Περιβόητος Λατίνος κληρικός του 14ου αιώνα, παπικός ληγάτος στην Ανατολή, ο οποίος έδρασε και στην Κύπρο. Ανήκε στο τάγμα των Καρμηλιτών μοναχών και η πρώτη γνωστή εμφάνισή του στην Ανατολή χρονολογείται στα 1356, όταν συμμετείχε στην αποστολή του πάπα Ιννοκεντίου VI στην Κωνσταντινούπολη για το θέμα της ενώσεως των δυο Εκκλησιών. Αργότερα υπηρέτησε ως επίσκοπος Κορώνης (στην Πελοπόννησο) και λίγο πιο ύστερα κατέλαβε το υψηλό όσο και παντοδύναμο αξίωμα του αποστολικού ληγάτου στην Ανατολή, εκπροσώπου/αντιπροσώπου, δηλαδή, του πάπα, ενισχυμένου με πολλές εξουσίες.
Ως παπικός ληγάτος, κατόρθωσε να γίνει θρύλος στην Ανατολή. Ένας μάλιστα από τους βιογράφους του, ο Philippe de Maizières, που κατείχε τότε το υψηλό αξίωμα του καγκελλαρίου στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου, πέρα από τις άπειρες κολακείες που γράφει για τον Πέτρο Θωμά, υμνεί και τη γενναιότητά του ως πολεμιστή αλλά αναφέρει και σωρεία θαυμάτων που επιτελούσε (!) και ενώ βρισκόταν στη ζωή αλλά και μετά τον θάνατό του που συνέβη στην Κύπρο το 1366. Πληροφορεί ακόμη ο βιογράφος αυτός του Πέτρου ότι η φήμη και η αγιότητά του ακόμη και στην ίδια την Κύπρο ήταν τέτοια, ώστε μαρτυρούσαν και οι Ορθόδοξοι Έλληνες του νησιού και οι Αρμένιοι και οι εκπρόσωποι άλλων θρησκευτικών ομάδων ότι ένα ουράνιο φως κατέβαινε στο δωμάτιό του όταν προσευχόταν! Αναφέρει επίσης μια άλλη περίπτωση που, ενώ ο Πέτρος έπλεε από τη Ρόδο προς την Κύπρο, έσωσε το καράβι στο οποίο επέβαινε από βέβαιο ναυάγιο γιατί η μεγάλη θαλασσοταραχή κόπασε αμέσως μόλις προσευχήθηκε!
Απεδίδοντο έτσι στον ληγάτο αυτό θαύματα ισάξια των αποστόλων. Αλλά εθεωρείτο κι εξαίρετος πολεμιστής και τόσο στη Σμύρνη, στη Ρόδο, στην Κωνσταντινούπολη, όσο και αλλού «ἀπέδειξεν ὅτι ἠδύνατο μετ' ἴσης εὐχερείας νά περιβληθῇ τήν πανοπλίαν τοῦ πολεμιστοῦ καί τά ἄμφια τοῦ ἱερέως».
Αναφέρεται σχετικά μια περίπτωση κατά την οποία κάποιος ισχυρός Τούρκος εμίρης και μόνο με τον τρόμο του ονόματος του Πέτρου, αναγκάστηκε να υποταχθεί στους Χριστιανούς και να καταβάλλει υποτελικό φόρο. Ανδραγαθήματά του αναφέρονται και στην Κρήτη, στην Αλεξάνδρεια (όπου πολέμησε μαζί με τους Κυπρίους το 1365) και αλλού.
Στην Κύπρο ο Πέτρος Θωμάς ήλθε τον Δεκέμβριο του 1359. Γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς:
... τῇ δευτέρᾳ τῇ κ' δεκεμβρίου ατνθ' [=20.12.1359] ἀνέφανεν εἰς τόν λιμιόναν τῆς Κερινίας ἕναν κάτεργον [=γαλέρα] ἀρματωμένον καί ἀπάνω ἦρτεν ἕνας ληγάτος τοῦ Πάπα, τόν ποῖον ἐκράζαν τόο φρέρε Πιέρην τέ Τουμᾶς ἀπέ τό ὄρδινον τοῦ Κάρμε [= το τάγμα των Καρμηλιτών]...
Στην Κύπρο ήλθε από τη Ρόδο, όπου βρισκόταν σοβαρά άρρωστος. Είχε πάρει όμως πρόσκληση να παραστεί στη στέψη του βασιλιά Πέτρου Α' (1359-1369) και ξεκίνησε για να έλθει. Καθ' οδόν η κατάστασή του χειροτέρεψε κι ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατος, όμως βρήκε τη δύναμη να προσευχηθεί με αποτέλεσμα να θεραπευθεί πλήρως (όπως βεβαιώνουν ο Raynaldi, ο Fl. Boustron και ο Loredano). Και λίγο μετά την άφιξή του στην Κύπρο αποφάσισε να εντάξει — έστω και βίαια — τους Ορθόδοξους Κυπρίους στη Λατινική Εκκλησία. Πράγμα όμως που δεν κατόρθωσε, παρά τις αποδιδόμενες σ' αυτόν θαυματουργικές, ακόμη και μαγικές και υπερφυσικές, ιδιότητες.
Συγκεκριμένα ο Πέτρος Θωμάς κάλεσε στη Λευκωσία (το 1360) τον Έλληνα Ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο της Κύπρου, τους Ορθόδοξους επισκόπους και τον λοιπό Ορθόδοξο κλήρο σε σύσκεψη στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί, αφού διέταξε να κλειστούν οι θύρες του ναού, προσπάθησε να εξαναγκάσει τους Ορθόδοξους Κυπρίους να αποδεχθούν το δόγμα της Δυτικής Εκκλησίας. Οι Κύπριοι αντέδρασαν έντονα. Στο μεταξύ η είδηση έγινε γνωστή, οπότε συγκεντρώθηκε έξω από τον ναό ένα μεγάλο πλήθος Ελλήνων Κυπρίων για να υπερασπιστεί τους ιεράρχες του. Βρίσκοντας κλειστές τις θύρες του ναού, ο λαός τις έσπασε και εισήλθε, ενώ μερικοί δοκίμασαν να τον πυρπολήσουν. Η αναταραχή στη Λευκωσία ήταν μεγάλη. Το πλήθος που εισήλθε στον ναό όρμησε κατά των Λατίνων και ιδίως κατά του ληγάτου Πέτρου, ο οποίος σώθηκε από βέβαιο θάνατο την τελευταία στιγμή με επέμβαση του πρίγκιπα Ιωάννη (αδελφού του βασιλιά Πέτρου) και άλλων αξιωματούχων όπως ο ναύαρχος Ιωάννης ντε Σουρ κι ο βισκούντης Ερρίκος ντε Γιβλέτ. Αυτοί δεν δίστασαν να εισέλθουν έφιπποι στον ναό, να σώσουν τον ληγάτο και τους λοιπούς Λατίνους κληρικούς και να κατευνάσουν την οργή του λαού. Το περιστατικό περιγράφει παραστατικά ο Λεόντιος Μαχαιράς που προσθέτει ότι μετά από αυτά, τόν ληγᾶτον ὡρίσαν τόν ναὐκαιρέσῃ τό νησίν, δηλαδή τον διέταξαν να φύγει από την Κύπρο. Άλλοι πάλι συγγραφείς, όπως ο Raynaldi, αναφέρουν ότι οι Κύπριοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του επειδή είχε απειλήσει ότι θα καταργούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, οπότε κυνηγημένος ο Πέτρος κατέφυγε στην Αγία Σοφία όπου και πολιορκήθηκε και κόντεψε να εκτελεσθεί. Ο φίλος και βιογράφος του Philippe de Maizières, πάλι, γράφει ότι ο Πέτρος είχε κατορθώσει να προσηλυτίσει τον Ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους πριν κυνηγηθεί από τον λαό της Λευκωσίας, πράγμα όμως που δεν φαίνεται καθόλου πιθανό.
Ο Loredano, πάλι, γράφει ότι μετά το σοβαρό επεισόδιο, ο Πέτρος Θωμάς απαίτησε από τον βασιλιά της Κύπρου Πέτρο Α' να τιμωρήσει όλους εκείνους που τόσο πολύ τον είχαν προσβάλει. Ο βασιλιάς όμως αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτησή του, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι δεν είχε πρόθεση να ευρεθεί σε ρήξη με τους Έλληνες της Κύπρου.
Το 1365 απαντούμε τον ληγάτο Πέτρο Θωμά να παίρνει μέρος στην εκστρατεία του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α' στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, ως πολεμιστής, επέδειξε μεγάλη γενναιότητα. Μεταξύ των πρώτων επετέθη κατά της Αλεξανδρείας, και μάλιστα αρνούμενος να χρησιμοποιήσει ασπίδα για να προστατευθεί από τα αναρίθμητα βέλη των αμυνομένων. Η συμβολή του ήταν μεγάλη στην επιτυχία των Κυπρίων να καταλάβουν, τότε, την Αλεξάνδρεια που την λεηλάτησαν πριν την εγκαταλείψουν. Στην Αλεξάνδρεια όμως πληγώθηκε και εξ αιτίας της πληγής αυτής πέθανε στην Αμμόχωστο το 1366. Ο Λεόντιος Μαχαιράς βεβαιώνει ότι είχε πεθάνει στην Αμμόχωστο στις 6 Ιουνίου του χρόνου αυτού, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν την 6η Ιανουαρίου του ιδίου χρόνου.
Στην Αμμόχωστο, πάντως, αναφέρεται ότι είχε επιδείξει εξαιρετικό θάρρος κι όταν η πόλη μαστιζόταν από επιδημία που σκότωνε 30-40 άτομα κάθε μέρα. Περιφρονώντας τους κινδύνους της επιδημίας, ο ληγάτος επισκεπτόταν τους ετοιμοθάνατους και τους έδινε θάρρος, ενώ οργάνωσε στην πόλη και λιτανεία της οποίας ηγήθηκε φορώντας την επισκοπική στολή του.
Όταν πέθανε ετάφη στην εκκλησία του τάγματος των Καρμηλιτών στην Αμμόχωστο. Ο Raynaldi μάλιστα βεβαιώνει ότι το σώμα του παρέμεινε απαλό και άθικτο, ότι ανέδινε ωραία οσμή κι ότι ετιμάτο ιδιαίτερα.