Από το 546 π.Χ. (Κυπρο-Αρχαϊκή II εποχή) μέχρι το 332 π.Χ. (Kυπρο-Κλασσική εποχή) η Κύπρος βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Περσών. Κατά την Αρχαιότητα η Περσία ήταν μεγάλη χώρα της Ασίας που κατελάμβανε το μεγάλο ιρακινό οροπέδιο. Εκτεινόταν προς ανατολάς μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Ινδού, προς δυσμάς μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Τίγρη, προς βορράν μέχρι την Κασπία θάλασσα και τα Αρμενικά όρη, και προς νότον μέχρι τον Περσικό κόλπο. Η έκτασή της ήταν περί τα 1.600.000 τετρ. χμ. Ήταν βασικά γεωργική χώρα αλλά διέθετε και μεταλλεία χρυσού, αργύρου, πολυτίμων λίθων κ.α. Με πρωτεύουσα τα Σούσα, οι Πέρσες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια τεράστια αυτοκρατορία, ορμώμενοι και καταλαμβάνοντας τη δυτική Ασία, μέχρι τη Μεσόγειο θάλασσα (περιλαμβανομένης της Κύπρου) και τμήμα της βόρειας Αφρικής (Αίγυπτος) καθώς και την (ελληνική τότε) Μικρά Ασία. Η αχανής αυτοκρατορία τους δεν κατόρθωσε να επεκταθεί ακόμη πιο δυτικά γιατί επανειλημμένες προσπάθειες ανεκόπησαν και συνετρίβησαν από τους Έλληνες (μάχες Μαραθώνος, Σαλαμίνος, Πλαταιών κ.α.). Την ελληνική αντεπίθεση, που κατέληξε σε διάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας, διενήργησαν οι Έλληνες κατά το β' μισό του 4ου π.Χ. αιώνα, με αρχηγό τον Μέγα Αλέξανδρο.
Η αξιοθαύμαστη οργάνωση της τεράστιας Περσικής αυτοκρατορίας είχε γίνει επί βασιλείας του Κύρου του Μεγάλου (6ος π.Χ. αιώνας) κι ολοκληρωθεί επί βασιλείας Δαρείου Α΄. Η διοικητική δομή συνδύαζε ένα σύστημα αυξημένης τοπικής αυτονομίας με μια πανίσχυρη και συγκεντρωτική κεντρική εξουσία υπό τον παντοδύναμο μεγάλο βασιλέα. Η αυτοκρατορία χωριζόταν σε σατραπείες (επαρχίες) υπό τοπικούς διοικητές (σατράπες) που συνήθως προέρχονταν από τις μεγάλες περσικές οικογένειες ευγενών. Οι σατράπες είχαν απόλυτη εσωτερική εξουσία στις επαρχίες τους (πολιτική και στρατιωτική) αλλά ήταν υπόλογοι απ' ευθείας στον μεγάλο βασιλέα. Η κάθε σατραπεία ήταν υποχρεωμένη να συνεισφέρει ανάλογο ποσοστό φόρων στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο και να διατηρεί συγκεκριμένη στρατιωτική δύναμη. Η κεντρική εξουσία ασκούσε τακτικότατα έλεγχο επί των σατραπειών μέσω ειδικών επιθεωρητών που περιέρχονταν την αυτοκρατορία. Σε χώρες (όπως η Κύπρος) με ελληνικές και φοινικικές πόλεις, η αυτονομία ήταν μεγάλη.
Επέτρεπε σοβαρές εσωτερικές δραστηριότητες, ελεύθερη άσκηση της τοπικής θρησκείας, ελεύθερη χρήση της γλώσσας, ανάπτυξη του τοπικού πολιτισμού, διατήρηση κι ενίσχυση ακόμη των θεσμών (όπως η βασιλεία) κλπ. Και στην περίπτωση όμως των χωρών αυτών πληρώνονταν φόροι στον μεγάλο βασιλέα, που ενισχυόταν και με στρατιωτικές δυνάμεις. Ιδίως η Κύπρος και η Φοινίκη, με τεράστια πείρα και παράδοση στη ναυτική τέχνη, ήσαν οι κύριες δυνάμεις του περσικού ναυτικού. Οι Πέρσες είναι γνωστοί στις πηγές και με την ονομασία Μήδοι. Όμως οι Μήδοι αποτελούσαν διαφορετική φυλή που είχε κυριαρχήσει επί των Ασσυρίων και ιδρύσει ισχυρό κράτος με πρωτεύουσα τα Εκβάτανα (7ος π.Χ. αιώνας). Τους Μήδους κατέβαλε ο βασιλιάς των Περσών Κύρος ο Μέγας, της δυναστείας των Αχαιμενιδών, που θεωρείται κι ο θεμελιωτής της Περσικής αυτοκρατορίας, αρχικά με πρωτεύουσα τις Πασαργάδες. Ο Κύρος κατέκτησε τη Βαβυλωνία, τη Μεσοποταμία, την Αρμενία και τη Μικρά Ασία, ενώ ο γιος και διάδοχός του Καμβύσης Β' κατέκτησε την Αίγυπτο και τη Νουβία. Της δυναστείας των Αχαιμενιδών ήσαν και οι επόμενοι βασιλιάδες των Περσών καθ' όλο το διάστημα που η Κύπρος παρέμεινε υπό περσική κυριαρχία, δηλαδή ο Σμέρδις (522 π.Χ.), ο Δαρείος Α’ (522-486 π.Χ.), ο Ξέρξης Α' (486-465 π.Χ.), ο Αρταξέρξης Α' (465-424 π.Χ.), ο Ξέρξης Β' (424-423359/8 π.Χ.), ο Αρταξέρξης Γ' (359/8-338 π.Χ.), ο Άρσης (338-336/5 π.Χ.) και ο Δαρείος Γ' (336/5-330 π.Χ.) που ηττήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Ιδιαίτερα γνωστοί στους Έλληνες ήσαν ο Δαρείος Α' που επιχείρησε τις δυο αποτυχημένες εκστρατείες κατά της Ελλάδος το 492 και το 490 π.Χ. (μάχη του Μαραθώνος) κι ο Ξέρξης Α' που επιχείρησε την τρίτη αποτυχημένη εκστρατεία κατά της Ελλάδος το 480-479 π.Χ. (μάχη των Θερμοπυλών, ναυμαχία της Σαλαμίνος και μάχη των Πλαταιών).
Γενικές παρατηρήσεις: Η περσική κυριαρχία επί της Κύπρου είχε, όπως είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω, διάφορες πτυχές. Άλλοτε οι Κύπριοι πολεμούσαν τους Πέρσες σκληρά, επαναστατώντας, άλλοτε συνεργάζονταν μαζί τους (είτε επειδή ήσαν αναγκασμένοι να το πράξουν, είτε επειδή το ήθελαν), άλλοτε μένοντας αδιάφοροι μπροστά στα γεγονότα. Αξίζει ακόμη ν' αναφερθεί και η περίπτωση κατά την οποία ο βασιλιάς Ευαγόρας Α' μεσολάβησε στους Πέρσες ώστε το περσικό ναυτικό να δοθεί στον Αθηναίο στρατηγό Κόνωνα που βρισκόταν αυτοεξόριστος στην Κύπρο. Ο Κόνων*, με το περσικό ναυτικό, ενισχυμένο και με κυπριακές δυνάμεις, νίκησε τους Λακεδαιμονίους κι απελευθέρωσε την Αθήνα στην οποία επέστρεψε θριαμβευτής∙ γι’ αυτό τόσο ο Κόνων όσο κι ο Ευαγόρας δέχθηκαν ύψιστες τιμές από την πόλη των Αθηνών.
Στις αρχαίες φιλολογικές πηγές αναφέρονται ακόμη περιπτώσεις όπου αθηναϊκές ή άλλες ελληνικές δυνάμεις που εξεστράτευαν στην Κύπρο, συγκρούονταν με Πέρσες, Φοίνικες και Κυπρίους.
Όλες αυτές οι αντινομίες μπορεί να φαίνονται κάπως παράξενες σήμερα, όμως δεν ήταν καθόλου. Κρίνοντας τα γεγονότα της εποχής εκείνης, θα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε στο πνεύμα και στις συνθήκες της τότε εποχής, επιπρόσθετα δε πρέπει να έχουμε υπόψη δυο βασικά στοιχεία: πρώτον, ότι στην Κύπρο δεν ζούσαν μόνο Έλληνες και φιλέλληνες αλλά και Φοίνικες και άλλοι, που όλοι μαζί αποκαλούντο Κύπριοι∙ δεύτερον, το νησί ήταν διασπασμένο σε πολλά ανεξάρτητα κι αυτόνομα βασίλεια, που το καθένα ακολουθούσε δική του «εθνική» πολιτική κι εργαζόταν προς εξυπηρέτηση πρωτίστως των συμφερόντων της πόλης παρά της χώρας.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ξανά το ότι η Κύπρος βρισκόταν — και τότε — στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης και σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων της τότε εποχής. Οι Κύπριοι βασιλιάδες έπρεπε, συνεπώς, να διαθέτουν πολλές διπλωματικές ικανότητες και θαυμαστή ευελιξία και πολιτική οξυδέρκεια, ώστε να ελίσσονται με τέτοιο τρόπο και να κατορθώνουν να επιβιώνουν. Πράγμα που, συνήθως, πετύχαιναν.