Με τον όρο αυτό είναι γνωστές στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου αρκετές διασκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο αρχικά και στη συνέχεια στη Βιέννη και την Ελβετία και σχετίζονταν, άμεσα με το Κυπριακό ζήτημα. Οι δύο πρώτες έγιναν προ της Εισβολής ενώ οι υπόλοπιπες μετά την Εισβολή του 1974 και υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες.
Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 1959 και η δεύτερη το 1964. Μάλιστα και οι δυο έγιναν και στο ίδιο κτίριο, το Λάνκαστερ Χάους. Οι διασκέψεις αυτές ονομάστηκαν πενταμερείς γιατί και στις δυο περιπτώσεις συμμετείχαν πέντε μέρη: οι εκπρόσωποι των Ελλήνων Κυπρίων, οι εκπρόσωποι των Τούρκων Κυπρίων και οι τρεις άμεσα ενδιαφερόμενες χώρες: Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία.
Πιο πριν, το 1955, πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο, και μάλιστα στο Λάνκαστερ Χάους επίσης, άλλη διάσκεψη για το Κυπριακό με τη συμμετοχή εκπροσώπων των κυβερνήσεων των τριών χωρών (Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδος, Τουρκίας)˙ γι’ αυτό και η διάσκεψη αυτή, αποτυχημένη αλλά καθοριστική γιατί αναγνωρίστηκε από τότε το δικαίωμα αναμείξεως της Τουρκίας στο Κυπριακό ως ίσου ενδιαφερομένου μέρους, παρέμεινε γνωστή ως τριμερής (βλέπε γι’ αυτήν στο λήμμα τριμερής διάσκεψη).
Η πενταμερής του 1959
Η διάσκεψη αυτή ήταν εκείνη που γέννησε την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία κι εγκαθιδρύθηκε επίσημα τον επόμενο χρόνο (16 Αυγούστου του 1960). Άμεσο αποτέλεσμα της πενταμερούς του 1959 ήταν ο τερματισμός του τετραετούς ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και η έναρξη της σύντομης μεταβατικής περιόδου κατά την οποία έγιναν οι διεργασίες για τερματισμό της αγγλικής κατοχής της Κύπρου και ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Της πενταμερούς διασκέψεως του Λονδίνου προηγήθηκαν πολλές και περίπλοκες παρασκηνιακές ζυμώσεις και συνομιλίες (ενώ στην Κύπρο εμαίνετο ο ένοπλος αγώνας), σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορα μήκη και πλάτη, που κατέληξαν σε ένα ελληνοτουρκικό διάλογο στη Ζυρίχη μεταξύ 6 και 11 Φεβρουαρίου του 1959. Ο διάλογος αυτός διεξήχθη από την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση, σε ανώτατο επίπεδο˙ επικεφαλής των δυο μερών βρίσκονταν οι πρωθυπουργοί των δυο χωρών Κωνσταντίνος Καραμανλής και Αντνάν Μεντερές μαζί με τους υπουργούς των Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ και Φατίν Ζορλού. Η πρώτη και καθοριστικότερη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Ντόλτερ της Ζυρίχης, μεταξύ των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το ημερολόγιο έγραφε 11 Φεβρουαρίου 1959, όταν οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Αντνάν Μεντερές μονογράφησαν τη «Βασική Διάρθρωση της Δημοκρατίας της Κύπρου», τη «Συνθήκη Εγγύησης» και τη «Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Η επίτευξη συμφωνίας για το Κυπριακό μεταξύ των δυο μερών στη Ζυρίχη, που μονογραφήθηκε από τους δυο πρωθυπουργούς στις 11 Φεβρουαρίου 1959, άνοιξε αμέσως τον δρόμο για σύγκληση πενταμερούς διασκέψεως στο Λονδίνο, προς προσυπογραφή των συμφωνηθέντων και από τα λοιπά μέρη: δηλαδή την κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας και τους εκπροσώπους των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Χωρίς χρονοτριβή η αγγλική κυβέρνηση συγκάλεσε αμέσως την πενταμερή, που οι εργασίες της ορίστηκαν για ν’ αρχίσουν στο Λονδίνο στις 17 Φεβρουαρίου (6 μόνο μέρες μετά τη συμφωνία Καραμανλή-Μεντερές στη Ζυρίχη). Η ταχύτητα με την οποία οι τρεις κυβερνήσεις (Αγγλίας, Ελλάδος, Τουρκίας) «έκλεισαν» το Κυπριακό στο Λονδίνο, αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι η διάσκεψη αυτή διάρκεσε μόνο δυο μέρες (17-18 Φεβρουαρίου 1959) ενώ η τρίτη μέρα (19 Φεβρουαρίου 1959) αναλώθηκε στα τελετουργικά των υπογραφών. Την Ελλάδα και την Τουρκία εκπροσώπησαν οι πρωταγωνιστές των συμφωνιών της Ζυρίχης. Τη Μεγάλη Βρετανία ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν και ο υπουργός των Εξωτερικών Σέλγουιν Λόυντ. Τους Τουρκοκυπρίους εκπροσώπησε ο Φαζίλ Κουτσιούκ, τους δε Έλληνες Κυπρίους ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄. Ο τελευταίος, που είχε καλέσει στο Λονδίνο και ευρεία αντιπροσωπεία παραγόντων από την Κύπρο ως συμβούλων του, ήταν ο μόνος από τους μετέχοντες που προσπάθησε να συζητήσει περισσότερο το όλο θέμα και να επιφέρει κάποιες βελτιώσεις επί των συμφωνηθέντων στη Ζυρίχη. Αντιμετώπισε όμως την πείσμονα αντίδραση όλων των άλλων, περιλαμβανομένων και των επισήμων εκπροσώπων της Ελλάδος Καραμανλή και Αβέρωφ, καθώς και αρκετών από τους συμβούλους που είχε καλέσει από την Κύπρο.
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης τελικά υπεγράφησαν απ’ όλα τα μέρη στο Λονδίνο. Όπως όμως απεδείχθη πολύ σύντομα, δυστυχώς το Κυπριακό δεν λύθηκε. Απλώς τροχιοδρομήθηκε σε νέες φάσεις και νέες εξάρσεις, καταστροφικές για το νησί.
Η πενταμερής του 1964
Η δεύτερη πενταμερής διάσκεψη του Λονδίνου συνεκλήθη και πάλι από την αγγλική κυβέρνηση, αυτή τη φορά για ν’ ασχοληθεί με το Κυπριακό ζήτημα όπως τούτο διαμορφώθηκε μετά την έναρξη των Διακοινοτικών ταραχών 1963-64. Αυτή τη φορά δεν ήταν σε ανώτατο επίπεδο πρωθυπουργών. Συμμετείχαν εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Κύπρου καθώς και των Τουρκοκυπρίων. Στην Ελλάδα την εξουσία ασκούσε υπηρεσιακή κυβέρνηση (Ι.Παρασκευοπούλου).
Η πενταμερής του 1964 πραγματοποιήθηκε από τις 15 Ιανουαρίου μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου οπότε τερματίστηκε χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Κυριότερο θέμα της ήταν μια εισήγηση των Βρετανών για ειρήνευση στην Κύπρο κι αποφυγή περισσοτέρων συγκρούσεων, που περιελάμβανε τρία βασικά σημεία: α) συγκρότηση ειρηνευτικής δύναμης από αποσπάσματα χωρών-μελών του NATO, υπό βρετανική διοίκηση˙ β) συγκρότηση επιτροπής από εκπροσώπους των χωρών-μελών του NATO που θα εργαζόταν στο Λονδίνο για διευθέτηση του Κυπριακού˙ γ) διορισμό μεσολαβητή από τις τρεις «εγγυήτριες δυνάμεις» (Αγγλία, Ελλάδα, Τουρκία) που θα διερευνούσε και θα υπέβαλλε προτάσεις για την ρύθμιση του συνταγματικού ζητήματος της Κύπρου.
Το αγγλικό αυτό σχέδιο απερρίφθη από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο γιατί ήταν προφανές ότι τοποθετούσε το Κυπριακό πρόβλημα σε «οικογενειακά» πλαίσια του NATO. Ωστόσο ο Μακάριος (που είχε τότε ακριβώς προσφύγει και στα Ηνωμένα Έθνη ενώ προσπαθούσε να βρει και διεθνή συμπαράσταση στρεφόμενος και προς τις χώρες του Τρίτου κόσμου και προς την ίδια τη Μόσχα) απεδέχθη λίγο αργότερα τη συγκρότηση διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης αλλά υπό την ευθύνη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Απεδέχθη επίσης τον διορισμό μεσολαβητή, όμως και πάλι εκ μέρους του ΟΗΕ, ενώ απέκρουσε τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών που είχαν τότε στείλει στην περιοχή τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ (και λίγο αργότερα, μέσα στον ίδιο χρόνο, τον Ντην Άτσεσσον).
Την ίδια εποχή, συγκεκριμένα στις 31 Ιανουαρίου 1964, είχε υποβληθεί στον Μακάριο και κοινό αγγλοαμερικανικό σχέδιο για συγκρότηση ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο από στρατεύματα του NATO, που η Ελλάδα απεδέχθη κι η Κύπρος απέρριψε.
Είναι φανερό ότι με τη σύγκληση πενταμερούς διάσκεψης στις αρχές του 1964 και με υποβολή σχεδίων, οι Αγγλοαμερικανοί προσπαθούσαν να ρυθμίσουν το Κυπριακό στο πλαίσιο του NATO (στο οποίο ανήκαν κι η Ελλάδα κι η Τουρκία), φοβούμενοι ιδιαίτερα την ανάμειξη σ’ αυτό άλλων δυνάμεων και ιδίως της Σοβιετικής Ένωσης. Από την δική του πλευρά, ο πρόεδρος Μακάριος επιζητούσε οποιαδήποτε εξέλιξη στο πρόβλημα να γίνεται ή να προέρχεται μέσω του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Μετά την Εισβολή 1974 Γενεύη
Η επόμενη φορά που οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις βρέθηκαν στο τραπέζι και μάλιστα χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν αμέσως μετά την τουρκική εισβολή. Η κατάσταση στην Κύπρο ήταν δραματική. Στην Ελλάδα υπό την πίεση των γεγονότων η δικτατορία κατέρρευσε και σχηματίστηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας (24 Ιουλίου 1974) υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στην Κύπρο, επίσης, ο παράνομος πρόεδρος Σαμψών παραιτήθηκε και ανέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής, Γλ. Κληρίδης (23/7). Στις 25 Ιουλίου συνήλθε στη Γενεύη τριμερής διάσκεψη, με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Μαύρου, Γκιουνές και Κάλλαχαν), οι οποίοι στις 30 Ιουλίου υπέγραψαν διακήρυξη με την οποία επικύρωναν την ανακωχή. Συμφώνησαν, επίσης, ότι υπάρχουν στο νησί «δύο αυτόνομες διοικήσεις» και τέλος ενέκριναν τη σύγκληση νέας διάσκεψης, στην οποία θα συμμετείχαν εκτός από τις εγγυήτριες δυνάμεις και ανά ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.
Η νέα διάσκεψη συνήλθε στη Γενεύη (8 Αυγούστου 1974), με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων, Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς. Η ελληνοκυπριακή πλευρά υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονιών, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% περίπου του νησιού. Ο Ντενκτάς πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας.
Υπό την πίεση των περιστάσεων και μέσα σε έντονες αντεγκλήσεις, ο Γλ. Κληρίδης πρότεινε το εξής σχέδιο: α) η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει τον δικοινοτικό χαρακτήρα της, β) η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί με θεσμικά σύμφωνα και γ) η ελληνική και η τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες όπου οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν πλειοψηφία. Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να συζητήσει το Σχέδιο Κληρίδη και ζήτησε τελεσιγραφικά να γίνει αμέσως δεκτή μία από τις τουρκικές προτάσεις. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών για να συμβουλευτεί το κυπριακό Υπουργικό Συμβούλιο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του και η διάσκεψη έληξε χωρίς αποτέλεσμα το πρωί της 14ης Αυγούστου και την επομένη εκδηλώθηκε η δεύτερη τουρκική εισβολή, με την κατάληψη της Αμμοχώστου και της Καρπασίας.
(Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ)
2004, Μπούργκενστοκ
Στις 23 Μαρτίου 2004 κορυφώνεται στο χιονισμένο θέρετρο Μπούργκενστοκ της Λουκέρνης στην Ελβετία η εντονότερη προσπάθεια που κατεβλήθη ποτέ για την επίλυση του Κυπριακού, παρουσία των πρωθυπουργών της Ελλάδας Κώστα Καραμανλή και της Τουρκίας Ταγίπ Ερτογάν. Στο Μπούργκενστοκ μετέβη σύσσωμη η πολιτική ηγεσία υπό τον τότε Πρόεδρο, Τάσσο Παπαδόπουλο. Στις 29 Μαρτίου ο γ.γ. του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, επέδωσε αναθεωρημένο σχέδιο λύσεως (Σχέδιο Ανάν IV), ζητώντας από όλες τις πλευρές να καταθέσουν παρατηρήσεις μέχρι την επομένη, ώστε να καταλήξει στο οριστικό σχέδιο, χωρίς, ωστόσο, να δοθεί περιθώριο διαπραγμάτευσης. «Σήμερα στο Μπούργκενστοκ υπάρχει μία αίσθηση πεπρωμένου», είπε ο γ.γ. του ΟΗΕ. Οι πλευρές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του Σχεδίου και τα μεσάνυκτα της 31ης Απριλίου, σε τελετή που έγινε στο Grand Hotel, ο γ.γ. του ΟΗΕ κατέθεσε το τελικό σχέδιο λύσεως, το γνωστό Σχέδιο Ανάν V, λέγοντας ότι «η επιλογή δεν είναι μεταξύ αυτού του σχεδίου λύσεως ή κάποιας άλλης μαγικής-μυθικής λύσεως, αλλά στην πραγματικότητα είναι η επιλογή μεταξύ λύσεως ή μη λύσεως». Σε μία έντονα φορτισμένη ομιλία, ο Κόφι Ανάν υπέδειξε στις αντιπροσωπείες ότι, «υπήρξαν πολλές χαμένες ευκαιρίες στο παρελθόν. Για χάρη όλων σας και των λαών σας, σας προτρέπω να μην επαναλάβετε το ίδιο λάθος». Το κείμενο, το οποίο δεν ήταν προϊόν συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά ήταν το αποτέλεσμα επιδιαιτησίας που για πρώτη φορά άσκησε γ.γ. του ΟΗΕ, τέθηκε ενώπιον Ε/κ και Τ/κ σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν στις 24 Απριλίου 2004.
Βλέπε και ανασκόπηση του Κυπριακού (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ)
Μοντ Πελεραν
Το Νοέμβριο του 2016 διεξήχθηκαν δυο Πενταμερεις διασκέψεις στο Μοντ Πελεράν της Ελβετίας για το Κυπριακό. Κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων από τις 7 μέχρι τις 11 Νοεμβρίου έγινε ουσιαστική συζήτηση επί ενός ενοποιημένου εγγράφου με τις θέσεις των δύο πλευρών για τα κριτήρια του εδαφικού. Στη συνάντηση αυτή ο Μουσταφά Ακιντζί για πρώτη φορά κατέθεσε τις συντεταγμένες χάρτη στο εδαφικό που όριζε τα όρια της Τ/κ πολιτείας στο 29.2% του Κυπριακού Εδάφους. Η Ε/κ πλευρά κατέθεσε χάρτη στο 28.2%. Η δεύτερη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 20 Νοεμβρίου. Στις πρώτες δύο παρόντες ήταν παρόντες ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Μουσταφά Ακιντζί στην παρουσία εκπροσώπων των 3 Εγγυητριών Δυνάμεων και των Ηνωμένων Εθνών. Συζητήθηκαν πέρα από το νέο χάρτη του εδαφικού θέματα πολιτικής ισότητας των Τουρκοκυρίων.
Στις 9 Νοεμβρίου 2016, στο Μοντ Πελεράν, έγινε συζήτηση μεταξύ των δύο ηγετών, του Νίκου Αναστασιάδη και του Μustafa Αkinci, όπου άρχισε η συζήτηση κριτηρίων για το νέο χάρτη στο εδαφικό και η συζήτηση σύντομα προχώρησε σε συζήτηση ποσοστών. Όπως αναφέρει σε προσωπική του μαρτυρία το μέλος της Διαπραγματευτικής Ομάδας Πόλυς Πολυβίου, "τότε δεν υπήρχαν χάρτες ενώπιον τους αλλά η συζήτηση αφορούσε κυρίως ποσοστά, δηλαδή τα εδάφη που θα ήταν υπό τη διακίνηση αφενός μεν της Ελληνοκυπριακής πλευράς αφετέρου δε της Τουρκοκυπριακής. Μετά από αρκετές ανταλλαγές, φαίνεται ότι ο κ. Νίκος Αναστασιάδης ανέφερε ότι ήταν αδύνατο να δεχθεί οτιδήποτε πέραν του 29% για τους Τουρκοκύπριους και ότι επέμενε σε επιστροφή πέραν των 90,000 Ελληνοκυπρίων προσφύγων σε περιοχές οι οποίες θα περιέρχονταν υπό την κατοχή της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Η δική του προτίμηση ήταν να αποδοθεί στην Τουρκοκυπριακή πλευρά ένα ποσοστό γύρω στο 28% της Κυπριακής επικράτειας, με σκοπό την επιστροφή του μεγαλύτερου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων στις εστίες τους.
Μετά από μακρές συζητήσεις και διαβουλεύσεις, ο κ. Νίκος Αναστασιάδης ανέφερε ότι η τελευταία του υποχώρηση ήταν να δεχθεί τα ποσοστά 29,2% και 28,2% για την Τουρκοκυπριακή περιοχή, ότι δηλαδή η Ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν υπέρ του 28,2% της Κυπριακής επικράτειας που θα αποτελούσε την Τουρκοκυπριακή περιφέρεια ή πολιτεία ή ζώνη, αλλά ότι θα μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να δεχθεί κάτι μεγαλύτερο, και νοουμένου ότι θα καθίστατο δυνατή η επιστροφή στις οικίες τους σημαντικού αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων, γύρω στους 85,000.
Ο Ακιντζί, προς έκπληξη του Προέδρου και σίγουρα προς έκπληξη (μεταγενέστερα) και των υπόλοιπων μελών της Ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας, αποδέχθηκε την φόρμουλα 28,2% - 29,2% δηλαδή δύο ποσοστά τα οποία είχαν διαφορά μεταξύ τους 1%. Με άλλα λόγια, η έκταση της Τουρκοκυπριακής περιφέρειας ή περιοχής θα κυμαινόταν μεταξύ των δύο προαναφερθέντων ποσοστών. Αυτό ήταν σημαντικό για δύο λόγους. Πρώτον η μικρή διαφορά των δύο αποδεχτών ποσοστών σήμαινε ότι μπορούσε η διάσκεψη να προχωρήσει με ετοιμασία χαρτών και δεύτερον θα μπορούσαν να λάβουν χώρα περαιτέρω διεργασίες αναφορικά με εγγυήσεις και στρατεύματα, με την παρουσία Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας, δηλαδή των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων. Η κατάληξη των επαφών του Προέδρου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη ήταν ο καθορισμός των δύο ποσοστών, δηλαδή του 28,2% εκ μέρους της Ελληνοκυπριακής πλευράς και 29,2% εκ μέρους της Τουρκοκυπριακής πλευράς, των οποίων σκοπός ήταν ο καθορισμός του maximum και του minimum της εδαφικής έκτασης που θα ήταν υπό τον έλεγχο της Τουρκοκυπριακής πλευράς στο πλαίσιο ομοσπονδιακού κράτους.
Όταν ο κ. Αναστασιάδης διαμήνυσε τα πιο πάνω στην Ελληνοκυπριακή Διαπραγματευτική Ομάδα στις 11 Νοεμβρίου 2016, οι εμπειρογνώμονες του Κτηματολογίου που ήταν παρόντες ετοίμασαν αμέσως δύο χάρτες, τον Ελληνοκυπριακό (επί τη βάσει του 28,2%) και τον Τουρκοκυπριακό χάρτη, όπως οι ίδιοι τον φαντάζονταν (επί τη βάσει του 29,2%). ΄Όπως εξήγησαν, εφόσον γνώρισαν το ποσοστό 29,2% δεν υπήρχαν πολλοί πιθανοί χάρτες που θα μπορούσαν να απεικονίσουν το 29,2% και το αληθές αυτής της διαπίστωσης διαφάνηκε αργότερα στην Γενεύη όταν ο χάρτης που παρουσίασε η Τουρκοκυπριακή ηγεσία ήταν ουσιαστικά ο ίδιος με τον Τουρκοκυπριακό χάρη που ετοίμασαν οι εμπειρογνώμονες της Ελληνοκυπριακής πλευράς στις 11.11.2016. Το κύριο σημείο διαφοράς ήταν η επιστροφή της Μόρφου ή μεγάλου μέρους αυτής. Η άποψη ορισμένων ήταν ότι η Τουρκοκυπριακή πλευρά ήταν έτοιμη να αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος της Μόρφου, νοουμένου ότι έπαιρνε ανταλλάγματα αλλού.
Στο σημείο εκείνο, τα μεσάνυχτα της 11.11.2016, έγινε μακρά συζήτηση πως έπρεπε να συνεχιστεί η προσπάθεια. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιθυμούσε να διακοπεί η διάσκεψη και να επιστρέψει στην Κύπρο για περαιτέρω διαβουλεύσεις, ιδιαίτερα με την Ελληνική Κυβέρνηση, ενόψει ορισμένων πληροφοριών που είχε για τη στάση του τότε Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά. Ορισμένα μέλη της Ελληνοκυπριακής ομάδας, εμού συμπεριλαμβανομένου, διαφωνήσαμε έντονα και εκφράσαμε την άποψη ότι έπρεπε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις με σκοπό να καταλήξουμε σε κοινό ποσοστό γύρω στα 28,6%-27%, εξασφαλίζοντας δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Μόρφου το οποίο είχε αρχίσει να εποικίζεται. Με βάση αυτή τη θεωρία, δεν χρειάζονταν διαβουλεύσεις είτε με την Ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία είτε με την Ελληνική ηγεσία, και ότι ο Πρόεδρος είχε το δικαίωμα και την υποχρέωση να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις και να καταλήξουμε σε κοινό ποσοστό εδάφους που θα αποδιδόταν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα και το οποίο θα επέτρεπε στην ετοιμασία ενός και μόνο χάρτη".
Μετά την απόφαση του Προέδρου Αναστασιάδη να αναχωρήσει εσπευσμένα από την πρώτη συνάντηση επικαλούμενος διαφορές στο Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου και ανάγκη ενημέρωσης της Ελληνικής Κυβέρνησης υπό τον κ. Τσίπρα, οι διασκέψεις αυτές οδηγούνταν σε ναυάγιο. Την 1η Δεκεμβρίου 2016 πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία Δείπνο μεταξύ Νίκου Αναστασιάδη, Μουσταφά Ακιντζί, Έσπεν Μπαρθ Άιντε και των δύο διαπραγματευτών Μαυρογιάννη και Ναμί. Το Δείπνο αυτό οδήγησε σε νέα συνάντηση τεχνοκρατών στο Μοντ Πελεράν και στη διάσκεψη της Γενεύης ένα μήνα αργότερα.
Η τρίτη Πενταμερής διεξήχθη από τις 18 ως τις 20 Ιανουαρίου σε επίπεδο τεχνοκρατών και η συζήτηση στράφηκε γύρω από τη ρύθμιση των θεμάτων ασφάλειας και εγγυήσεων, στην παρουσία των διαπραγματευτών του Κυπριακού Ανδρέα Μαυρογιάννη και Οζντίλ Ναμί.
H ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν έτοιμη να δώσει ημερομηνία για πραγματοποίηση πολυμερούς διάσκεψης, μόλις υπήρχε συμφωνία για τα κριτήρια του Εδαφικού και οι δυο πλευρές αντάλλαζαν χάρτες, οι οποίοι θα ήταν κοντά στις επιδιώξεις της κάθε πλευράς. Στο Μοντ Πελεράν Ι, οι δυο πλευρές έδωσαν ποσοστά εδάφους για την τουρκοκυπριακή πολιτεία, τα οποία θεωρούνταν ικανοποιητικά για την έναρξη της διαπραγμάτευσης (η ελληνοκυπριακή πλευρά μιλούσε για 28,2% και η τουρκοκυπριακή για 29,2% - η Τουρκία σήμερα κατέχει σχεδόν το 37% του εδάφους της Κύπρου). Και παρόλο που η τουρκοκυπριακή πλευρά επέμενε να κλείσει η συμφωνία στα κριτήρια του Εδαφικού στη συνάντηση του Μοντ Πελεράν Ι, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ζήτησε χρόνο να επιστρέψει στην Κύπρο για να ενημερώσει τα κοινοβουλευτικά κόμματα και να συντονιστεί με την Αθήνα. Από το περιβάλλον του Προέδρου Αναστασιάδη υποστήριζαν ότι το ελληνικό ΥΠΕΞ, για πρώτη φορά ανακατεύεται σε αυτό το βαθμό σε θέματα που αφορούν στο Κυπριακό, ανατρέποντας το δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται». Την Ελλάδα, τότε, κυβερνούσαν ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (του Πάνου Καμμένου) με Πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκος Κοτζιάς έλεγε δεξιά κι αριστερά ότι αυτός θα έσωζε την αξιοπρέπεια του Ελληνισμού.
Non Paper
Ο Έλληνας ΥΠΕΞ ετοίμασε μάλιστα ένα έγγραφο, ένα non paper, με τις θέσεις της Αθήνας στο Κυπριακό, το οποίο απέστειλε με email στις 21 Νοεμβρίου 2016 σε κυβερνητικά στελέχη, πολιτικά και άλλα πρόσωπα, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει συμμετοχή σε πολυμερή διάσκεψη υπό την αίρεση ότι θα υπάρξει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας για τα θέματα των Εγγυήσεων και της Ασφάλειας. Το εν λόγω έγγραφο στάληκε στις 5:45 μμ και απεσύρθηκε λίγο μετά, και συγκεκριμένα στις 8:30 μμ, με τη σημείωση όπως αυτό «θεωρηθεί άκυρο». Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και πολλά χρόνια, που το ελληνικό ΥΠΕΞ μοίραζε non paper για το Κυπριακό. Επιπλέον, ο κ. Κοτζιάς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξει γνωμάτευση για το κατά πόσον μπορεί η Ελλάδα να πάει σε πολυμερή διάσκεψη και υπό ποιες προϋποθέσεις και συνθήκες.
Αυτό είναι το non paper Κοτζιά
Σύμφωνα με τις διπλωματικές πηγές, το περιβόητο έγγραφο Κοτζιά που κυκλοφόρησε μέσω email για 2,5 ώρες περίπου προτού ο Έλληνας ΥΠΕΞ το αποσύρει ως άκυρο, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει συμμετοχή σε πολυμερή διάσκεψη υπό την αίρεση ότι θα υπάρξει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας για τα θέματα των Εγγυήσεων και της Ασφάλειας [..] Η ελληνική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια επανειλημμένων συνομιλιών με όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται στο Κυπριακό πρόβλημα, κατέστησε σαφές ότι συμφωνεί να συμμετάσχει σε πολυμερή συνάντηση, υπό την αίρεση της προηγούμενης συζήτησης και συμφωνίας με την Τουρκία, επί του θέματος των εγγυήσεων και της ασφάλειας. Άνευ διεξαγωγής της συγκεκριμένης συζήτησης, η Ελλάδα δεν πρόκειται να προσέλθει σε πολυμερείς συνομιλίες και αυτό οφείλει να γίνει κατανοητό από όλους, του κ. Έιντε συμπεριλαμβανομένου.
»Ποιο σημαντική είναι η συμφωνία επί χάρτου ή αποχώρηση τού στρατού κατοχής; Ο κ. Ακιντζί ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί περαιτέρω και πιο συγκεκριμένα επί του Εδαφικού, εάν δεν εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση πολυμερούς διάσκεψης. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα εξαρτήσει τη στάση της από τις συζητήσεις για το Εδαφικό ή για άλλες πτυχές του προβλήματος που αφορούν τα 4 κεφάλαια διαπραγμάτευσης, τα οποία διαπραγματεύονται οι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Η παρούσα κυβέρνηση είναι η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που δεν έκανε καμία παρατήρηση ή παρέμβαση στη διαπραγμάτευση των 4 κεφαλαίων αυτών, μέχρι στιγμής, και δεν προτίθεται να αλλάξει τη στάση της. Είναι, όμως, αυτονόητο ότι έχει λόγο και θέση αρχής για τα δύο κεφάλαια στα οποία εμπλέκεται η Ελλάδα και τα οποία σχετίζονται με τα θέματα Εγγυήσεων και Ασφάλειας, καθώς αυτά αφορούν την ουσία του Κυπριακού που είναι ζήτημα κατοχής. Πρέπει να είναι λοιπόν σαφές σε όλες τις πλευρές ότι η συμμετοχή της Ελλάδας σε μία πολυμερή διάσκεψη θα αφορά αποκλειστικά και μόνο τις πτυχές του Κυπριακού που σχετίζονται με την Ασφάλεια και τις Εγγυήσεις. Βεβαίως, όσοι επέμεναν να γίνει η συζήτηση για τις Εγγυήσεις και την Ασφάλεια όχι πριν αλλά μετά την διαπραγμάτευση των υπολοίπων 4 κεφαλαίων, πρέπει τώρα να προσέλθουν στο τραπέζι καθώς η συζήτηση για τα δύο αυτά κεφάλαια δεν επιδέχεται καμία άλλη αναβολή.
»Ευθύνες Τουρκίας. Για να στεφθεί, καταρχάς, με επιτυχία η πολυμερής διάσκεψη, σε αυτά τα δύο θέματα πρέπει να υπάρξει οπωσδήποτε μία πρότερη συνεννόηση/συμφωνία με την τουρκική κυβέρνηση. Η Τουρκία, όμως, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ακολουθεί παρελκυστική πολιτική στο θέμα αφού, α) ουδέποτε διατύπωσε προτάσεις για τις Εγγυήσεις και την Ασφάλεια, β) ακύρωσε την συνάντηση στην Αττάλεια μεταξύ του κ. Κοτζιά και του Τούρκου ομολόγου του κ. Cavusoglu, ο οποίος είχε απευθύνει και την σχετική πρόσκληση. Αντίθετα, η Ελλάδα είναι η μόνη που καθόρισε με σαφήνεια και εγκαίρως τις θέσεις της για το καθεστώς των Εγγυήσεων και της Ασφάλειας, αλλά και τις εν προκειμένω προτάσεις της –οι οποίες είναι εν γνώσει όλων των εμπλεκομένων μερών- με γνώμονα την επίτευξη μιας δίκαιης, δημοκρατικής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, την οποία και στηρίζει».
Σημειώνεται πως στις 23/11/2016, η ιστοσελίδα tvxs.gr έγραψε: «Η παρέμβαση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά είναι η κυριότερη αιτία για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές της Λευκωσίας. Με βάση τις σχετικές πληροφορίες που μετέδωσε το Tvxs.gr, o Έλληνας υπουργός παρενέβη στις διαπραγματεύσεις, ζητώντας να υπάρξει συμφωνία Ελλάδος- Τουρκίας για τις διεθνείς εγγυήσεις και την ημερομηνία αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων, πριν την διεθνή διάσκεψη που θα επικύρωνε την λύση του προβλήματος.
Διάσκεψη της Γενεύης
Στις 12 Ιανουαρίου 2017 πραγματοποιήθηκε νέα Πενταμερής διάσκεψη στη Γενεύη ως συνέχεια των επαφών στο Μοντ Πελεράν. Η διάσκεψη ξεκίνησε με συνάντηση Γκουτέρες-Αναστασιάδη-Ακιντζί. Η διάσκεψη κατέστη δυνατή μετά από Δείπνο στο οποίο παρακάθησαν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Μουσταφά Ακιντζί την 1η Δεκεμβρίου 2016 στη Λευκωσία κατά τη διάρκεια του οποίου δόθηκαν εξηγήσεις από τον πρόεδρο Αναστασιάδη για την αποτυχία της διάσκεψης στο Μοντ Πελεράν.
Παρούσες στη διάσκεψη και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση διά του Προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούγκερ. Τέθηκαν επί τάπητος τα θέματα του εδαφικού, των εγγυήσεων κά. Κατά τη διάσκεψη επήλθε ρήξη στις σχέσεις του Προέδρου Αναστασιάδη και του Έλληνα ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά όταν με πρωτοβουλία του δευτέρου συγκλήθηκε σύσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων εν αγνοία των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Στη συνέχεια οι δύο άνδρες εμφανίστηκαν μαζί και επιχείρησαν να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις.
Βλεπε βίντεο: Αναστασιάδης -Κοτζιάς
Στη Διάσκεψη αποφασίστηκε να πραγματοποιηθούνν τα παρακάτω βήματα:
- Τη δημιουργία μιας ομάδας εργασίας στο επίπεδο των αντιπροσωπειών. Η ομάδα αυτή θα αρχίσει τις εργασίες της στις 18 Ιανουαρίου. Το έργο της θα είναι να καθορίσει συγκεκριμένα ερωτήματα και τα όργανα που χρειάζονται για να απαντηθούν.
- Παράλληλα οι διαπραγματεύσεις για τα εκκρεμούντα θέματα στα άλλα κεφάλαια θα συνεχιστεί μεταξύ των δύο πλευρών στην Κύπρο.
- Η διάσκεψη θα συνεχιστεί σε πολιτικό επίπεδο αμέσως μετά για να ανασκοπήσει το αποτέλεσμα των συζητήσεων της ομάδας εργασίας. Στη Διάσκεψη επιβεβαιώθηκε η πλήρης δέσμευση των τριών εγγυητριών δυνάμεων να υποστηρίξουν την επίτευξη συνολικής συμφωνίας".
Κραν Μοντανά
Η τελευταία μέχρι στιγμής Πενταμερής πραγματοποιήθηκε στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας από τις 30 Ιουνίου έως και τις 7 Ιουλίου 2017.
Η διάσκεψη κατέληξε σε αδιέξοδο αφήνοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το λεγόμενο πλαίσιο Γκουτερες.
Στη διάσκεψη έλαβαν μέρος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων, ο Μουσταφά Ακιντζί εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων. Διαπραγματευτής της Ε/κ πλευράς ήταν ο πρεσβης Ανδρέας Μαυρογιάννης και της Τουρκοκυπριακής ο Οζντίλ Ναμί. Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο ΥΠΕΞ Νίκος Κοτζιάς, την Τουρκία ο ΥΠΕΞ Μεβλουτ Τσαβούσογλου και τη Βρετανία ο ΥΠΕΞ Μπορίς Τζόνσον. Το συντονισμό της διάσκεψης είχε ο γ.γ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες και ο εκπρόσωπος του Έσπεν Μπαρθ Άιντε.
Μετά το τέλος της διάσκεψης σε συνέντευξη τύπου ο γγ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δήλωνε ότι «οι συνομιλίες για το Κυπριακό έκλεισαν χωρίς συμφωνία» και τόνιζε: «Λυπάμαι πολύ που ανακοινώνω ότι παρά την πολύ ισχυρή δέσμευση και συμμετοχή όλων των αντιπροσωπειών και διαφορετικών πλευρών η Διάσκεψη για τo Κυπριακό έκλεισε χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία».
(Βίντεο Euronews για Διάσκεψη Κραν Μοντανά)
Ο κ. Γκουτέρες θέλησε να εκφράσει τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη και την εκτίμησή του στους ηγέτες των δύο κοινοτήτων και να ευχηθεί «το καλύτερο για όλους τους Κύπριους, το Βορρά και τον Νότο» καθώς και τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη στους εκπροσώπους των εγγυητριών δυνάμεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και να εκφράσω στην ομάδα του ΟΗΕ, υπό την ηγεσία του Έσπεν Άιντε, που έκανε ό, τι είναι δυνατόν για να προσεγγίσει τις θέσεις των διαφόρων αντιπροσωπειών .
Βλέπε λήμμα: Συνομιλίες στο Κραν Μοντανά
Η άτυπη Πενταμερής -Γενεύη
Πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη στις 26 Απριλίου 2021. Η Τουρκική πλευρά σε αυτή τη διάσκεψη εγκατέλειψε το συμφωνημένο πλαίσιο για λύση Ομοσπονδίας καταθέτοντας έγγραφο για αναγνώριση δυο κρατών από τα Ηνωμένα Έθνη.
Στο πλαίσιο της άτυπης αυτής Πενταμερούς την Κύπρο εκπροσώπησαν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Ε/κ διαπραγματευτής Ανδρέας Μαυρογιάννης, την Τουρκοκυπριακή πλευρά ο Ερσίν Τατάρ και ο διαπραγματευτής του Εργκιούν Ολγκιούν, την Ελλάδα ο ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας, την Τουρκία ο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου και τη Βρετανία ο ΥΠΕΞ Ντομινίκ Ραμπ. Παρούσα και η ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ στο Κυπριακό Τζέιν Χολ Λουτ. Η ΕΕ παρίστατο ως παρατηρητής.
(Βλέπε Διακοινοτικές Συνομιλίες)
Η Τ/κ πρόταση
Ο Ερσίν Τατάρ σε ένα δισέλιδο έγγραφο που κατέθεσε, υποστήριξε ότι οι προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού τις τελευταίες δεκαετίες δεν απέδωσαν, κατηγορώντας την Ε/κ πλευρά ότι δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί τους Τ/κ ως ίσους εταίρους σε μια ομοσπονδία. Συγκεκριμένα πρότεινε:
Πηγή:
Polignosi