Μεγάλο δασικό δέντρο, αειθαλές, που απαντάται σε 90 περίπου είδη ιθαγενή των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Επιστημονική ονομασία: Pinus. Η ονομασία αυτή των Ρωμαίων προήλθε από την αρχαία ελληνική πίνος που ανήκε σε είδος πεύκης. Οικογένεια: Κωνοφόρων (Pinaceae). Στην Κύπρο αυτοφύονται τα ακόλουθα είδη:
1. Pinus brutia (τραχεία πεύκη)
2. Pinus nigra (μαύρη πεύκη)
3. Pinus pinea (ήμερη πεύκη)
4. Pinus halepensis (κοινή ή χαλέπιος πεύκη).
Πολλοί μελετητές θεωρούν την τραχεία πεύκη (Pinus brutia) ως υποείδος της κοινής πεύκης (Pinus halepensis).
Είδη πεύκων
Στην Κύπρο το κυριότερο δέντρο της οικογένειας των Κωνοφόρων είναι η τραχεία πεύκη (Pinus brutia). Φύεται σε υψόμετρο μέχρι και 1.500 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας κι απαντάται είτε αμιγής είτε μαζί με άλλα δασικά δέντρα. Η τραχεία πεύκη καλύπτει το πλείστο μέρος της έκτασης των δασών της Κύπρου κι αποτελεί το 90% του όγκου του ξυλαποθέματος των κυπριακών δασών.
Βλέπε λήμμα: Δάση
Η μαύρη πεύκη (Pinus nigra) απαντάται στις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους αφού αυτοφύεται σε υψόμετρο πάνω από 1.500 μέτρα. Υποείδος της είναι η Pinus pallasiana.
Η ήμερη πεύκη (Pinus pinea) απαντάται στα χαμηλά μέρη του νησιού, σε κατοικημένες περιοχές, στα δάση της Αθαλάσσας, της Σαλαμίνας, του Διορίους, της Αγίας Ειρήνης, στο Ραντί κλπ, βασικά σε αμμώδεις εκτάσεις. Το είδος αυτό ονομάζεται και κουκουναριά στην Ελλάδα, όπως και στροφιλιά (απ' όπου πιθανότατα η ονομασία του προαστίου Στρόβολος). Του είδους αυτού τα κουκουνάρια (οι λεγόμενοι στην Κύπρο μάππουροι) δίνουν σπέρματα σε σκληρό κέλυφος που είναι εδώδιμα (στην Κύπρο λέγονται πινόλια [τα], από το ιταλικό pignoli).
Η κοινή πεύκη (Pinus halepensis) απαντάται από τα παράλια μέχρι και σε υψόμετρο 750 μέτρων περίπου. Διακρίνεται από τα άλλα είδη επειδή δεν είναι ευθυτενές, αναπτύσσεται βραδύτερα και σε απάνεμα μέρη φθάνει μέχρι το κύμα της θάλασσας. Σε γόνιμα όμως εδάφη αναπτύσσεται περισσότερο κι είναι πιο ευθυτενές. Απαντάται σε περιοχές της Πάφου, στο Φασούρι, στην Αμμόχωστο, στη Σαλαμίνα, στο δάσος Βάλειας κ.α.
Στην Κύπρο καλλιεργούνται και άλλα δυο (εισαχθέντα) είδη πεύκης, τα Pinus radiata και Pinus canariensis. Και τα δυο είναι ωραία δέντρα που φθάνουν σε ύψος μέχρι τα 30 μέτρα περίπου. Επίσης ο Π. Γεννάδιος και άλλοι μελετητές αναφέρουν ως αυτοφυόμενο στην Κύπρο και το υποείδος Pinus maritime (πεύκη η παράλιος), παρόμοιο προς το είδος της κοινής πεύκης.
Ιστορικά στοιχεία
Ο πεύκος (υποκορ: πευκούιν και πευκαρίν ή πευκαρούιν [το]) φαίνεται ότι ήταν από τα πιο σημαντικά δέντρα των δασών της Κύπρου από τα αρχαιότατα χρόνια. Μέχρι σήμερα αποτελεί το κύριο δέντρο για παραγωγή ξυλείας, μάλιστα ωραίας στην εμφάνιση, που χρησιμοποιείται για κατασκευή επίπλων, για οικοδομικούς σκοπούς και για πολλές άλλες χρήσεις. Στην Αρχαιότητα τα εκτεταμένα κυπριακά δάση αποτελούνταν κυρίως από πεύκους που υλοτομούνταν και χρησιμοποιούνταν για την εκκαμίνευση του χαλκού, για ναυπήγηση καραβιών κλπ. Έτσι, ο κυπριακός πεύκος είχε διαδραματίσει σοβαρότατο ρόλο στην οικονομία της αρχαίας Κύπρου. Εκτός από τη ξυλεία, ο πεύκος δίνει και τη ρητίνη (ρετσίνιν) απ' όπου παράγονται πίσσα, τερεβινθέλαιο, κατράμι κ.α. προϊόντα.
Επειδή ο πεύκος είναι το βασικό δέντρο των κυπριακών δασών, είναι έτσι κι εκείνο το δέντρο που υφίσταται τις μεγαλύτερες καταστροφές από δασικές πυρκαγιές, αλλά και από την υλοτομία. Κατά τα τελευταία χρόνια (ιδίως μετά τις μεγάλες καταστροφές δασών από πυρκαγιές που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής το καλοκαίρι του 1974), γίνονται συνεχώς αναδασώσεις από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια