Παστόν είναι τρόπος επεξεργασίας διαφόρων προϊόντων, προκειμένου αυτά να διατηρούνται. Χρησιμοποιούνταν στην Κύπρο εκτεταμένα σε παλαιότερες εποχές, οπότε δεν υπήρχαν ψυγεία και άλλοι τρόποι διατήρησης των τροφίμων.
Τα παστά ήταν αποξηραμμένα στον ήλιο είδη, βασικά δε κομμάτια χοιρινού κρέατος αλλά και σύκα (τα λεγόμενα παστόσυκα). Με τη μέθοδο της αποξήρανσης παρασκευάζονταν και άλλα προϊόντα, που όμως είχαν διαφορετικές ονομασίες (λ.χ. τα σταφύλια που γίνονταν σταφίδκια*, άλλα είδη κρεάτων που γίνονταν απόχτιν* ή και τσαμαρέλλα*, τα χρυσόμηλα, τα κεράσια κλπ.). Ωστόσο παστά ονομάζονταν τα σύκα, το δε χοιρινό κρέας ελέγετο παστόν αλλά και κουμνιαστόν* όταν αυτό φυλαγόταν σε κούμνες όπου καλυπτόταν από στρώμα λίπους.
Ανάλογα προς το είδος που γινόταν παστόν, ήταν κι ο τρόπος κατασκευής του. Ωστόσο η αρχή ήταν η ίδια: διατήρηση με την αποξήρανση.