ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
(αποσπάσματα)
Τραγουδώ, τραγουδώ το νησί μου
που ‘ναι τόσο μικρό για να μπόρει
σαν πουλί να χωρέσει στη χούφτα μου.
Που ‘ναι τόσο μεγάλο, να μπόρει
να χωρά την ακέρια ανθρωπότητα
όπως κλείνει η μια μόνη σταγόνα
τον πλατύν ωκεανό που τη γέννησε.
Τραγουδώ, τραγουδώ τους ανθρώπους
του νησιού μου - και κείνους που πέρασαν
κι ολοτρόγυρα ανθίζουν τα χνάρια τους
και κείνους όπου σήμερα οδεύουνε
στή σκληρήν ανηφόρα - και κείνους
που θε να ‘ρθουν να πούνε βροντόφωνο
της χαράς, της χαράς το τραγούδι.
Ω, δεν τις χάνω, δεν τις κλείνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να ‘ρθει δεν ξεχάνω.
Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα’ ρθουνε.
Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα ’χουν
για θροφή στα πνεμόνια τους, λεύτερο
τον πλατύν ουρανό μας - που θα ’χουν
όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο
σαν αφέντες να το δρασκελίσουν.
Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα’ χουνε
κάθε χρόνο πολύ να θερίσουν
μέσ' στ' αλώνια πολύ να χορέψουνε
και πολύ τη χαρά τους βροντόφωνα
να την πούνε, να την τραγουδήσουν.
.............................
Ωσά ρόδον ανθίζεις στου πελάγου τα στήθη
ωσά ρόδον, ω Κύπρος, στην καρδιά μου και μένα.
Τους χυμούς ανεβάζεις από ανέγγιχτα βύθη
και τους δίνεις στά φύλλα που γελούν μεθυσμένα.
Ωσά ρόδον ανθίζεις - και το κύμα το μπλάβο
σε χαϊδεύει γλιστρώντας από κόρφο σε κάβο.
Αν εξόμπλιαζα στίχους ένα τρίτο του αιώνα
τι να γύρευα τάχα; Μοναχά να σπουδάξω
πώς λαξεύουν την τέχνη και τη στήνουν κολώνα
πώς σμιλεύουν το στίχο το γερό και τον άξο.
Μοναχά να γλυκάνει, να τρανέψει η φωνή μου
να σε πω σα σου αξίζει και σου πρέπει, νησί μου!
Αλλά τώρα η φωνή μου πώς λυγά και πώς τρέμει!
Πώς φοβάται η βαρκούλα το μεγάλο ταξίδι!
Θα την πάρουνε τάχα καλοφτέρουγοι ανέμοι
ή δρολάπι θ' αρπάξει το πανί της, ξεφτύδι;
Αχ, τα σόδιασα χρόνια κεια της τέχνης τα δώρα
μα τα χέρια μου είν' άδεια τώρα που ’φτασεν η ώρα.
Γιατί πώς να ιστορήσω τ' ακρογιάλια σου εκείνα
όπου τόσο γαλάζια, φωτεινά και γλυκά 'ναι
μοσχομύριστα τόσον απ' της άφρης τα κρίνα
που όλο ανθίζουνε, σβήνουν, πάλιν έρχονται, πάνε...
Μόνο εδώ θα μπορούσε όσο ο νους να μεθύσει
κι απ' το στείρο το κύμα την Παφία να γεννήσει.
Πώς να πω και το πέλαο που στη χούφτα του σ' έχει;
Πώς το κύμα το λάλο στη φωνή μου να βάλω;
Πώς το νέρινο ρίγος που αλαφρόποδο τρέχει;
Πώς το φως όπου ρίχνει κειο το πέλαγο τ' άλλο;
Μ' όλα τούτα κι ακόμα με τον άγριο θυμό σου
χιλιοπρόσωπε πόντε μέσ' στό στίχο μου απλώσου.
Πού θα βρω το κοντύλι να χαράξω ως αξίζει
το καθένα βουνό σου - καθώς είναι τη μέρα
που ορθομέτωπο στέκει και τον κάμπο βιγλίζει
καθώς είναι τη νύχτα που πετάει στον αγέρα;
Ω χρυσά μεσημέρια κι ω νυχτιές με φεγγάρι
πώς στό στίχο θα βάλω τόση ζέστα και χάρη;
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ