To μεταλλείο αμιάντου βρίσκεται στην οροσειρά του Τροόδους σε ύψος 1.400 μ. περίπου πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο δρόμος Λευκωσίας - Τροόδους περνά μέσα από την περιοχή του μεταλλείου.
Το μετάλλευμα: Το ορυκτό αμίαντος του κυπριακού μεταλλείου είναι του τύπου χρυσότηλος (Chrysotile -H4Mg3SiZ09). Η ίνα του βρίσκεται σαν κοίτασμα διασταυρούμενων φλεβών κατά μήκος του επιπέδου κατολίσθησης στα πυριγενή υπερβασικά πετρώματα της σερπεντίνας, που είναι το προϊόν μεταβολής από ενσταντίτη σε ολιβινικό πέτρωμα (fenstatite - olivine rock).
Οι φλέβες του αμιάντου εμφανίζονται πιο έντονες στο νοτιότερο μέρος της περιοχής, όπου το θρυμμάτισμα είναι πιο εμφανές. Στο βορειότερο τμήμα όπου το θρυμμάτισμα μειώνεται σε ένταση, οι διασταυρούμενες ίνες των φλεβών, είναι λιγότερο πλούσιες. Τα ρήγματα και ο θρυμματισμός έγιναν προφανώς μετά το σχηματισμό των φλεβών, είναι όμως πιθανό ο χρυσότηλος ν' αναπτύχθηκε κατά μήκος προϋπαρχόντων ρηγμάτων.
Ο αμίαντος είναι γνωστός στον άνθρωπο εδώ και 2.000 χρόνια. Η πρώτη αναφορά σε αυτόν γίνεται από τον Ιπποκράτη, που τον χρησιμοποίησε σαν ιατρικό περί τα 460 π.Χ. Στα 450 π.Χ. τον χρησιμοποιούσε και ο γλύπτης Καλλίμαχος. Αργότερα τον χρησιμοποίησαν και οι Ρωμαίοι, που του έδωσαν και την ονομασία αμίαντος από την ομώνυμη ελληνική λέξη που σημαίνει αλέκιαστος. Μεταξύ εκείνων που αναφέρουν τον αμίαντο σε έργα τους είναι ο Στράβων.
Μαρτυρίες περιηγητών για την εξόρυξή του στην Κύπρο
Στην Κύπρο ο αμίαντος φαίνεται ότι άρχισε να εξορύσσεται κατά τους Κλασσικούς χρόνους. Ο
αρχαίος Έλληνας γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, που έζησε κατά τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Απολλώνιος ο Δύσκολος γράφει ότι «αυτή η πέτρα» αφθονεί στην Κύπρο.
Στα 1580 ο Εστιέν ντε Λουζινιάν γράφει: Ο Dannee και ο Salmette έχουν ανακαλύψει στην Κύπρο την περίφημη πέτρα πού ονομάζεται αμίαντος. Βγαίνει από τις πέτρες του βουνού κι έχει νεύρα όπως αυτά που έχουμε στο σώμα μας. Τα νεύρα αυτά, μαζεύοντάς τα μαζί, χωρίς ανάμειξη με νερό, είναι τόσο μαλακά όσο οι κλωστές του βαμβακιού.
Ο Pockocke προσθέτει ότι κοντά στη Σολιά υπάρχει ένα βουνό γεμάτο από αμίαντο.
Ο μοναχός Mariti δηλώνει ότι στην εποχή του (1760) ήταν αυστηρά απαγορευμένο να μαζεύει κανείς αμίαντο, και τοποθετεί το μεταλλείο αμιάντου κοντά στο χωριό Peleandros (Πελέντρι).
Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρεται στον αμίαντο ή τη βαμβακόπετρα, υπογραμμίζοντας πως οι Ρωμαίοι απ' αυτήν έκλωθαν κλωστή κι ὓφαινον μανδύλια, ἒχει φύσιν αὐτή ἡ πέτρα νά μή καίεται ἀπό τήν φωτίαν, ἀλλά νά μένει μετά τό καύσιμον ἂφθαρτος. Ὃταν βραχῆ αὐτή ἡ πέτρα γίνεται σκληρά, καί δέν διακρίνεται ἀπό πέτραν, ἢ ξύλον. Αὐτῆς ἡ φλέβα εὑρίσκεται εἰς τό πάλαι χωρίον λεγόμενον Ἀμίαντος, τό παρά τούς πόδας τοῦ ὂρους Τροόδου, τό νῦν δέ ἒρημον, (σ. 548). Σ' άλλη σελίδα (69) ο ίδιος συγγραφέας μνημονεύει την πόλη Αμίαντον, που ήταν, όπως γράφει, ξακουστή στα χρόνια των Ρωμαίων για το ορυκτό του αμιάντου. Τοῦτον ἐδούλευαν ὑφαίνοντές τον, καί εἰς σάκκου εἶδος ποιοῦντες ἒκαιον τά σώματα τῶν ἰμπερατώρων καί ἂλλων μεγιστάνων τῆς Ρώμης˙ αὐτοί οἱ σάκκοι μετά τό καύσιμον ἒμενον ἀβλαβεῖς, διά τήν ἰδιότητα ὁποῦ ἒχει αὐτός ὁ λίθος. Ο Κυπριανός τοποθετεί την παλιά πόλη του Αμιάντου μεταξύ των χωριών Πελέντρι και Κοιλάνι.
Ο αμίαντος της Κύπρου μνημονεύεται και από τον Διοσκουρίδη, που αναφέρει πως οι εκεί άνθρωποι δουλεύοντάς τον, κατασκευάζουν απ' αυτόν υφάσματα γιατί είναι γεμάτος ίνες στην εμφάνιση. Ο Απολλώνιος στο βιβλίο του «Ιστορίαι θαυμάσιαι» αναφέρει ότι ο Σώτακος γράφει για τον αμίαντο της Κύπρου τα εξής: μα πολύς γίνεται στην Κύπρο κάτω από τους βράχους καθώς κατεβαίνουμε από το Γένανδρο πηγαίνοντας στους Σόλους, στ' αριστερά του Ελμαίου. (Κ. Χατζηϊωάννου, Η αρχαία Κύπρος εις τάς Ελληνικάς Πηγάς, τόμος Β', σσ. 421-423).
Δεν έχει εξακριβωθεί πού βρίσκονται οι δυο τοποθεσίες για να φανεί αν ταυτίζονται με τη σημερινή τοποθεσία του Πάνω Αμιάντου.
Ο Πορκάκκι, συγγραφέας του 16ου αιώνα, αναφέρεται στον αμίαντο της Κύπρου, τονίζοντας πως με τις ίνες του ύφαιναν σακούλες μέσα στις οποίες έκαιγαν τους νεκρούς. Οι σακούλες δεν καίγονταν και η στάχτη μπορούσε να μαζευτεί. Ο συγγραφέας αναφέρει πως το ορυκτό βρίσκεται σε χωριό με το ίδιο όνομα. Τα ίδια περίπου αναφέρει και ο Κοτόβικος που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1599 (C.D. Cobham, Excerpta Cypria, σ. 200).
Βλέπε: Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ
Το μεταλλείο- Οι πρώτες εξορύξεις
Μεταξύ του 1878 και του 1904 η αγγλική αποικιακή κυβέρνηση έκανε διάφορες προσπάθειες γι’ ανάπτυξη της βιομηχανίας εξόρυξης αμιάντου, στέλνοντας δείγματα στην Αγγλία.
Βλέπε λήμμα: Αγγλοκρατία- Οικονομία
Οι προσπάθειες απέτυχαν γιατί ο αμίαντος του Τροόδους έχει κοντές ίνες κι η επεξεργασία του τότε δεν ήταν επικερδής. Η εξόρυξη αμιάντου στο Τρόοδος άρχισε μετά το 1904, όταν υλικό με κοντές ίνες άρχισε να χρησιμοποιείται στην κατασκευή φύλλων και πλακών αμιάντου. Οι εργασίες άρχισαν σε μια πολύ μικρή κλίμακα και με πρωτόγονο τρόπο. Το 1905, μια άδεια μεταλλείου για αμίαντο παραχωρήθηκε στον Καίσαρα Τρομπέττα, για 50 χρόνια. Αυτός μετέφερε τα δικαιώματά του στην αυστριακή εταιρεία Compagnia Mineraria di Cipro. Στα 1919 κηρύχθηκε όμως εχθρική κι ο διευθυντής της, μαζί με άλλους Γερμανούς και Αυστριακούς τεχνικούς, απελάθηκαν από την Κύπρο. Η εταιρεία πέρασε από τα χέρια διαφόρων, για να καταλήξει το 1947 σε μια ομάδα εταιρειών από 4 ευρωπαϊκές χώρες (Σουηδία, Βρεττανία, Δανία, Ιρλανδία). Η παραγωγή αυξήθηκε σταδιακά και το μεταλλείο έφτασε κατά τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του να παρουσιάζει μια δυναμικότητα παραγωγής γύρω στις 35.000 τόνους καθαρών ινών αμιάντου κάθε χρόνο.
Η διαδικασία εξόρυξης
Οι εργασίες του μεταλλείου ήταν τύπου ανοιχτής επιφάνειας, αφού η φύση του πετρώματος δεν επέτρεπε δημιουργία και στήριξη γαλαριών. Το μετάλλευμα εξορυσσόταν με εκσκαφείς που έσπαζαν το πέτρωμα στην πλαγιά του βουνού. Αυτό μεταφερόταν στους δυο κύριους σπαστήρες απ’ όπου με κινούμενη ταινία οδηγούνταν σε ένα σταθμό φύλαξης. Γινόταν διαχωρισμός μεταξύ λεπτού και χοντρού υλικού. Το λεπτό υλικό πήγαινε στο υπαίθριο μέρος αποξήρανσης ή στους αποξηραντήρες. Το χοντρό υλικό, που περιείχε πολύ λίγες ίνες αμιάντου, πήγαινε κατ' ευθείαν στους άχρηστους σωρούς. Τρία μέχρι πέντε εκατομμύρια τόνοι χαμένου υλικού απορρίπτονταν κάθε χρόνο. Από ένα τόνο ακάθαρτου μεταλλεύματος υπήρχε μέση παραγωγή 0,007 τόνων ίνας αμιάντου. Κάπου ένα εκατομμύριο τόνοι πετρώματος μετεκινείτο κάθε χρόνο, για να φανεί η επιφάνεια της πέτρας του αμιάντου.
Μετά την αποξήρανση, γινόταν ο διαχωρισμός της ίνας αμιάντου από την πέτρα και την σκόνη και τελικά ο αμίαντος διαχωριζόταν στους κύριους τύπους προϊόντος. Οι τύποι αυτοί ήταν 4Τ (3S), 5R (HSH), 6F, 7Μ, σύμφωνα προς το QMS (καναδικό πρότυπο). Όταν το προϊόν έφθανε στα πρότυπα του Κεμπέκ, τότε ο αμίαντος ετοποθετείτο σε σάκους και αποθηκευόταν σε «παλέττες» για εξαγωγή.
Η μεταφορά του αμιάντου προς εξαγωγή γινόταν την παλιά εποχή με εναέριο σιδηρόδρομο που ξεκινούσε από το μεταλλείο, κατηφόριζε ολόκληρη την πλαγιά του βουνού και κατέληγε στις αποθήκες της εταιρείας κοντά στη Λεμεσό όπου ήταν και η αποβάθρα για φόρτωση σε πλοία. Η περιοχή αυτή της Λεμεσού λέγεται και σήμερα Εναέριος. Αργότερα ο εναέριος καταργήθηκε και η μεταφορά του προϊόντος στο λιμάνι γινόταν με φορτηγά αυτοκίνητα.
Βλέπε λήμμα: Εναέριος
Το 1988 αναστέλνει τη λειτουργία του
Λόγω οικονομικών προβλημάτων, που δεν κατέστη δυνατόν να επιλυθούν παρά την ανάμειξη και της Μητροπόλεως Λεμεσού, το μεταλλείο ανέστειλε τη λειτουργία του, το 1988. Παραμένει η τεράστια πληγή στο βουνό, για να καταδεικνύει την παλαιότερη έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα στον χώρο εκείνο, στον οποίο για δεκάδες χρόνια είχαν απασχοληθεί χιλιάδες εργάτες από πάρα πολλά χωριά της περιφέρειας του Τροόδους. Τερματίστηκε έτσι και η παραγωγή αμιάντου, που ήταν γνωστό προϊόν της Κύπρου από την Αρχαιότητα και που μνημονεύεται από πολλούς συγγραφείς της Αρχαιότητας, των Μεσαιωνικών και των Νεότερων Χρόνων.
Οι εγκαταστάσεις του μεταλλείου σταδιακά διαλύθηκαν και απομακρύνθηκαν μετά τον τερματισμό της δραστηριότητάς του. Μόνο η τεράστια πληγή στο βουνό παραμένει, μάρτυρας της έντονης παραγωγής αμιάντου κατά τον 20ό αιώνα. Έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται προσπάθειες αποκατάστασης του φυσικού τοπίου (όπως δενδροφυτεύσεις), αλλά τούτο είναι έργο που απαιτεί πάρα πολύ χρόνο.
Στο μεταξύ, λόγω του ότι ο αμίαντος ως υλικό κρίθηκε από τους επιστήμονες ότι είναι επιβλαβής για την υγεία των ανθρώπων, ιδίως οι ίνες του αμιάντου, έχει τερματιστεί πλήρως η χρησιμοποίηση αυτού του υλικού. Τούτο είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο, έτσι κι αλλιώς, θα οδηγούσε το μεταλλείο σε κλείσιμο. Σωλήνες νερού από αμίαντο, πλάκες αμιάντου για στέγες οικιών και υποστατικών κλπ., σταδιακά αντικαθίστανται.
Ο αμίαντος αποδείχθηκε ότι επηρεάζει αρνητικά την υγεία, ιδίως όσων ασχολήθηκαν με την επεξεργασία και χρήση του υλικού αλλά και εκείνων που στο παρελθόν είχαν εργαστεί στο μεταλλείο. Ενδεχομένως και άλλων, καθώς ο ποταμός Κούρης που πηγάζει από την περιοχή του μεταλλείου παρέσερνε ίνες, ενώ το νερό του εχρησιμοποιείτο τόσο για άρδευση πολλών περιβολιών κατά μήκος της διαδρομής του, όσο και για ύδρευση. Εξάλλου, ο ποταμός καταλήγει στον ομώνυμο μεγάλο υδατοφράκτη. Παράπονα για αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία ανθρώπων και ζώων εκφράζονταν από χωρικούς της περιοχής τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920.
Σχετικές επιστημονικές έρευνες και μετρήσεις που έγιναν ιδίως κατά το 2006, κατέληξαν στο πόρισμα ότι σήμερα δεν υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος.
Βλέπε: Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ
Οικονομικά οφέλη: Το μεταλλείο του Αμιάντου πρόσφερε απασχόληση στον αγροτικό πληθυσμό των γειτονικών προς αυτό χωριών. Πολλοί από τους απασχολούμενους στο μεταλλείο ήταν, στην πραγματικότητα, υποαπασχολούμενοι γεωργοί οι οποίοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από τις γεωργικές, αποκλειστικά, εργασίες τους, και συμπλήρωναν τα εισοδήματά τους απασχολούμενοι για ένα μεγάλο μέρος του χρόνου, στο μεταλλείο. Μετά τη βιομηχανοποίηση των εργασιών του μεταλλείου, οι ευκαιρίες απασχόλησης μειώθηκαν, όμως το μεταλλείο παρέμεινε ένας μεγάλος εργοδότης και μια σημαντική πηγή κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, όπως αποδεικνύεται και από τον πίνακα που ακολουθεί και καλύπτει την περίοδο 1920-1983:
Χρόνος |
Παραγωγή (τόνοι) |
Εξαγωγές (τόνοι) |
Αξία (C£) |
Μέση ημερ. απασχόληση |
1920 |
896 |
896 |
- |
- |
1926 |
6.197 |
6.197 |
125.000 |
1.663 |
1928 |
16.287 |
11.597 |
190.000 |
3.741 |
1929 |
14.110 |
13.796 |
260.000 |
3.537 |
1930 |
7.256 |
5.399 |
80.000 |
1.016 |
1944 |
2.528 |
2.186 |
80.000 |
352 |
1947 |
6.687 |
7.021 |
240.000 |
954 |
1957 |
13.418 |
11.886 |
717.711 |
1.106 |
1960 |
20.818 |
15.328 |
882.278 |
534 |
1970 |
25.220 |
23.752 |
1.317.071 |
447 |
1974 |
30.959 |
36.570 |
2.085.035 |
388 |
1975 |
34.835 |
27.930 |
2.127.054 |
408 |
1976 |
38.050 |
32.318 |
3.306.296 |
441 |
1977 |
36.105 |
34.785 |
4.397.077 |
491 |
1980 |
34.540 |
29.965 |
4.616.300 |
506 |
1981 |
25.568 |
29.080 |
6.055.936 |
442 |
1982 |
18.952 |
19.112 |
4.008.764 |
405 |
1983 |
17.288 |
13.675 |
3.244.643 |
332 |
Ο αμίαντος αποτελούσε σημαντικό προϊόν για την Κύπρο, γιατί από την εξαγωγή του (το μετάλλευμα στελνόταν εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό) εισέρρεε σημαντικό συνάλλαγμα (της τάξεως των £3.244.643 για το 1983) στον τόπο. Αλλά και σε σχέση με τα άλλα μεταλλεύματα τα οποία εξορύσσονται στο νησί, ο αμίαντος και πάλι απέδιδε τα περισσότερα χρήματα στην κυπριακή οικονομία.
Η εξαγωγή αμιάντου γινόταν από το λιμάνι της Λεμεσού σε διάφορες ευρωπαϊκές, μεσανατολικές, καθώς και σε χώρες της Άπω Ανατολής, όπου εχρησιμοποιείτο για την κατασκευή προϊόντων αμιαντοτσιμέντου, όπως πλάκες επίπεδες και κυματοειδείς για στέγες, αγωγούς ψηλής και χαμηλής πιέσεως και διάφορους τύπους λυωμένων αμιαντοτσιμεντένιων προϊόντων, όπως κεραμίδια στέγης, ντεπόζιτα νερού, δοχεία κλπ. Ο αμίαντος εχρησιμοποιείτο επίσης σαν προστατευτικό θερμότητας, για τα φρένα των αυτοκινήτων, για υφάσματα ψηλής αντοχής κλπ.
Η πλειοψηφία των ατόμων που απασχολούνταν στην εταιρεία Αμιάντου ζούσε στα γειτονικά χωριά.
Αρνητικές συνέπειες: Αν και οι εργασίες του μεταλλείου ήταν ουσιώδεις για την οικονομία του τόπου, ωστόσο είχαν καταστροφικές συνέπειες πάνω σε ορισμένες πτυχές του περιβάλλοντος. Η περιοχή στην οποία βρίσκεται το μεταλλείο αποτελεί σημαντικό τοπίο του νησιού. Εκτός από τους εκδρομικούς χώρους στην περιοχή υπάρχει και μια έκταση στο Λειβάδι του Πασιά καλυμμένη με τύρφη που είναι σημαντικής επιστημονικής σημασίας για σκοπούς ανάλυσης της γύρης, μοναδική στον κόσμο.
Πέρα από την καταστροφή της χλωρίδας και πανίδας είναι και η αισθητική προσβολή του περιβάλλοντος με τα συσσωρευμένα άχρηστα υπολείμματα των πετρωμάτων («μπάζα»). Τα άχρηστα αυτά υλικά, μπορεί να αποτελέσουν και πραγματικό κίνδυνο για τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Η πιθανότητα κατολισθήσεων και κατ’ επέκταση η πιθανότητα πρόκλησης καταστροφών είναι πραγματικές. Η μόλυνση των νερών του ποταμού Κούρη είναι μια άλλη σημαντική καταστροφή που προκαλείται από την ύπαρξη του μεταλλείου. Η μείωση της χλωρίδας έχει σαν συνέπεια την επιτάχυνση της διάβρωσης της περιοχής με όλες εκείνες τις καταστρεπτικές συνέπειες.
Βλέπε λήμμα: Κούρης ποταμός
Οι πληγές από τη λειτουργία του μεταλλείου Αμιάντου είναι δυνατό να αμβλυνθούν με τις κατάλληλες ενέργειες, είναι όμως δύσκολο να θεραπευτούν. Η υπόγεια εκμετάλλευση είναι αδύνατη λόγω του πολύ ψηλού κόστους που θα την καθιστούσε ασύμφορη, και λόγω της φύσεως του πετρώματος που δεν επιτρέπει την ευστάθεια των γαλαριών. Η εταιρεία που εκμεταλλευόταν το μεταλλείο πήρε διάφορα μέτρα για μείωση των αρνητικών αυτών συνεπειών από τη λειτουργία του, τα οποία παρόλες τις προσπάθειες δεν επέφεραν τα θετικά αποτελέσματα, πράγμα που καταδεικνύεται από την αναστολή της λειτουργίας του μεταλλείου.
Βλέπε: Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ
Εργασίες αποκατάστασης της περιοχής
Μετά τον τερματισμό των μεταλλευτικών εργασιών και της μεταλλευτικής μίσθωσης το 1992, το κράτος ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης. Οι εργασίες αποκατάστασης άρχισαν το φθινόπωρο του 1995 υπό την καθοδήγηση μιας πολυκλαδικής ομάδας που απαρτίζεται από γεωλόγο, γεωτεχνικό μηχανικό, δασολόγο, μεταλλειολόγο μηχανικό, πολεοδόμο, υγειονολόγο και περιβαλλοντολόγο. Οι εργασίες, με κύριους στόχους τη σταθεροποίηση των σωρών των στείρων και την αναδάσωση και αναχλόαση των διαμορφωμένων περιοχών, εκτελούνται με βάση το Σχέδιο Αποκατάστασης που ετοιμάστηκε.
Με την αναδάσωση επιδιώκεται η επαναφορά του φυσικού τοπίου και η αποκατάσταση του περιβάλλοντος στο χώρο του μεταλλείου. Οι επί μέρους εργασίες, όπως χωματοκάλυψη, φύτευση δέντρων και θάμνων και σπορά, συντελούν επίσης στη διασφάλιση της σταθερότητας των μπάζων αλλά και στη δραστική μείωση των εκτεθειμένων ινών αμιάντου.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια