Το αββαείο του Μπέλαπαϊς, που βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό, κατεχόμενο από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, είναι ένα από τα λαμπρότερα σωζόμενα μνημεία της μεσαιωνικής Κύπρου. Αποτελεί δε μοναδικό στην Ανατολή παράδειγμα μοναστηριακής αρχιτεκτονικής γοτθικού ρυθμού.
Ίδρυση του Αββαείου
Η ίδρυση του αββαείου τοποθετείται στις αρχές της Φραγκοκρατίας, πιθανότατα επί ημερών του Αμάλριχου ντε Λουζινιάν, πρώτου βασιλιά του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου (1197-1205), κι αδελφού του ιδρυτή της δυναστείας των Λουζινιανών Γουίδου (Γκυ) ντε Λουζινιάν, κυρίου της Κύπρου. Αναφέρεται ως κοινόβιο των Αυγουστινιανών μοναχών (του τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου) που ήσαν μεταξύ πολλών άλλων οι οποίοι ήλθαν στην Κύπρο από την Παλαιστίνη αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού από τους σταυροφόρους της τρίτης Σταυροφορίας.
Βλέπε λήμμα: Σταυροφορίες και Κύπρος
Όμως πιθανότατα η περιοχή στην οποία κτίστηκε το αββαείο εχρησιμοποιείτο πιο πριν από τους Ορθοδόξους της Κύπρου. Επειδή απαντάται και η ονομασία Επισκοπή ή και Επισκοπιά (Episcopia) υπάρχει η εύλογη υπόθεση ότι εκεί ευρισκόταν, πριν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας, έδρα Ορθοδόξου επισκόπου. Θα επρόκειτο μάλλον περί του επισκόπου Κερύνειας, που ίσως είχε αποσυρθεί από την πόλη, μεταφέροντας την έδρα του στο Μπέλαπαϊς, κατά την περίοδο των καταστροφικών αραβικών επιδρομών (7ος-10ος αιώνας) που έπλητταν κυρίως τα παράλια του νησιού.
Βλέπε λήμμα: Αραβικές επιδρομές
Λατινικό μοναστήρι
Πάντως, ως λατινικό μοναστήρι, το Πέλλα Παΐς είναι γνωστό από τις αρχές του 13ου αιώνα. Στους Αυγουστινιανούς μοναχούς που εγκαταστάθηκαν αρχικά σ’ αυτό, προφανώς προσετέθησαν και Λευκοί μοναχοί του τάγματος του St. Norbert που επίσης ήλθαν από την Παλαιστίνη όταν απώλεσαν τα δυο μοναστήρια που κατείχαν εκεί. Σύντομα το αββαείο υιοθέτησε τους κανόνες των Νορμπερτιανών ή Πρεμονστρατιανών, επί ημερών του δευτέρου Λατίνου αρχιεπισκόπου Λευκωσίας Thierry (1206-1211). Επειδή το ένδυμα των Πρεμονστρατιανών μοναχών ήταν λευκού χρώματος, το αββαείο απαντάται σε διάφορες πηγές με την ονομασία abbaye Blanche (= Λευκή αββατία). Η ονομασία αυτή απαντάται σε κείμενα του 15ου-16ου αιώνα και αντανακλάται στο επίθετο της Παναγίας του Μπέλαπαϊς: Ασπροφορούσα.
Βλέπε λήμμα: Πρεμονστρατιανοί μοναχοί
Ονομασία
Η ονομασία Πέλλα Παΐς (Bella Paese) απαντάται από την περίοδο της Βενετοκρατίας κι αποτελεί παραφθορά της ονομασίας abbaye de la Pais (= αββατία της Ειρήνης) που κι αυτή είχε αντικαταστήσει την αρχική Episcopia (= Επισκοπιά).
Μερικοί συγγραφείς (όπως ο Estienne de Lusignan και ο Francesco Attar) αναφέρουν ως ιδρυτή του αββαείου τον βασιλιά της Κύπρου Ούγο Γ΄ (1267-1284). Αποδεδειγμένα όμως το αββαείο είχε ιδρυθεί πιο πριν, αφού σαφής μνεία του μοναστηριού αυτού απαντάται σε προγενέστερο έγγραφο του 1232. Ο Ούγος Γ΄ είχε όμως δώσει μεγάλη ώθηση και βοήθεια στο μοναστήρι το οποίο μάλιστα τόσο αγαπούσε ώστε μετά τον θάνατό του στην Τύρο, το 1284, το σώμα του μεταφέρθηκε κι ετάφη στο αββαείο όπως διασώζει ο Estienne de Lusignan κι όπως γράφει κι ο Loredano (αντίθετα ο Amadi αναφέρει ότι είχε ταφεί στη Λευκωσία).
Μεγάλη ανάπτυξη
Σύντομα το αββαείο του Πέλλα Παΐς έγινε πολύ σημαντικό αλλά και πλούσιο. Ο ηγούμενός του ήταν μιτροφόρος κι είχε σημαντικά προνόμια που εκφράζονταν με το να έχει το δικαίωμα να ιππεύει, να φέρει επίχρυσο ξίφος κι άλλα διακριτικά, όπως οι ευγενείς φεουδάρχες του κυπριακού βασιλείου. Η ακμή του αββαείου συνδυάστηκε και με την προβολή εκ μέρους των μοναχών του συνεχών αξιώσεων, μάλιστα μέχρι τέτοιου σημείου ώστε αναγκάστηκε να επέμβει ο πάπας Ονώριος το 1224, όπως κι ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ το 1232, που και οι δυο υπέδειξαν στον ηγούμενο του Μπέλαπαϊς ότι είχε υποχρέωση να υπακούει στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας.
Βλέπε λήμμα: Η λατινική εκκλησία στην Κύπρο
Εξ αιτίας της φήμης που το αββαείο απέκτησε, κι αυτός ο Hayton, γόνος του βασιλικού οίκου της Αρμενίας και κύριος της Κωρύκου, έγινε μοναχός σ’ αυτό το 1305.
Ζήτημα πειθαρχίας ετέθη και επί βασιλείας του Ούγου Δ΄ (1324-1359), οπότε οι μοναχοί του Μπέλαπαϊς επαναστάτησαν τόσο κατά του Λατίνου αρχιεπισκόπου Λευκωσίας Elias de Nabinaux, όσο και κατά του ιδίου του ηγουμένου τους. Ο πάπας Βενέδικτος IB΄ είχε επέμβει τότε, αναθέτοντας στον Λατίνο επίσκοπο της Πάφου να διεξαγάγει τις ανακρίσεις. Ζήτημα πειθαρχίας των μοναχών προς τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας ετέθη από τον τελευταίο και το 1510 και το 1547 (περίοδος Βενετοκρατίας).
Το 1248 εντάχθηκε στη δύναμη του αββαείου ο Ούγος Φαγιάνος (de Fagiano), που λίγα χρόνια αργότερα (1251) εξελέγη αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας. Σύντομα όμως εγκατέλειψε την Κύπρο, ύστερα από φιλονικία του με τον βασιλιά Ερρίκο Α΄, αλλά επανήλθε αργότερα. Τελικά ο Φαγιάνος εγκατέλειψε οριστικά την Κύπρο το 1260 κι εγκαταστάθηκε στην Τοσκάνη (Ιταλία) όπου ίδρυσε μοναστήρι που το ονόμασε Επισκοπιά σ’ ανάμνηση της διαμονής του στο Μπέλαπαϊς και κατά το πρότυπο αυτού.
Οι διάφοροι ηγούμενοι του αββαείου του Μπέλαπαϊς συχνά διέμεναν στην πρωτεύουσα Λευκωσία (όπου το τάγμα τους κατείχε ξενώνα κι άλλες εγκαταστάσεις, όπως και στην Πάφο) κι ασκούσαν επιρροή στη βασιλική Αυλή της Κύπρου.
Στην εξάπλωση της δύναμης και της φήμης του αββαείου, καθώς και στην αύξηση του πλούτου του, συνέβαλαν οι γενναιόδωρες εισφορές προς αυτό. Εκτός από την μεγάλη βοήθεια, οικονομική και άλλη, καθώς και τα προνόμια που εκχώρησε ο βασιλιάς Ούγος Γ΄ (που γι’ αυτό θεωρήθηκε από πολλούς ως ο πραγματικός ιδρυτής του), δωρεές προς το μοναστήρι έκαμαν κι οι βασιλιάδες Ιωάννης Α΄ (1284-1285), Ούγος Δ΄ (1324-1359), Ιωάννης Β΄ (1432-1458) και άλλοι. Μεταξύ των πολυτίμων δωρεών αναφέρεται δωρεά Τιμίου Ξύλου το 1246 από ένα ιππότη της Πάφου.
Εισβολή των Γενουατών- Παρακμή
Το αββαείο θα πρέπει να υπέφερε κατά τη διάρκεια του πολέμου προς τους Γενουάτες που είχαν εισβάλει στην Κύπρο το 1373-1374.
Βλέπε λήμμα: Γένουα και Κύπρος
Ωστόσο η παρακμή του δεν ήλθε παρά κατά τα τέλη της βενετικής κυριαρχίας. Αν και κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας το αββαείο εξακολουθούσε να είναι πολύ σημαντικό (μάλιστα σε μια περίπτωση αναφέρονταν τρεις υποψήφιοι ηγούμενοί του, εκ των οποίων ένας υποστηριζόταν από τον πάπα κι άλλος από τη Βενετία), ωστόσο η παρακμή ήλθε με γρήγορο ρυθμό. Το 1562 ο Βενετός διοικητής της Κύπρου Bernardo Sagredo σε έκθεσή του προς τις αρχές στη Βενετία αναφέρει ότι το αββαείο είχε σταματήσει πλέον να λειτουργεί κι ότι είχε αρχίσει να ερειπώνεται. Αναφέρει επίσης ότι όλοι οι μοναχοί του είχαν συζύγους (μερικοί μάλιστα όχι μόνο μία) και παιδιά, για τη συντήρηση των οποίων δαπανούσαν τα εισοδήματα του μοναστηριού τους. Ο Sagredo παρακαλεί επίσης τις αρχές της Βενετίας να θέσουν τέρμα στην κατάσταση που επικρατούσε. Οι καταγγελίες του Sagredo περί εγκαταλείψεως του αββαείου και περί της αισχρής ζωής των μοναχών του είχαν βρει απήχηση και το 1570 η κεντρική αρχή του τάγματος των Πρεμονστρατιανών συμφώνησε όπως οι βενετικές αρχές αναλάβουν την πλήρη αναδιοργάνωση του αββαείου. Όμως η τουρκική εισβολή στην Κύπρο μέσα στον ίδιο χρόνο (1570) και η κατάληψη του νησιού, σήμαναν το οριστικό τέλος του αββαείου.
Βλέπε λήμμα: Εκκλησία Κύπρου- Η ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου
Ο ναός του, αφιερωμένος στην Παναγία, πέρασε στα χέρια των Ορθοδόξων της Κύπρου, μετά την τουρκική κατάκτηση, κι εχρησιμοποιείτο από τους κατοίκους του Μπέλαπαϊς μέχρι και την προσφυγοποίησή τους το 1974.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια