Ο πέρτικος ή πέρτικα (η) ή περτίτζιν (το) είναι ένα από τα ωραιότερα ενδημικά πουλιά της Κύπρου και το κυριότερο των θηραμάτων. Επιστημονική ονομασία: Alectoris chukor cypriotes. Οικογένεια: Phasianidae. Στη νεοελληνική απαντάται ως πέρδικα. Απαντάται παντού στην Κύπρο, από τις παραλίες στις πεδιάδες, στα βουνά, κάποτε δε και στις απόκρημνες κορυφές του Τροόδους και του Πενταδάκτυλου. Πιστεύεται ότι ο κυπριακός πέρτικος είναι υποείδος που απαντάται μόνο στην Κύπρο, γι’ αυτό του έχει δοθεί και το όνομα cypriotes, η διαφορά του όμως είναι ελάχιστη — μόνο στο χρώμα — γι’ αυτό και είναι δύσκολο να αναγνωρισθεί στους αγρούς. Το μέγεθός του είναι περί τα 35 εκατοστόμετρα.
Τα χρώματα του πέρτικου το καθιστούν ένα από τα πιο όμορφα πουλιά της Κύπρου. Ενίοτε χρησιμοποιείται μεταφορικά και ως κομπλιμέντο για γυναίκα με ωραίο παράστημα. Οι μαύρες ραβδώσεις των πλευρών του σε λευκό βάθος, τα κάτασπρά του μάγουλα που περικλείονται σε μαύρο κύκλο που περνά από τα μάτια, τη βάση της μύτης και καταλήγει στην αρχή του στήθους, το καφέ προς το καστανό χρώμα της ράχης και οι κόκκινοι κύκλοι των ματιών και το κόκκινο ράμφος και τα πόδια, συνιστούν ένα πολύ ευδιάκριτο σύνολο, που είναι αδύνατο να συγχυστεί με οποιοδήποτε άλλο πουλί.
Φτιάχνει τη φωλιά του στο έδαφος και την στρώνει με ξηρό γρασίδι και λίγα φτερά. Γεννά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο 8-16 αυγά που τα εκκολάπτει σε 22 περίπου μέρες. Ανήκει στην οικογένεια των ευθυσβαδιστικών, γι’ αυτό και οι νεοσσοί μόλις εκκολαφθούν τρέχουν και ακολουθούν τη μητέρα τους, για να μπορέσουν δε να πετάξουν πρέπει να περάσουν γύρω στις 14 μέρες. Τις πρώτες μέρες η πέρτικα τρέφει τα μικρά της με αυγά των λιμπούρων και έντομα, κυρίως ακρίδες.
Σε παλαιότερα χρόνια, όταν οι πέρτιτζοι αφθονούσαν, οι χωρικοί συνήθιζαν να μαζεύουν τα αυγά τους και να τα χρησιμοποιούν στις φλαούνες, πιστεύοντας πως έτσι αυτές γίνονταν κόκκινες. Πίστευαν ακόμη ότι τα μωρά που ρουφούσαν αυγά του πέρτικου γίνονταν καλοφωνάρικα.
Συνήθως οι πέρτιτζοι γεννούν δυο φορές τον χρόνο. Το αρσενικό διαφέρει από το θηλυκό όχι από το χρώμα, αλλά από το κκότσιν (σπηρούνι) που έχει και στις δυο του κνήμες, ενώ η θηλυκή πέρτικα έχει μόνο στη μια της κνήμη, εμφανίζεται δε κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας της. Εδώ αναφέρουμε παρενθετικά, ότι το επίθετο κκότσης λέγεται μεταφορικώς και για τους ηλικιωμένους που θέλουν να εμφανίζονται ως ερωτύλοι (χρησιμοποιείται ως ονειδιστικός χαρακτηρισμός).
Όπως αναφέρεται και πιο πάνω, για τον κυπριακό λαό τα κυριότερα χαρακτηριστικά της πέρτικας είναι τα όμορφά της χρώματα, τα πλουμιά της, και η λεβέντικη περπατησιά της. Γι’ αυτά της τα γνωρίσματα λέγεται και πέρτικα πλουμιστή ή περτίτζ΄ιν πλουμιστόν ή κοτσ΄ινοσ΄ειλού ή ασπροβουκκού. Για την ωραία και λεβέντισσα κοπέλα λέγεται:
Μια πέρτικα, μια πέρτικα,
που παρπατεί λεβέντικα.
Βλέπε Βίντεο
Το κρέας του πέρτικου είναι πολύ εύγευστο, αναφέρεται δε και σε πολλά κυπριακά ακριτικά έπη και άσματα, όπως στην Αροδαφνούσα, που λέει στις βάγιες της για να τις πείσει να της αποκαλύψουν την ερωμένη του ρήγα, με σκοπό να την εξοντώσει:
Τζ'αι πέτε μου το βάγιες μου τζι' εγιώνι εν σας δέρνω
ούλλομ περτίτζ'ια τζ'αί λαούς εγιώ να σας ταΐζω...
Εξάλλου στον Σαρατζ'ηνόν, η καλή (η αγαπημένη) του Κωσταντά, καλωσορίζοντας τους ξένους της, αναφέρει:
Καλώς ήρταν οι ξένοι μου, να φαν˙ να πκιουν μιτά μας,
να φάσιν τ' άδρη του λαού, να φαν οφτόν περτίτζ'ιν.
να πκιούν γλυκόποτον κρασίν...
Παρόμοιοι στίχοι απαντώνται και στο έπος του Διγενή Ακρίτα, όπου στο τραπέζι καλείται ο ίδιος ο Χάροντας. Στο ίδιο έπος, πάλι, τον Σαρατζηνόν, μόλις «ἀνέφανεν νἄρκεται ὁ Κωσταντᾶς», αναφέρεται:
Τζ'αι να σου τζ'αι τον Κωσταντάν του κάμπου τζ' αναφαίνει,
περτίτζ'ιν άβουρκονμ πλουμίν της κάλης του το φέρνει...
(Βλ. Ξ. Π. Φαρμακίδη, Κύπρια Ἔπη, σ. 13).
Η φωνή της πέρτικας — το κελάιδημά της — λέγεται κακκάρισμαν, αναφέρεται δε και σε ένα άλλο έπος, τον Κάουραν, όπου περιγράφεται το πόσο μεγάλος ήταν ο φοβερός «Κάουρας»:
Τζ'αι μέσα στο ρουθούνιν του, ψουμάδες εφουρνίζαν,
τζ'αι πάνω εις την ράσ΄ην του, περτίτζ'ια κακκαρίζαν...
Ακόμη και στο λαϊκό δίστιχο αναφέρεται:
Περτίτζ'ι ν μου κακκαριστόν, που γέρνεις το λαόνιν
πε μου πού πίννεις το νερόν, να ρτω να πκιω τζ' εγιώνι.
Για το κόκκινο ράμφος και τα κόκκινα πόδια, καθώς και τη φωλιά της πέρτικας υπάρχει και ο ακόλουθος μύθος, πολύ γνωστός στα χωριά της Πιτσιλιάς:
Οι Τούρτζ'οι ετρέχαν τον Άην Άκουφον να τον ησκοτώσουν τζ΄ εκοντοφτάσαν τον τζ'αμαί, σε μιαν αρκατζ'ιάν, που ’τουν έναν πολλά μεάλον καβάτζ'ιν. Τότες ο Άϊος επαρακάλεσεν τον Θεόν, τζι' άννοιξεν η κόρμη του καβατζ'ιού τζ' εχώστην μέσα. Οι Τούρτζ'οι εγυρεύκαν τον τζ'αμαί γυρόν μά ’ν τον εύρισκαν. Ένας πέρτικος όμως καρτζ'ιν πά στον όχτον της αρκατζ'ιάς άρκεψεν τζι' εκακκάριζέν τους, -κάκ-καβάκ, κάκ-καβάκ - πααίννετε στο καβάτζ'ιν - πααίννετε στό καβάτζ'ιν, τζ'ι οι Τούρτζ'οι εκαταλάβαν, τζι' εκόψαν το καβάτζ'ιν, ηύραν τόν Άιον τζ' εσφάξαν τον τζι' εφύασιν. Ο πέρτικος ύστερις εκατέητζ'εν τζ'αμαί στο καβάτζ'ιν να πκη νερόν τζ'ι επάτησεν μεσ’ το γαίμαν του Αΐου τζι' εκοτσ'ινίσαν τα πόδκια του, τζ'ι άμα έσσ'υψεν να πκη νερόν εκοτσ'ίνισεν τζι' η μούττη του τζ'αι που τότες έμειναν κότσ'ινα.
Παραθέτουμε και μερικά άλλα δίστιχα που αναφέρουν την πέρτικαν:
1. Αυτοτζ΄ηνάρα του βουνού τζ΄αι πέρτικα του δάσου,
κάλλιον να μπω στην μαύρην γην, αν δεν ηζκιώ μιτά σου.
2. Περτίτζ'ιν κοτσ'ινόσ'ειλον, πεζούνιν κουκκουλλέτιν,
έκαψες την καρτούλλαν μου που τους καμούς σου φέτι.
3. Αρνίν έφας, αρνήστης με, ρίφιν τζι εμίσησές με
τζι' έφας περτίτζ'ιν πλουμιστόν τζ'ι επολησμόνησές με.
4. Πέρτικά μου πλουμισμένη, στον γιαλόν μεν κατεβείς
τζι' ο γιαλός έσ'ει φουρτούναν τζ'ι εν σ’ αφήννει να λουθείς.
5. Πέρτικά μου πλουμισμένη με τα περτικούδκια σου,
δκυο κουβάρκα του ζαχάρου, ένει τα σ΄ειλούδκια σου.
6. Σαν το περτίτζ'ιν εν έσ'ει που σούζει τα φτερά του,
σσ'ύβκει θωρεί τα πόδκια του τζ'αί καύκετ’ η καρκιά του.
7. Τα Λεύκαρα τζ'ι ο Κάτω Δρυς, η Βάβλα τζ'αι τ’ Απλίτζ'ιν
έχουν τα σ'είλη κότσ'ινα σαν τά ’σ'ι το περτίτζ'ιν.
8. Επήραν μας την πέρτικαν την πενταπλουμισμένην
τζ'ι αφήκαν μας την γειτονιάν, σαν χώραν κουρσεμένην.
Αρκετοί από τους αρχαίους συγγραφείς αναφέρουν πολλά για την πέρτικαν.
Ο Αριστοτέλης: Οἱ μέν κακκαβίζουσιν, οἱ δέ τρίζουσιν˙ ἐπί περδίκων κακκαβίζουσιν, ἐπί γλαυκῶν κικκαβίζειν.
Ο Αθήναιος: Οἱ Ἀθήνησι ἐπί τάδε πέρδικες τοῦ Κορυδαλλοῦ (χωριό επί της οδού προς την Βοιωτία) πρός τό ἄστυ κακκαβίζουσιν, οἱ δ’ ἐπέκεινα τιττυβίζουσιν... τῶν δέ περδίκων ἐστίν ἓτερον γένος ἐν Ἰταλίᾳ ἀμαυρόν τῇ πτερώσει καί μικρότερον τῇ ἔξει, τό ρύγχος οὐχί κινναβάριον ἔχον. Ακόμη ο Αθήναιος παραθέτει εκτενέστερη περιγραφή μετά τον Αριστοτέλη: χερσαῖος σχιδανόπους κονιστικός, ζῇ δέ ἔτη πεντεκαίδεκα, ἡ δέ θήλεα καί πλείονα, ὅταν δέ γνῶ ὅτι θηρεύεται προελθῶν της νεοττιάς κυλινδεῖται παρά τά σκέλη τοῦ θηρεύοντος. Είναι πράγματι χαρακτηριστική η προσπάθεια της πέρτικας να παραπλανήσει τον άνθρωπο που πλησιάζει τα μικρά της, να προσποιείται ότι έχει σπασμένο το φτερό της (είναι κουτσόφτερη), ο δε άνθρωπος προσπαθεί να την πιάσει, κι έτσι τα περδικάκια να βρουν χρόνο για ν’ απομακρυνθούν και να χαθούν μέσα στους θάμνους.
Ακόμη ο Αριστοτέλης περιγράφει τα της αναπαραγωγής της και τον τρόπο που φωλιάζει: ὑπηνέμια οὐ ποιοῦνται νεοττιάν˙ ἀλλ’ ὅταν ποιήσωνται ἐν τῷ λείω κόνιστραν ἐπηλυγασάμενοι ἄκανθάν τινα καί ὕλην τῆς περί τούς ἱέρακας ἓνεκα καί τούς ἀετούς ἀλεώρας, ἐνταῦθα τίκτουσι καί ἐπωάζουσιν... δύο ποιοῦται τῶν ὠῶν σηκούς, καί ἐφ’ ὦ μέν ἡ θήλεια ἐπί δέ θατέρω ὁ ἄρρην ἐπωάζει, καί ἐκλέψας ἐκπέμπει ἐκάτερος ἐκάτερα. Για την προστασία της φωλιάς της ιστορεί ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς: δολερόν τό γένος ἐστίν ὡς καί τούς νεοττούς γινώσκειν ὃπως ἄνδρα χρή προσιόντα ἐξαπατᾶν, φύλλοις ἤ βώλοις καλυψαμένους.
Τέλος για την ασέλγειά της γράφει ο Αιλιανός: διό καί τά ὠά τῆς θηλείας συντρίβει ἳνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων... μάχονται δέ οἱ χῆροι αὐτῶν πρός ἀλλήλους καί ὁ ἠττηθείς ὀχεύεται ὑπό τοῦ νικήσαντος.
Και ο Αθήναιος: ὀχεύουσι δέ καί οἱ τιθασοί τούς ἀγρίους˙ γίνεται δέ τοῦτο κατά τινα ὥραν τοῦ ἔτους... ἄν κατά ἄνεμον στῶσιν αἱ θήλειαι τῶν ἀρρένων, ἔγκυοι γίνονται˙ πολλάκις δέ καί τῆς φωνῆς ἀκούσασαι, ἐάν ὀργῶσαι τύχωσι, καί ὑπερπετομένον ἐκ τοῦ καταπνεῦσαι τόν ἄρρενα˙ χάσκει δέ καί ἡ θήλεια καί ὁ ἄρρην, καί τήν γλῶτταν ἔξ ἔχουσι περί τήν τῆς ὀχείας ποίησιν.
Στην Κύπρο ο αριθμός των περδικιών έχει ελαττωθεί σημαντικά λόγω των πολλών κυνηγών.
Βλέπε Διαχειριστικό Σχέδιο