Συγγραφέας της Αρχαιότητας. Γεννήθηκε κοντά στο όρος Σίπυλον της Λυδίας, στη Μικρά Ασία, και έζησε τον 2ο αιώνα μ. Χ. Ο Παυσανίας είναι γνωστός από το εκτενές έργο του Ἑλλάδος Περιήγησις, το οποίο, στο περιεχόμενό του, είναι ένας «τουριστικός οδηγός» της εποχής του. Ο συγγραφέας, παίρνοντας με τη σειρά τις διάφορες περιοχές της Ελλάδος, απαριθμεί τα πιο αξιοθέατα σ’ αυτές, όπως είναι τα αγάλματα, οι τάφοι, τα ιερά, και αφηγείται τους μύθους, την ιστορία, την προέλευση των ονομάτων και τα ανέκδοτα που σχετίζονται μ’ αυτά. Σημειώνει τα χωριά, τους δρόμους, τους ποταμούς που συναντά στον δρόμο του και καταγράφει τα παράξενα ήθη και τις προλήψεις κάθε τόπου, τη φυσική του διαμόρφωση και τα προϊόντα του. Γενικά όμως δεν τον ενδιαφέρει η γεωγραφία ή η οικονομική πλευρά των περιοχών και των κατοίκων τους. Περισσότερο προσέχει και καταγράφει όσα βλέπει στην περιήγησή του. Όλα αυτά τα παρουσιάζει με υπευθυνότητα και ακρίβεια που βεβαιώνονται από τα σημερινά ερείπια των μνημείων που περιγράφει όπως και από τα ευρήματα των ανασκαφών.
Το έργο του Ἑλλάδος Περιήγησις αποτελείται από δέκα βιβλία που περιγράφουν την Αττική, τα Μέγαρα, την Κόρινθο, την Αργολίδα, τη Λακωνία, τη Μεσσηνία, την Ήλιδα, την Αχαΐα, την Αρκαδία, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα.
Μολονότι η Κύπρος δεν περιλαμβάνεται στις περιοχές που επισκέφθηκε και περιέγραψε ο Παυσανίας, εν τούτοις στην Περιήγησή του συγκεντρώνει πολλά στοιχεία για μυθικά και ιστορικά πρόσωπα που σχετίζονται μ’ αυτήν καθώς και πληροφορίες για το περιεχόμενο των Κυπρίων Ἐπῶν. Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνονται ο Αγαπήνωρ*, ο Τεύκρος*, η Αφροδίτη, η Λαοδίκη*, οι Τελχίνες*, ο Εύκλος*, ο Ευαγόρας*, ο Δημήτριος* ο Πολιορκητής, ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος, η Κλεοπάτρα Γ΄, ο Ζήνων* ο Κιτιεύς κ.α.
Για τον Αγαπήνορα γράφει τα γνωστά και από άλλες πηγές: Ότι ήταν γιος του Αγκαίου, ότι οδήγησε στην Τροία τους Αρκάδες, με το ναυτικό των οποίων παρασύρθηκε από την τρικυμία στην Κύπρο μετά την άλωση της Τροίας και ότι έχτισε τη (Νέα) Πάφο και ίδρυσε το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Παραδίδει ακόμη την πληροφορία ότι, ύστερα από χρόνια, η απόγονος του Αγαπήνορος Λαοδίκη έστειλε από την Πάφο στην Τεγέα της Αρκαδίας έναν πέπλο για το ιερό της Αθηνάς Αλέας. Σ’ αυτόν υπήρχε, προσθέτει ο Παυσανίας, το ακόλουθο επίγραμμα:
Λαοδίκης ὅδε πέπλος˙ ἐᾷ δ’ ἀνέθηκεν Ἀθηνᾷ
πατρίδ’ ἐς εὐρύχωρον, Κύπρου ἀπό ζαθέας.
(Αυτός είναι ο πέπλος της Λαοδίκης· τον αφιέρωσε, τάμα, στην Αθηνά της/σταλμένον στη μεγάλη πατρίδα της από την πανίερη Κύπρο).
Η ίδια Λαοδίκη, γράφει αλλού ο Παυσανίας, ίδρυσε στην Τεγέα ιερό της Αφροδίτης Παφίας.
Για το βασιλιά της Σαλαμίνος Ευαγόρα (411-374 π.Χ.) γράφει ότι θεωρούσε τη γενιά του πανάρχαιη και προγόνους του τον ομηρικό Τεύκρο και την κόρη του Κινύρα. Αλλού σημειώνει ότι οι Τευκρίδες (απόγονοι του Τεύκρου) βασιλιάδες κυβερνούσαν τους Κυπρίους ως τα χρόνια του Ευαγόρα. Συναφώς αναφέρεται και στην ίδρυση της κυπριακής Σαλαμίνος από τον Τεύκρο.
Αναφερόμενος στην Αφροδίτη γράφει ότι: Πρώτοι λάτρεψαν την Αφροδίτη Ουρανία οι Ασσύριοι, δεύτεροι οι Πάφιοι, τρίτοι οι κάτοικοι των Κυθήρων. Το ιερό της Αφροδίτης στην Πάφο ήταν πλουσιότατο σε σύγκριση με το επίσης παλαιότατο και αγιότατο ιερό της Ερυκίνης Αφροδίτης στη Σικελία.
Γράφει ακόμη ότι η λατρεία της Αφροδίτης στους Γόλγους ήταν αρχαιότερη από εκείνη στην Πάφο. Ιερό της Αφροδίτης υπήρχε και στην Αμαθούντα, όπου η θεά λατρευόταν μαζί με τον Άδωνι. Στο ιερό αυτό βρισκόταν, κατά τον Παυσανία, και το περιδέραιο που είχε δοθεί στην Αρμονία.
Μιλώντας για τη μαντική τέχνη αναφέρει ότι, ενώ όλοι οι άνθρωποι μάντευαν με θυσίες αρνιών, ριφιών και μοσχαριών, οι Κύπριοι βρήκαν τρόπους μαντικής και με χοίρους. Με αφορμή το ιερό της Αθηνάς Τελχινίας στην Τευμησσό της Βοιωτίας, γράφει ότι το ίδρυσε μια ομάδα Τελχίνων που έφθασαν στη Βοιωτία από την Κύπρο, όπου είχαν πρώτα κατοικήσει.
Ο Εύκλος ή Εύκλους ήταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, χρησμολόγος, δηλαδή προφήτης. Αυτός πρόβλεψε την εκστρατεία των Περσών στην Ελλάδα. Είχε προφητέψει ακόμη τη γέννηση του Ομήρου από την Κυπρία Θεμιστώ.
Από το περιεχόμενο των Κυπρίων Ἐπῶν, που αποδίδονταν στον Κύπριο Στασίνο*, και των οποίων ελάχιστοι στίχοι υπάρχουν, διασώζει τα ακόλουθα: Ο Απόλλων είχε κόρες την Ιλάειρα και τη Φοίβη. Ο Πρωτεσίλαος, που πρώτος από τους Έλληνες αποβιβάστηκε στην Τρωάδα, είχε γυναίκα την Πολύδωρα, κόρη του Μελέαγρου. Ο Αινείας είχε γυναίκα την Ευρυδίκη. Ο Διομήδης και ο Οδυσσέας σκότωσαν με πνιγμό τον Παλαμήδη. Το γιο του Αχιλλέα ο παππούς του Λυκομήδης τον έλεγε Πύρρο, ενώ το όνομα Νεοπτόλεμος του το έδωσε ο Φοίνιξ, γιατί ο Αχιλλέας άρχισε να πολεμά από νεαρή ηλικία.
Γράφοντας για τις Αθήνες αναφέρεται και στον χώρο όπου ήταν θαμμένος ο Κύπριος φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς και αλλού ονομάζει μαθητή του Ζήνωνος τον Περσαίο*.
Αναφερόμενος σε ιστορικά πρόσωπα των Ελληνιστικών χρόνων γράφει για την εκστρατεία του Δημήτριου Πολιορκητή (307 π.Χ.) στην Κύπρο και τη νίκη του πάνω στον στρατηγό του Πτολεμαίου Μενέλαο. Γράφει ακόμη ότι ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος θανάτωσε (277 π.Χ.) έναν από τους αδελφούς του γιατί έμαθε ότι ξεσήκωνε σε επανάσταση τους Κυπρίους. Και για τα γεγονότα των ετών 116-88 π.Χ., που είχαν σχέση με την Κλεοπάτρα Γ΄ και τους γιους της Πτολεμαίο Η΄ Σωτήρα (Λάθυρο) και Αλέξανδρο, σημειώνει ότι η μητέρα τους, τους έστειλε διαδοχικά στην Κύπρο ως κυβερνήτες του νησιού στα πλαίσια των δολοπλοκιών της σχετικά με τον θρόνο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο.