Πάφου επισκοπή

Image

Η επισκοπή της Πάφου είναι μια από τις πρώτες επισκοπές που ιδρύθηκαν στην Κύπρο αμέσως μετά την διάδοση του Χριστιανισμού περί τα μέσα του 11ου μ.Χ. αιώνα. Γι’ αυτό και σήμερα είναι η δεύτερη ιεραρχικά —μετά την αρχιεπισκοπική έδρα — μεταξύ των επισκοπικών εδρών της Εκκλησίας της Κύπρου, ο δε επίσκοπος Πάφου είναι και ο τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου σε περιπτώσεις χηρείας του ή κενώσεώς του.

 

Σύμφωνα προς τα γραπτά εκκλησιαστικά κείμενα, στην Πάφο δίδαξαν τον Χριστιανισμό οι απόστολοι Παύλος* και Βαρνάβας*, συνοδευόμενοι κι από τον ευαγγελιστή Μάρκο*, κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στην Κύπρο το 45 μ.Χ., και λίγο αργότερα ξανά οι Βαρνάβας και Μάρκος. Δίδαξαν επίσης ο τοπικός άγιος Ηρακλείδιος* μαζί με τους μαθητές και βοηθούς του Mvάσωνα και Ρόδωνα.

 

Όταν ο απόστολος Παύλος πληροφορήθηκε τον μαρτυρικό θάνατο του Βαρνάβα στη Σαλαμίνα της Κύπρου, που σήμαινε καίριο πλήγμα για την νεοϊδρυθείσα Κυπριακή Εκκλησία, μερίμνησε αμέσως για ενίσχυση και περαιτέρω στελέχωσή της. Έτσι έστειλε στην Κύπρο αρκετούς ικανούς οπαδούς της νέας θρησκείας για ν' αναλάβουν εκκλησιαστικά αξιώματα στο νησί. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Επαφράς ή Επαφρόδιτος τον οποίο ο Παύλος όρισε ως επίσκοπο στην Πάφο, γράφοντας μάλιστα σχετικά και δίνοντας προς τούτο εντολές στον άγιο Ηρακλείδιο στην Κύπρο.

 

Συνεπώς ο πρώτος γνωστός επίσκοπος Πάφου (γύρω στο 67 μ.Χ.) ήταν ο Επαφράς, που συγκαταλέγεται μεταξύ των αγίων της Κυπριακής Εκκλησίας. Ο Επαφράς καταγόταν από τις Κολοσσές, όπως προκύπτει από αναφορές του Παύλου σ' αυτόν σε Προς Κολοσσάεῖς επιστολή του. Είχε διατελέσει στενός συνεργάτης και συναιχμάλωτος του αποστόλου Παύλου και θα πρέπει να ήταν άνδρας με ξεχωριστές ικανότητες για να επιλεγεί ως πρώτος επίσκοπος Πάφου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του γεγονότος ότι η Πάφος ήταν τότε όχι μόνο σημαντική πόλη αλλά και πρωτεύουσα της Κύπρου κι έδρα των Ρωμαίων διοικητών του νησιού.

 

Μέχρι το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα γνωστός μας είναι κι ο δεύτερος επίσκοπος Πάφου, διάδοχος του Επαφρά, ο επίσκοπος Τίτος. Στη συνέχεια υπάρχει κενό καθ' όλο τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Δεν γνωρίζουμε την πορεία της επισκοπής, θα πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι ήταν πολύ

 

δύσκολη κρίνοντας από το γεγονός ότι παλαιότεροι υπόγειοι λαξευτοί τάφοι είχαν χρησιμοποιηθεί ως κατακόμβες. Για να υπάρξουν κατακόμβες σημαίνει βέβαια ότι υπήρχαν και σκληροί διωγμοί των πρώτων Χριστιανών, αλλά και ότι οι πρώτοι αυτοί Χριστιανοί ήσαν ήδη οργανωμένοι σε εκκλησιαστική κοινότητα.

 

Επόμενος γνωστός επίσκοπος Πάφου είναι ο Κύριλλος ή Κυριακός, γύρω στα 325 μ.Χ. Τον χρόνο αυτό (325) συμμετείχε στην πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας που καταδίκασε την αίρεση του Αρείου. Ο ίδιος επίσκοπος μετείχε, 18 χρόνια αργότερα, και στη Σύνοδο της Σαρδικής.

 

Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα μας είναι γνωστοί και άλλοι επίσκοποι Πάφου, ο Κιλίσιος, ο Φιλάγριος, ο Νικόλαος και ο Ιούλιος, ενώ περί το 400 μ.Χ. γνωρίζουμε και τον επίσκοπο Μακεδόνιον. Τον 5ο αιώνα γνωρίζουμε τους επισκόπους Σαπρίκιον και Yπερόριov, ενώ ο 6ος αιώνας είναι σκοτεινός.

Τελευταίος γνωστός επίσκοπος Πάφου πριν και, πιθανότατα, κατά τις πρώτες αραβικές επιδρομές, ήταν ο Θεόδωρος, γνωστός και για το αξιόλογο συγγραφικό του έργο. Κατά την περίοδο των καταστροφικών αραβικών επιδρομών η επισκοπή της Πάφου θα πρέπει να είχε υποστεί σοβαρότατο πλήγμα, όπως εξ άλλου και η ίδια η πόλη που υπέστη πολλές καταστροφές. Μεταξύ άλλων, είναι γνωστό πως καταστράφηκαν οι βασιλικές της πόλης. Η ασταθής αυτή περίοδος, κατά την οποία η Κύπρος παρέπαιε μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων (είναι μάλιστα γνωστό ότι για ένα σύντομο διάστημα είχε εγκατασταθεί στην Πάφο και αραβική φρουρά από 12.000 άνδρες), είναι επίσης ασαφής σ' ό,τι αφορά την ιστορία της επισκοπής Πάφου.

 

Δεν είναι γνωστό εάν η επισκοπή της Πάφου είχε συνεχή κι αδιάκοπη ζωή και πορεία από της ιδρύσεώς της, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, μέχρι τον 13ο αιώνα οπότε υπέστη τους διωγμούς από τους Λατίνους, όπως εξ άλλου τους υπέστη και ολόκληρη η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Υπάρχουν πάντως αρκετά και μεγάλα κενά στον κατάλογο των γνωστών επισκόπων της Πάφου.

 

Γνωρίζουμε όμως ότι η επισκοπή υφίστατο κατά την τελευταία Βυζαντινή περίοδο της ιστορίας της Κύπρου (βλέπε κατάλογο επισκόπων Πάφου πιο κάτω) και κατά την πρώτη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Κατά τις αρχές του 13ου αιώνα η επισκοπή της Πάφου ήταν μια από τις 14 που υφίσταντο στην Κύπρο και τις οποίες οι Λατίνοι (από του1222) άρχισαν να καταργούν, μέχρι που (έως το 1260) περιόρισαν τον αριθμό τους σε 4. Η μείωση των Ορθοδόξων επισκοπών σε 4 μόνο, έγινε προς εξίσωση του αριθμού τους με τις επισκοπές της Λατινικής Εκκλησίας που είχαν ιδρυθεί στην Κύπρο μετά την έναρξη της Φραγκοκρατίας και που ήσαν: Λευκωσίας (αρχιεπισκοπή), Αμμοχώστου, Λεμεσού και Πάφου. Η μείωση των Ορθοδόξων επισκοπών γινόταν ως εξής: μετά τον θάνατο ενός επισκόπου η έδρα του δεν πληρωνόταν αλλά καταργείτο και η περιφέρειά του υπαγόταν στην πλησιέστερη προς αυτήν επισκοπική περιφέρεια. Ακόμη, εκτός της μειώσεως των Ορθοδόξων επισκοπών σε 4 μόνο, κι αυτές οι 4 που απέμειναν έπαυσαν να εδρεύουν στις πόλεις κι εκτοπίστηκαν από τους Λατίνους. Η επισκοπή Πάφου μετεφέρθη τότε στην Αρσινόη (Πόλη Χρυσοχούς) και, προφανώς, είχε συγχωνευθεί με την επισκοπή Αρσινόης. Στην Πάφο η έδρα της Ορθόδοξης επισκοπής επέστρεψε περί τα τέλη της Φραγκοκρατίας κι έκτοτε παρέμεινε εκεί.

 

Κατά την σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας (1570/71-1878) επίσκοποι Πάφου αναμείχθηκαν σε μερικές περιπτώσεις σε επαναστατικές ενέργειες προς τον σκοπό απελευθέρωσης της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό. Γενικά η Εκκλησία, έχοντας πολύ περιορισμένες δυνάμεις και δυνατότητες και μέσα στις γενικότερες συνθήκες πλήρους παρακμής, απετέλεσε την πνευματική, πολιτική και, γενικότερα, την εθνική ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου. Από τα μέσα κυρίως του 19ου αιώνα, η επισκοπή Πάφου επιφορτίστηκε και με τη σημαντική ευθύνη της προώθησης της ελληνικής εκπαίδευσης στην περιφέρειά της. Σημαντική ήταν, εξ άλλου, και η όλη συμβολή της κατά την διάρκεια του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα του 1955-1959.

Για τις ποικίλες δραστηριότητες της επισκοπής κατά καιρούς, βλέπε στα αυτοτελή για τον καθένα επίσκοπο Πάφου λήμματα, που περιλαμβάνονται στους τόμους της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας.

 

Επίσκοποι Πάφου: Ο πλήρης κατάλογος των γνωστών επισκόπων Πάφου, από της ιδρύσεως της επισκοπής τον 1ο μ.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα, είναι:

1. Επαφράς ή Επαφρόδιτος, πρώτος επίσκοπος Πάφου, σταλμένος στην Κύπρο από τον απόστολο Παύλο και εγκαθιδρυμένος από τον τοπικό άγιο Ηρακλείδιο το 67 μ.Χ. περίπου. Άγνωστο έως πότε έζησε και παρέμεινε στον θρόνο Πάφου. Διάδοχός του πάντως ήταν ο

2. Τίτος, κατά τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα. Αναφέρεται ότι είχε γίνει Χριστιανός όταν άκουσε το κήρυγμα του Παύλου στην Πάφο το 45 μ.Χ. Μετά τον Τίτο υπάρχει κενό μέχρι το πρώτο τέταρτο του 4ου μ.Χ. αιώνα, οπότε γνωρίζουμε τον

3. Κύριλλον ή Κυριακόν. κατά και περί το 325-342. Μας είναι γνωστός από συμμετοχές του στις συνόδους της Νίκαιας και της Σαρδικής.

4. Κιλίσιος, κατά τον 4ο αιώνα, όπως και ο

5. Φιλάγριος ή Φυλάριος, καθώς και ο

6. Νικόλαος. Επίσης, των τελών του 4ου αιώνα είναι και ο

7. Ιούλιος, γνωστός από συμμετοχή του στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381. Ακολουθεί ο

8. Μακεδόνιος, γύρω στο 400. Γνωρίζουμε μετά τον επίσκοπο

9. Σαπρίκιον, που μετείχε στην σύνοδο του 431 στην Έφεσο. Στην επόμενη σύνοδο του 451 στη Χαλκηδόνα, άνκαι αντιπροσωπεύθηκε η επισκοπή Αρσινόης με τον επίσκοπο Προέχιον, η επισκοπή Πάφου δεν αντιπροσωπεύθηκε. Υπάρχει κάποιο κενό μέχρι τον επόμενο γνωστό επίσκοπο Πάφου που είναι ο

10. Υπερόριος, περί το 471. Μας είναι γνωστός από την επίσκεψη στην Πάφο και τον θάνατο εκεί του Γενναδίου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που αναφέρει ο άγιος Νεόφυτος. Ακολουθεί και πάλι κενό, μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, οπότε αναφέρεται ο

11. Κύριλλος Β', κατά και περί το 614. Μετά απ' αυτόν ανήλθε στον θρόνο ο

12. Θεόδωρος (;-625-655-;). Ο Θεόδωρος είναι γνωστός και για το συγγραφικό του έργο, κυρίως δε βιογραφία του για τον άγιο Σπυρίδωνα. Ακολουθεί μεγάλο κενό τεσσάρων περίπου αιώνων, κατά την διάρκεια των αραβικών επιδρομών και αργότερα, μέχρι το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, οπότε γνωρίζουμε τον

13. Ιωάννην. Ο Ιωάννης, σε παλαιά εικόνα αναφέρεται ως αρχιεπίσκοπος Πάφου και συγκαταλέγεται μεταξύ των αγίων της Κύπρου. Μετά τον Ιωάννην γνωρίζουμε τον

14. Βασίλειον Κίνναμον που αναφέρει ο άγιος Νεόφυτος του οποίου ήταν σύγχρονος. Η επισκοπεία του Κιννάμου τοποθετείται κατά και περί το 1166. Ακολουθεί ο

15. Βάκχος, στα τέλη του 12ου αιώνα. Διάδοχός του ήταν μάλλον ο

16. Σάββας Α', γύρω στο 1200-1209, που είναι γνωστός και από συμμετοχή του στην σύνοδο της Νίκαιας του 1209.

16α. Μακάριος, που τοποθετείται από τον Ι.Π. Τσικνόπουλλο μετά τον Βάκχο (Ιστορία της Εκκλησίας Πάφου, 1971, σ. 60), άνευ σαφούς χρονολογήσεως. Ο ίδιος συγγραφέας και ερευνητής απαριθμεί στη συνέχεια και τους ακόλουθους αχρονολόγητους επισκόπους Πάφου:

17. Ιωάννην Β'

18. Ιωαννίκιον

19. Σάββαν Β'

20. Σωφρόνιον Α'

21. Θεόφιλον. Πάντως μετά τον Σάββαν Α', που είναι γνωστό ότι κατείχε την έδρα τουλάχιστον μέχρι το 1209, υπάρχει κενό μέχρι τον

22. Νήφωνα, που μας είναι γνωστός από την Κυπριακή Διάταξη (Bulla Cypria) του πάπα Αλεξάνδρου Δ' του 1260. Είναι και πάλι περίοδος διωγμών, αυτή τη φορά από τους Λατίνους, κι εκτοπισμού της επισκοπικής έδρας από την Πάφο στην Αρσινόη. Από το 1260 υπάρχει και πάλι κενό, μέχρι τον επόμενο γνωστό επίσκοπο που είναι ο

23. Γεράσιμος (;-1320). Γι’ αυτόν γνωρίζουμε, από σημείωση στον Παρισινό Κώδικα 74 (φ. 12), ότι πέθανε το 1320. Διάδοχός του μάλλον θα πρέπει να θεωρείται ο

24. Μάρκων ο Πόντιμος, που μαρτυρείται ότι κατείχε τον θρόνο έως το 1335, χρόνο κατά τον οποίο κι απέθανε, σύμφωνα προς σημείωση στον ίδιο Παρισινό Κώδικα (φ. 16). Αυτού διάδοχος ήταν ο

25. Βαρνάβας. Μας είναι γνωστός από το ίδιο σημείωμα όπως κι ο προηγούμενος.   Όπως κι ο Μάρκων, έτσι κι ο Βαρνάβας ονομάζεται Πάφου-Αρσινόης. Ο Βαρνάβας κατείχε τον θρόνο κατά το 1336-1337. Η χειροτονία του, ωστόσο, έγινε τον Δεκέμβριο του 1337. Ούτε αυτός παρέμεινε για πολύ στον θρόνο Πάφου γιατί λίγο αργότερα, το 1340, αναφέρεται ως επίσκοπος ο

26. Ματθαίος. Μας είναι γνωστός από συμμετοχή του στην τοπική σύνοδο του 1340 που είχε καλέσει στη Λευκωσία ο Λατίνος επίσκοπος Ηλίας ντε Ναβινώ. Ακολουθεί ο

27. Γρηγόριος Α'. Κατείχε τον θρόνο, άγνωστο από πότε, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1367 οπότε πέθανε, σύμφωνα προς σημείωμα στο φ. 71 του Κώδικα Barber του Βατικανού. Διάδοχός του ήταν ο

28. Γρηγόριος Β'. Στο φ. 316b του ιδίου κώδικα του Βατικανού αναφέρεται σε σημείωμα ότι είχε χειροτονηθεί στις 6.5.1370 ως επίσκοπος Αρσινόης και πρόεδρος πόλεως και ενορίας Πάμφου και αὐθέντης ἡμῶν... Διάδοχός του ήταν ο

29. Γεώργιος, γνωστός από σημειώματα σε διάφορους κώδικες. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ανήλθε στον θρόνο, αλλά γνωρίζουμε από σημείωμα ότι πέθανε στις 14.3.1394. Διάδοχός του εξελέγη ο

30. Ιωάννης Γ'. Γνωρίζουμε ότι κατείχε τον θρόνο Αρσινόης και Πάφου κατά το 1395/6, σύμφωνα προς έγγραφο σε κώδικα της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους. Ακολουθεί ο

31. Νικόλαος. Μας είναι γνωστός από σημείωμα στον Παρισινό Κώδικα 1155, όπου αναφέρεται ως επίσκοπος αρσινόης και ρωμαίων μητροπόλεως πάμφου. Η υπογραφή του ευρίσκεται επίσης στον Παρισινό Κώδικα 1313. Ο Νικόλαος κατείχε τον θρόνο κατά και περί το 1456. Ακολουθεί και πάλι κενό που καλύπτει κι όλη την περίοδο της Βενετοκρατίας, κατά την οποία δεν γνωρίζουμε κανένα Ορθόδοξο επίσκοπο Πάφου, εκτός από τον τελευταίο, που ήταν ο

32. Κωνσταντίνος.  Άγνωστο από πότε κατείχε τον θρόνο Πάφου, στις πηγές όμως αναφέρεται ότι μετείχε στην άμυνα της Λευκωσίας κατά των Τούρκων το 1570, όπου και σκοτώθηκε. Διάδοχός του, και πρώτος επίσκοπος Πάφου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν ο

33. Χριστόδουλος. Πιο πριν ήταν ηγούμενος ενός κυπριακού μοναστηριού. Χειροτονήθηκε το 1572, όμως είναι άγνωστο έως πότε παρέμεινε στον θρόνο της Πάφου. Μετά απ' αυτόν είναι ο

34. Φιλόθεος (;-1600/01-;). Μας είναι γνωστός από σημείωμα στο φ. 7β του Παρισινού Κώδικα 870 και από πατριαρχικά έγγραφα που σχετίζονται με την καθαίρεση του αρχιεπισκόπου Κύπρου Αθανασίου* και την εκλογή του αρχιεπισκόπου Κύπρου Βενιαμίν*. Διάδοχός του ήταν ο

35. Λεόντιος Α ' (;-1605-1617-;). Μεταξύ άλλων, μας είναι γνωστός από προσυπογραφή επιστολής προς τον δούκα της Σαβοΐας το 1609 και άλλης το 1617 για απελευθέρωση της Κύπρου από τους Τούρκους. Ακολουθεί ο

36. Τιμόθεος (1618;-;). Μας είναι γνωστός από πατριαρχικό έγγραφο του 1618, στο οποίο κι αναφέρεται το όνομά του. Στη συνέχεια μας είναι γνωστός ο επίσκοπος

37. Μακάριος Α' (;-1631-;). Ακολουθεί ο

38. Γερμανός Α '. γνωστός από υπογραφές του σε κώδικες. Ακαθορίστου χρόνου, πάντως μετά το 1631. Ακολουθεί ο

39. Γαβριήλ (;-1650/51-;). Κατείχε τον θρόνο στα μέσα του 17ου αιώνα. Πιο πριν είχε διατελέσει ιερέας της Χρυσοπολίτισσας στη Λάρνακα. Διάδοχός του θα πρέπει να θεωρηθεί ο

40. Μακάριος Β' (;-1668-;). Μας είναι γνωστός από συμμετοχή του σε σύνοδο που έγινε στη Λευκωσία το 1668 με πρωτοβουλία του αρχιεπισκόπου Κύπρου Νικηφόρου*. Ακολουθεί ο

41. Ιωακείμ Α ' (;-1672-;). Αναφέρεται σε πατριαρχικό έγγραφο του 1672. Διάδοχος του ήταν ο

42. Μελέτιος (;-1676). Μετά την παραίτησή του, το 1676, εξελέγη ο

43. Λεόντιος Β' (1676-;). Υπογραφές του ευρίσκονται σε διάφορους κώδικες. Είχε παραμείνει επίσκοπος για σύντομο διάστημα, άγνωστο πόσο. Διάδοχός του ήταν ο

44. Νεκτάριος (;-1679-;). Αναφέρεται, σε έγγραφο του1679, ως επίσκοπος Τρεμιθούντος και πρόεδρος της μητροπόλεως Πάφου. Γνωρίζουμε ύστερα τον

45. Γερμανόν Β' (;-1692-;). Μας είναι γνωστός από έγγραφο του 1692. Ακολουθεί ο

46. Νικηφόρος (;-1692-1704-;). Γνωρίζουμε ύστερα τον

47. Παρθένιον (;-1713-;). Μας είναι γνωστός από προσυπογραφή συνοδικού γράμματος του 1713. Ακολουθεί ο

48. Ιωακείμ Β' (;-1730-1733). Μετείχε σε αποστολή Κυπρίων ιεραρχών στην Κωνσταντινούπολη κι αργότερα έδρασε κατά του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σιλβέστρου*. Ακολουθεί ο

49. Διονύσιος (1733-1738). Αυτού διάδοχος ήταν ο

50. Ιωακείμ Γ' (1738;-1760-;). Διάδοχός του ήταν ο

51. Χρύσανθος Α ' (1762-1767). Εξελέγη επίσκοπος Πάφου τον Μάιο του 1762. Το 1767 έγινε αρχιεπίσκοπος Κύπρου, διαδεχόμενος τον Παΐσιον*. Τον Χρύσανθο Α' διεδέχθη στον θρόνο Πάφου ο

52. Πανάρετος Α ' ο άγιος (1767-1790). Ανακηρύχθηκε άγιος και συγκαταλέγεται μεταξύ των τοπικών αγίων της Εκκλησίας της Κύπρου. Αυτού διάδοχος ήταν ο

53. Σωφρόνιος Β' (1790-1805). Πιο πριν είχε υπηρετήσει στο μοναστήρι του Σταυρού στο Όμοδος. Μετά τον θάνατό του, το 1805, τον διεδέχθη ο

54. Χρύσανθος Β' (1805-1821). Πρόκειται για τον εθνομάρτυρα επίσκοπο Πάφου που, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και πολλούς άλλους, εκτελέστηκαν από τους Τούρκους τον Ιούλιο του 1821. Τον διεδέχθη ο

55. Πανάρετος Β ' (1821-1827). Πρόκειται για τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Κύπρου (1827-1840). Μετά την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, στον θρόνο της Πάφου εξελέγη ο

56. Χαρίτων (1827-1854). Πιο πριν είχε διατελέσει ηγούμενος του μοναστηριού της Χρυσορροϊάτισσας. Μετά τον θάνατό του εξελέγη προς διαδοχή του ο

57. Λαυρέντιος (1855-1869). Πιο πριν είχε υπηρετήσει ως αρχιμανδρίτης. Διάδοχος του ήταν ο

58. Νεόφυτος (1869-1888). Ήταν ο τελευταίος επίσκοπος Πάφου της περιόδου της Τουρκοκρατίας και ο πρώτος της περιόδου της Αγγλοκρατίας. Τον διεδέχθη ο

59. Επιφάνιος (1890-1899). Πιο πριν είχε υπηρετήσει ως οικονόμος στο μοναστήρι του Κύκκου. Μετά τον θάνατό του, κι εξ αιτίας της πολύχρονης διαμάχης περί το αρχιεπισκοπικό* ζήτημα, ο θρόνος της Πάφου παρέμεινε ακέφαλος μέχρι το 1910, οπότε εξελέγη ο «εξωκλιματικός»

60. Ιάκωβος Αντζουλάτος (1910-1929). Καταγόταν από την Πάτμο κι είχε υπηρετήσει και στην Αλεξάνδρεια. Μετά τον θάνατό του, το 1929, εξελέγη ως νέος επίσκοπος Πάφου ο

61. Λεόντιος (1930-1947). Για αρκετά χρόνια ήταν και τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου. Τον Ιούνιο του 1947 εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου, πέθανε όμως λίγο αργότερα. Στον θρόνο της Πάφου διάδοχός του ήταν ο

62. Κλεόπας (1948-1951). Πιο πριν είχε υπηρετήσει ως ηγούμενος Κύκκου. Μετά τον θάνατό του τον διεδέχθη στον θρόνο της Πάφου ο

63. Φώτιος (1951-1959). Παραιτήθηκε το 1959, οπότε ως νέος επίσκοπος, και πρώτος μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, εξελέγη ο

64. Γεννάδιος (1959-1973). Ο Γεννάδιος καθαιρέθηκε από μείζονα και υπερτελή σύνοδο το 1973, λόγω αναμείξεώς του σε συνωμοσία κατά του αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ'. Ως νέος επίσκοπος Πάφου εξελέγη ο

65. Χρυσόστομος (1973-1977). Πιο πριν χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας. Το 1977 ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου, διαδεχόμενος τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ'. Στον θρόνο της Πάφου εξελέγη τότε ο

66. Χρυσόστομος Β' (1978 κ.ε.).

 

ΣΗΜ: Για τους περισσότερους από τους πιο πάνω επισκόπους της Πάφου βλέπε χωριστά για τον καθένα λήμματα, που σχετίζονται βέβαια και με την πορεία και τις δραστηριότητες της επισκοπής Πάφου. Για τους Λατίνους επισκόπους της Πάφου, κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, βλέπε στο λήμμα Φραγκοκρατία.