Το μοναδικό ενδημικό πουλί της οικογένειάς του που υπάρχει στην Κύπρο. Μερικοί όμως πετροκόποι έρχονται στο νησί από τις μεσογειακές χώρες της Ευρώπης για να διαχειμάσουν εδώ. Επιστημονική ονομασία: Monticola solitarius. Οικογένεια: Turdidae.
Κατά τον χειμώνα το βαθύ κυανογκρίζο χρώμα του αρσενικού πετροκόπου φαίνεται σχεδόν μαύρο, κατά την άνοιξη όμως, που είναι και η εποχή της αναπαραγωγής, παίρνει το ωραίο του κυανό χρώμα (γι’ αυτό και στα αγγλικά ονομάζεται: Bluerock thrush). To χρώμα του θηλυκού είναι γκριζοκαφέ από πάνω και πιο ανοικτό με ελαφρές ραβδώσεις από κάτω στην κοιλιά.
Ο πετροκόπος συνηθίζει να κάθεται στις άκρες των βράχων, πάνω στους λόφους και τους γκρεμούς, συνήθως μόνος του, κι από εκεί τραγουδά το γλυκό του τραγούδι που, αν και είναι σύντομο, είναι μελωδικότατο. Απαντάται συνήθως σε μεσαιωνικά κάστρα, όπως της οροσειράς του Πενταδάκτυλου (γι’ αυτό και η ονομασία καστροπούλλιν), καθώς και στο Σταυροβούνι, και σε βραχώδεις περιοχές, μέχρι και τους βράχους του Τροόδους. Τον χειμώνα κατεβαίνει στις βραχώδεις παραλίες. Φωλιάζει σε τρύπες παλαιών κάστρων και γκρεμών, γεννά δε 4-5 αυγά. Τρέφεται αποκλειστικά με έντομα και σαύρες. Το μέγεθός του φθάνει τα 20 εκατοστόμετρα.
Οι πετροκόποι γεννούν και στα βουνά της νότιας Ευρώπης, περνούν δε τον χειμώνα τους στη βόρειο Αφρική, μέχρι και τη χερσόνησο του Σινά.
Από τους αρχαίους συγγραφείς μόνο ο Αριστοτέλης αναφέρει το πουλί αυτό, ονομάζοντάς το λαϊός: ὅμοιος τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστίν ὁ λαϊός, τό μέγεθος μικρῷ ἐλάττων˙ οὗτος ἐπί τῶν πετρῶν καί ἐπί τῶν κεράμων τάς διατριβάς ποιεῖται, τό δέ ρύγχος οὐ φοινικοῦν ἔχει καθάπερ ὁ κόττυφος.
Οι πετροκόποι είναι προστατευόμενα πουλιά˙ είναι χρησιμότατοι γιατί καταστρέφουν πολλά έντομα, το δε κρέας τους δεν τρώγεται.