Πέρα Ορεινής

Image

Αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, περί τα 19 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λευκωσίας.

 

Τα Πέρα είναι κτισμένα κοντά στην ανατολική όχθη του ποταμού Πηδιά, σε μέσο υψόμετρο 380 μέτρων. Το υψόμετρο ποικίλλει στη διοικητική τους έκταση και κυμαίνεται μεταξύ 330 και 500 μέτρων. Το ψηλότερο σημείο του χωριού βρίσκεται κοντά στα νότιά του σύνορα στην τοποθεσία Αδκιακομούττη (504 μέτρα).

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες), οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου, οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και κερατόλιθοι), οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κιμωλιών, μαργών και ψαμμιτών), τα αμμοχάλικα της Πλειστόκαινης περιόδου (Σύναγμα), οι αποθέσεις του σχηματισμού Πέρα Πεδίου (λεπτές στρώσεις από φαιόχωμα, ραδιολαρίτες, ραδιολαριτικούς πηλίτες και μπεντονίτες), και οι λάβες. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ερυθρογαίες, προσχωσιγενή εδάφη, ασβεστούχα και φαιοχώματα.

 

Τα Πέρα δέχονται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 380 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή τους καλλιεργούνται τα σιτηρά (κυρίως κριθάρι), τα νομευτικά φυτά, τα εσπεριδοειδή (λεμονιές, πορτοκαλιές και κλεμεντίνια), διάφορα φρουτόδεντρα (κυρίως καϊσιές, αλλά και συκιές, αχλαδιές και κυδωνιές), οι ελιές, τα όσπρια (λουβιά και κουκιά), τα λαχανικά (κυρίως πεπόνια) και λίγες αμυγδαλιές.

 

Τα Πέρα εξυπηρετούνται με ένα καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Στα βόρεια συνδέονται με το χωριό Ψημολόφου (περί τα 3,5 χμ.), στα βορειοανατολικά με το χωριό Κάτω Δευτερά (περί τα 7χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Επισκοπειόν (περί το 1,5 χμ.), και στα νότια με το χωριό Καμπιά (περί τα 3 χμ.).

 

Το χωριό γνώρισε σχεδόν συνεχή πληθυσμιακή αύξηση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 452 
1891 481 
1901 499 
1911 547 
1921 571 
1931 606 
1946 621 
1960 648 
1973 624 
1976 842 
1982 861 
1992 940 
2001 1.018 
2011 1372
2021 1421

 

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, τα Πέρα δέχτηκαν αριθμό Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων από διάφορες περιοχές της κατεχόμενης Κύπρου. Στην περιοχή τους δημιουργήθηκαν, συνοικισμοί αυτοστέγασης εκτοπισμένων.

 

Το χωριό αυτό αναφέρεται, με την ίδια ονομασία, ήδη από την Αρχαιότητα, ως προάστιο της αρχαίας πόλης της Ταμασσού που εκτεινόταν στην περιοχή του χωριού Πολιτικόν. Αναφορά στο Πέρατον (Πέραν) απαντάται στον Βίο του αγίου Ηρακλειδίου, πρώτου επισκόπου Ταμασσού κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Διαβάζουμε στον Βίον:

 

...Ἡμῶν δέ ἐπιτελούντων τό ἔργον τοῦ θεοῦ μετά παντός τοῦ  ὄχλου καί τῆς ὑνῳδίας διαγομένης, παραγίνεταί τις [= ήλθε κάποιος] ἀπό προαστείου Περάτου τό καλούμενον...

 

Από άλλο χωρίον του Βίου του αγίου Ηρακλειδίου μαθαίνουμε ότι Περάται ἱερείς, δηλαδή ιερείς από το προάστιο Πέραν της Ταμασσού προσπάθησαν ανεπιτυχώς με δεήσεις στα είδωλα της Αρτέμιδος, του Απόλλωνος και της Αφροδίτης Γοργίας [= Γολγίας] να αναστήσουν ένα νεκρό προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν την θαυματουργό δύναμη του αγίου Ηρακλειδίου. Από την αναφορά αυτή εξάγεται το συμπέρασμα ότι στο Πέραν λατρεύονταν κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα η Αφροδίτη, η Αρτεμις και ο Απόλλων που είχαν στο προάστιο αυτό της Ταμασσού ναούς και ιερατείο.

 

Σε άλλο πάλι σημείο του Βίου του αγίου Ηρακλειδίου αναφέρεται κάποια περίπτωση όπου Χριστιανοί κάτοικοι του προαστίου δεν μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό γιατί είχε κατέλθει ορμητικός:

 

... καί οὐκ ἐδύναντο οἱ  ἐν τῷ προαστείῳ Πέραν οἰκοῦντες δοῦλοι Θεοῦ... διελθεῖν διά τόν χειμάρρουν διά τό τοῦτον πολυκυμαίνεσθαι...

 

Ο αναφερόμενος χείμαρρος, που απέκοπτε τη συγκοινωνία μεταξύ του προαστίου Πέραν και της Ταμασσού, ήταν βέβαια ο Πεδιαίος (Πηδκιάς) του οποίου η κοίτη χωρίζει και σήμερα ακόμη το χωριό Πέρα από το Πολιτικόν (Ταμασσός).

 

Κι ακριβώς επειδή το προάστιο βρισκόταν πέραν του ποταμού, στην άλλη πλευρά του Πηδκιά, γι' αυτό κι ονομαζόταν Πέραν απ' όπου και η σημερινή ονομασία Πέρα. Το ίδιο παρατηρούμε ότι συνέβη και με την ονομασία προαστίου της Κωνσταντινουπόλεως, που βρισκόταν πέραν του Κερατίου κόλπου, και γι' αυτό ήταν γνωστό ως το Πέραν. Αλλά και στην Κύπρο υπάρχουν κι άλλα παρόμοια τοπωνύμια, όπως Πέρα Χωρκόν, Πέρα Πεδί κλπ. Το δε σημερινό χωριό Πολιτικόν, απέναντι από τα Πέρα, πήρε την ονομασία αυτή επειδή κτίστηκε στον χώρο της παλαιάς πολιτείας, δηλαδή της αρχαίας Ταμασσού.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έκταση του χωριού Πέρα ανήκε κατά την Αρχαιότητα στην πόλη και στο βασίλειο της Ταμασσού κι ήταν κατοικημένη από τότε (βλέπε και λήμμα Ταμασσός). Εκτός δε από τις αρχαίες θεότητες που προαναφέρθηκαν (Άρτεμις, Αφροδίτη, Απόλλων) στο προάστιο Πέραν υφίστατο και άλλος ναός (και θεραπευτήριο) του θεού της ιατρικής Ασκληπιού. Αναφέρεται ότι τον ναό του Ασκληπιού γκρέμισε με θεία δύναμη ο δεύτερος επίσκοπος της Ταμασσού, ο άγιος Μνάσων.

 

Πιστεύεται μάλιστα ότι ο ναός του Ασκληπιού (το Ασκληπιείον) βρισκόταν ακριβώς στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του χωριού η αφιερωμένη στην Παναγία Οδηγήτρια.

 

Το χωριό υφίστατο και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια με την ίδια ακριβώς ονομασία, αναφέρεται δε από τον χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά σε σχέση προς δυο αγίους:

 

... Εἰς τήν Ταμασίαν, εἰς τά Πέρα, ὁ  ἅγιος Βασίλειος ἐπίσκοπος καί ὁ  ἃγιος Δημητριανόςπίσκοπος... (Χρονικόν, παρ. 32).

 

Οι δυό αυτοί τοπικοί άγιοι, ο Βασίλειος και ο Δημητριανός, των οποίων οι τάφοι βρίσκονταν στα Πέρα κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά, είχαν διατελέσει επίσκοποι Ταμασσού. Στο όνομα του ενός απ' αυτούς, του αγίου Δημητριανού, υπάρχει ερειπωμένο ξωκλήσι στην κορφή λόφου κοντά στο χωριό. Φαίνεται ότι υπήρχε και ξωκλήσι αφιερωμένο στον άγιο Βασίλειο, όπως κι άλλο αφιερωμένο στον άγιο Μακεδόνιο που επίσης είχε διατελέσει επίσκοπος Ταμασσού. Τα ξωκλήσια αυτά δεν σώζονται σήμερα. Άλλα ξωκλήσια ήσαν αφιερωμένα στον άγιο Γεώργιο, στον άγιο Ανδρόνικο, στην αγία Βαρβάρα και στον Τίμιο Σταυρό. Η εκκλησία του χωριού, στο όνομα του αρχαγγέλου Μιχαήλ, κτίστηκε τον 17ο αιώνα κι ανακαινίστηκε το 1890.

 

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τα Πέρα αποτελούσαν φέουδο. Δεν γνωρίζουμε όμως σε ποιες οικογένειες ευγενών ανήκαν, μέχρι τα χρόνια του βασιλιά Ιακώβου Β' (1460-1473) οπότε, κατά τον ντε Μας Λατρί, παραχωρήθηκε από τον Ιάκωβο στον ευγενή Ιάκωβο ντε Νόρες (της γνωστής μεγάλης οικογένειας των ντε Νόρες). Ο ντε Μας Λατρί αναφέρει το χωριό ως Ρères.

 

Τόσο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια όσο και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα Πέρα ανήκαν διοικητικά στο διαμέρισμα της Ορεινής. Η Ορεινή* (εννοείται ορεινή περιοχή σε αντίθεση προς την πεδινή που ήταν η Μεσαορία) αναφέρεται ως γεωγραφική περιοχή της Κύπρου τουλάχιστον από την περίοδο της Φραγκοκρατίας (Λεόντιος Μαχαιράς) μέχρι και το τέλος της Αγγλοκρατίας. Σήμερα δεν βρίσκεται πλέον σε χρήση αλλά παραμένει ως τοπωνύμιο που συχνά συνοδεύει τα Πέρα τα οποία καθορίζονται ως Πέρα Ορεινής.

 

Τα Πέρα μνημονεύει και ο Φλώριος Βουστρώνιος ως οικισμό της περιοχής Ταμασίας (a Tamassia al casal Pera) σαν χώρο άσκησης των «Αλαμάνων» αγίων Βασιλείου και Δημητριανού. Ο Φλώριος δίνει επίσης μερικές πληροφορίες παρόμοιες με εκείνες του ντε Μας Λατρί, ότι το χωριό ανήκε στη μεγάλη οικογένεια ντε Νόρες, μαζί με τα χωριά Ανάγυια, Αγιούς και Στρογγυλό, και ότι ο Ιάκωβος Β΄ επαναβεβαίωσε την ιδιοκτησία, δίνοντάς τα στον Ιάκωβο ντε Νόρες.

 

Η εκπαίδευση στα Πέρα αρχίζει από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σχολείο λειτούργησε γύρω στα 1861, με πρώτο δάσκαλο τον Ιωάννη Τζουβανάκη από τη Ζαγορά της Ηπείρου, αγωνιστή στο Μεσολόγγι, που αμειβόταν με 600 γρόσια τον χρόνο και διατροφή. Αναφέρεται ότι ασκούσε τους μαθητές του και «στα στρατιωτικά». Ο Τζουβανάκης είχε κατασκευάσει και δυο σημαίες από λευκό ύφασμα και στη μια είχε γράψει: «Αλληλοδιδακτική Σχολή Περάτων», ενώ στη δεύτερη: «Σχολή Περάτων, Πατρίς, Ελευθερία». Παραπονέθηκε ωστόσο ο Τούρκος μουδίρης της περιοχής κι ο Τζουβανάκης αναγκάστηκε ν' απαλείψει τις λέξεις «Πατρίς, Ελευθερία». Ο Τζουβανάκης εργάστηκε με πολύ ζήλο, παρά τα 70 του χρόνια, κατά το 1861-62. Συκοφαντήθηκε όμως ως οπαδός του αιρετικού Καΐρη κι έφυγε, για να επιστρέψει λίγο αργότερα άρρωστος στα Πέρα όπου και πέθανε τελικά. Το 1863-64 ιδρύθηκε στα Πέρα, με δωρεά του Περατίτη Χατζηθεοδούλου Ανδρεάδη, εμπορευόμενου στην Αίγυπτο, η πρώτη κοινοτική σχολή, η Χατζηθεοδούλειος. Σ' αυτήν φοιτούσαν και παιδιά από τα κοντινά γύρω χωριά και λειτουργούσε ως αρρεναγωγείο. Αργότερα, το 1885, άλλος Περατίτης εμπορευόμενος στην Αίγυπτο, ο Νικόλας Χριστοφίδης, έκαμε νέα δωρεά με την οποία ιδρύθηκε δεύτερο σχολείο, το Χριστοφίδειον Παρθεναγωγείον. Οι δυο αυτοί δωρητές άφησαν και κληροδοτήματα προς συντήρηση των σχολείων. Με την εκποίηση μέρους των κληροδοτημάτων τους, αγοράστηκε έκταση γης στην οποία κτίστηκε το 1964 το σύγχρονο σχολείο των Περάτων ενώ καλύφθηκε και μέρος της δαπάνης για ίδρυση κοινοτικού νηπιαγωγείου. Τα κτίρια των δυο πρώτων σχολείων (Χατζηθεοδουλείου και Χριστοφιδείου) συντηρήθηκαν κι αναπαλαιώθηκαν και λειτουργούν το ένα ως τοπικό μουσείο λαϊκής τέχνης και το άλλο ως πολιτιστικό κέντρο.

 

Παλαιότερα τα Πέρα ήσαν γνωστά και για τα διάφορα εργαστήριά τους, παραδοσιακών επαγγελμάτων, που εξυπηρετούσαν κι ολόκληρη την γύρω περιοχή: τσαγκαράδικα, πελεκανιά (= ξυλουργεία), κωμοδρομιά (=σιδηρουργεία), ραφτάδικα, καρεκλάδικα κ.α. Κατά δε την περίοδο της αγγλικής κατοχής, στο χωριό λειτούργησε περιφερειακός αστυνομικός σταθμός (μετεφέρθη στη Δευτερά στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου πολέμου) και τοπικό περιφερειακό δικαστήριο (κωμοδικείο). Στο χωριό λειτούργησε επίσης ένα από τα πρώτα ταμιευτήρια, όπως και μια από τις πρώτες συνεργατικές εταιρείες.

 

Η περιοχή του χωριού έχει, βέβαια, αρχαιότητες που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της αρχαίας Ταμασσού, που χρονολογικά ξεκινούν τουλάχιστον από την εποχή του Χαλκού (Προϊστορικά χρόνια). Στην περιοχή δεν έχουν όμως γίνει μεγάλης εκτάσεως ανασκαφές (βλέπε λήμμα Ταμασσός). Ωστόσο δεν απουσίασε ούτε από εδώ το (συνηθισμένο στην Κύπρο) φαινόμενο των τυχαίων ανακαλύψεων. Μια από τις σημαντικές τυχαίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην περιοχή ήταν ένα μεγάλο ορειχάλκινο άγαλμα του Απόλλωνος, όπως σημειώνει κι ο Αθανάσιος Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, Α', 1890, σσ. 216-217). Το υπερφυσικό άγαλμα βρέθηκε το 1836 από χωρικούς στα χωράφια που δυστυχώς το κατατεμάχισαν και το πώλησαν ως μέταλλο προς 5 γρόσια την οκά! Η κεφαλή μόνο του αγάλματος πωλήθηκε στον πρόξενο της Γαλλίας στη Λάρνακα Γιακουμέττο Ταρτίο ή ίσως σε άλλο ξένο και κατέληξε να ευρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Πρόκειται για την περίφημη κεφαλή του Απόλλωνος (γνωστή ως Chatsworth) του Βρετανικού Μουσείου, προερχόμενη από τον χώρο της αρχαίας Ταμασσού. Μια άλλη τοπική εκδοχή αναφέρει ότι τα υπόλοιπα τμήματα του αγάλματος χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευαστούν κουδούνια για πρόβατα!

Φώτο Γκάλερι

Image
Image