βορειοανατολική Ευρώπη και Βορειοδυτική Ρωσία και διαχειμάζει στην Αφρική. Φτιάχνει και αυτό τη φωλιά του στο έδαφος και γεννά από 3-4 αβγά. Απολιθώματα του είδους αυτού που έχουν βρεθεί τοποθετούν την ύπαρξη του πουλιού αυτού πριν τεσσερισήμισι εκατομμύρια χρόνια.
Τα δυο μικρά λεπτά πτίλα του άκρου της τελευταίας κλείδωσης της φτερούγας της πικάτσας χρησιμοποιούνται από ζωγράφους ως πινέλο για λεπτές γραμμές.
Από τους αρχαίους συγγραφείς μόνο ο Αριστοτέλης αναφέρει για την πικάτσαν: ἐν τοῖς κήποις ἁλίσκεται ἔρκεσιν, τό μέγεθος ὅσον ἀλεκτορίς, τό ρύγχος μακρόν, τό χρῶμα ὅμοιον ἀτταγῆνι ۬ τρέχει δέ ταχύ καί φιλάνθρωπόν ἐστιν ἐπιεικῶς.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια