Ήρωας του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα του 1955-1959. Γεννήθηκε στο χωριό Καννάβια της επαρχίας Λευκωσίας (περιοχή Πιτσιλιάς) το 1930 και έπεσε μαχόμενος τη νύχτα της 6ης Οκτωβρίου του 1958. Παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, ο Χαράλαμπος Πεττεμερίδης είχε από νεαρή ηλικία ριχθεί στη βιοπάλη κι είχε δουλέψει ως εργάτης στο μεταλλείο του Αμιάντου, κι επίσης ως μάγειρας και ως παντοπώλης. Με την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα κατετάγη από νωρίς στις τάξεις της επαναστατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ και υπηρέτησε στην περιοχή της Πιτσιλιάς όπου κι έδρασε. Στο σπίτι του στα Καννάβια είχε κατασκευαστεί κρησφύγετο για απόκρυψη ανταρτών και υλικού της οργάνωσης. Για ένα διάστημα ο Πεττεμερίδης ήταν μέλος των ομάδων που βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του αρχηγού της ΕΟΚΑ Γεωργίου Γρίβα-Διγενή, όταν αυτός διέμενε στην περιοχή του χωριού Σπήλια.
Μετά τη γνωστή μάχη των Σπηλιών, τον Δεκέμβριο του 1955, ο Χαράλαμπος Πεττεμερίδης είχε παραλάβει τον ήρωα του αγώνα Γρηγόρη Αυξεντίου όταν αυτός κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό των Βρετανών, και τον έκρυψε στα Καννάβια μέχρι να προωθηθεί σε άλλη περιοχή. Ο Πεττεμερίδης, εκτός από σύνδεσμος των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στην περιοχή του χωριού του, ήταν κι ο τροφοδότης τους.
Εντοπίστηκε όμως από τους Βρετανούς, κατόπιν προδοσίας, και συνελήφθη, αν και δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία για τη δραστηριότητά του. Μετεφέρθη στο ανακριτικό κέντρο των Πλατρών όπου κρατήθηκε και υπεβλήθη σε μακρά σκληρή ανάκριση με φοβερά βασανιστήρια. Ωστόσο οι Βρετανοί δεν κατόρθωσαν να του αποσπάσουν οποιαδήποτε πληροφορία και τελικά τον άφησαν ελεύθερο. Ανθρώπινο ράκος από τα βασανιστήρια επέστρεψε στο χωριό του όπου και πάλι συνέχισε τη δράση του.
Στις αρχές του 1958, κι ύστερα από νέες πληροφορίες για τη δραστηριότητά του, οι Βρετανοί πήγαν στα Καννάβια για να συλλάβουν και πάλι τον Πεττεμερίδη. Αυτή τη φορά γνώριζαν ακόμη και το ψευδώνυμό του στην οργάνωση («Ξέρξης»). Όμως αυτή τη φορά ο Πεττεμερίδης κατόρθωσε να διαφύγει και ν' ανεβεί στο βουνό, όπου κι ενώθηκε με τις αντάρτικες ομάδες της περιοχής. Στο βουνό έζησε έξι περίπου μήνες, δρώντας στην περιοχή «Μαύρα Δάση» της Μαδαρής.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1958 η ομάδα του πήρε εντολή να στήσει ενέδρα εναντίον Άγγλων στρατιωτών. Ως χώρος της ενέδρας επελέγη η τοποθεσία «Γύρωνας της Μούττης» του χωριού Σαράντι, νοτιοανατολικά των Κανναβιών. Η ομάδα που θα έστηνε την ενέδρα ήταν τετραμελής, από τους Πανίκο Σοφοκλέους, Χαράλαμπο Μιλτιάδους, Ανδρέα Νίκου και Χαράλαμπο Πεττεμερίδη. Η ενέδρα στήθηκε για δυο συνεχείς μέρες, αλλά Άγγλοι στρατιώτες δεν πέρασαν. Τη νύχτα της 6ης προς την 7η του Οκτώβριο τα μέλη της ομάδας αποφάσισαν να αποσυνδέσουν τη νάρκη που είχαν τοποθετήσει στον δρόμο και να φύγουν. Ενώ ασχολούνταν με την αποσύνδεση, εμφανίστηκαν εκεί τα αγγλικά στρατιωτικά αυτοκίνητα που είχαν πλησιάσει με σβηστά φώτα και που αναμένονταν πιο πριν. Η ομάδα, παρά το ότι βρέθηκε σε δυσμενή θέση, αποφάσισε να δώσει μάχη και πράγματι κτύπησε τους Βρετανούς.
Στη μάχη σκοτώθηκε ο Χαράλαμπος Πεττεμερίδης. Τα άλλα τρία μέλη της ομάδας, όταν αποσύρθηκαν και τελικά διέφυγαν, δεν γνώριζαν για τον θάνατο του. Μέσα στο σκοτάδι τα δυο μέλη της ομάδας τράβηξαν για τα Καννάβια και το τρίτο για το Σαράντι. Κι όλοι νόμιζαν ότι ο Πεττεμερίδης είχε κι αυτός τραβήξει για μια από τις δυο κατευθύνσεις.
Το σώμα του βρέθηκε την επόμενη μέρα από τους Βρετανούς που εξέταζαν τον χώρο της ενέδρας κι αναγνωρίστηκε από συγχωριανό του. Ετάφη με τιμές στη γενέτειρά του όπου σήμερα βρίσκεται κι ο ανδριάντας του, δίπλα στον ανδριάντα του συγχωριανού του Ανδρέα Πατσαλίδη*.
Τον Ιανουάριο του 1988 ιδρύθηκε στον Στρόβολο, από εκτιμητές της θυσίας του ήρωα, αθλητικός σύλλογος που φέρει το όνομά του. Ο σύλλογος «Χαράλαμπος Πεττεμερίδης» εκτός από την προώθηση του αθλητισμού, έχει και εθνικούς, θρησκευτικούς και ανθρωπιστικούς σκοπούς.