Διαπρεπής βυζαντινολόγος. Γεννήθηκε στο Παλαίκυθρο της επαρχίας Λευκωσίας το 1931 και πέθανε στις 27 Ιουλίου 2022.
Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, εστάλη ως υπότροφος της Αρχιεπισκοπής Κύπρου στην Αθήνα όπου σπούδασε θεολογία. Το 1954 πήρε το δίπλωμα της Θεολογικής Σχολής με τον βαθμό άριστα. Όταν επέστρεψε στην Κύπρο το 1954 εργάσθηκε ως ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής και καθηγητής στην Ιερατική Σχολή (1954-1955) και το Εμπορικό Λύκειο και το Παγκύπριο Γυμνάσιο (1955-1960). Τον Αύγουστο του 1954 ανέλαβε την έκδοση της δεκαπενθήμερης εκκλησιαστικής εφημερίδας Ἐκκλησιαστικόν Βῆμα στην οποία δημοσίευσε διάφορα άρθρα επώνυμα ή χωρίς όνομα ή και με διάφορα ψευδώνυμα, καθώς και τις μελέτες «Τό Μαρτύριο τῶν 13 Μοναχῶν τῆς Καντάρας» και «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821». Μετά την εξορία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' στις Σεϋχέλλες τον Μάρτιο του 1956, το Ἐκκλησιαστικόν Βῆμα ανέστειλε την έκδοσή του. Το 1959 ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας Ἐκκλησιαστική Ζωή, την οποία διηύθυνε μέχρι τον Ιούνιο του 1960. Πήρε ενεργό μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959, στην αρχή ως σύνδεσμος του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Διγενή και του Προξενείου της Ελλάδος και του Διγενή, και αργότερα (1957-1959) ως υπεύθυνος του «Κέντρου» της Οργάνωσης.
Το 1960 πήγε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές στη Βυζαντινή τέχνη και τη Βυζαντινή ιστορία. Παρακολούθησε τα μαθήματα των καθηγητών Α. Grabar και Paul Lemerle στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, τη Faculte des Lettres του Πανεπιστημίου του Παρισιού και το College de France (1960-1962). To 1962 γύρισε στην Κύπρο και διορίστηκε έφορος Αρχαίων Μνημείων. Από τη θέση του αυτή φρόντισε ιδιαίτερα για τη συντήρηση των βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων της Κύπρου. Με τις προσπάθειές του δημιουργήθηκαν συνεργεία για τη συντήρηση τοιχογραφιών, εικόνων και ψηφιδωτών. Έστρεψε την προσοχή του στην έρευνα των μνημείων που συνδέονταν με τις αρχές του Χριστιανισμού και τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο.
Ύστερα από προσκλήσεις έδωσε διαλέξεις σε θέματα Βυζαντινής τέχνης της Κύπρου στην Ecole Pratique des Hautes Etudes (Sorbonne), την Faculte des Lettres του Πανεπιστημίου Βρυξελλών, την Faculte des Lettres του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου. Είναι μέλος της Society of Antiquaries of London και αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Ανασκαφές
Το όνομά του έχει συνδεθεί ιδιαίτερα με τις σημαντικές ανασκαφές των βασιλικών στο Μαραθόβουνο και στην Αγία Τριάδα στη Γιαλούσα, καθώς και των βασιλικών της Λιμενιώτισσας και της Χρυσοπολίτισσας στην Πάφο. Στον ίδιο οφείλεται επίσης και η διερεύνηση των πρωτοβυζαντινών φάσεων των ναών του Αγίου Κυπριανού στο Μένοικο και του Αγίου Σπυρίδωνα στην Τρεμετουσιά, αλλά και στη μονή του Αγίου Ηρακλειδίου, όπου εντόπισε την πρώιμη φάση του μνημείου, η οποία ανάγεται στον 4ο αιώνα.
Σημαντική ήταν η συμβολή του στη δημιουργία των συλλογών του Βυζαντινού Μουσείου στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, αλλά και στην ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου της Πάφου. Με την αφυπηρέτησή του εργάστηκε στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου και βοήθησε στην καταγραφή των μνημείων και των κειμηλίων τους σε όλη την ελεύθερη Κύπρο. Μεγάλη υπήρξε επίσης η προσφορά του στη διεθνοποίηση του ζητήματος της λεηλασίας και αρχαιοκαπηλίας στο τουρκοκρατούμενο από το 1974 βόρειο τμήμα της Κύπρου. Ανεκτίμητες ήταν οι πληροφορίες που πρόσφερε στη Γενική Εισαγγελία για την ετοιμασία των φακέλων διεκδίκησης εκκλησιαστικών θησαυρών.
Με τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη του συνέβαλε αποφασιστικά στον επαναπατρισμό δεκάδων έργων χάρη στην τεκμηρίωση των κλεμένων θησαυρών της Κύπρου που εμφανίζονταν σταδιακά στις διεθνείς αγορές έργων τέχνης.
Τμήμα Αρχαιοτήτων
Στη θέση του εφόρου Αρχαίων Μνημείων στο Τμήμα Αρχαιοτήτων υπηρέτησε μέχρι το 1989.
Στη συνέχεια ανέλαβε τη διεύθυνση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, μέχρι την αφυπηρέτησή του το 1991. Μετά την αφυπηρέτησή του ασχολείται με τη συγκέντρωση, τον εντοπισμό και την καταγραφή εκκλησιαστικών θησαυρών (εικόνων, σκευών κ.α.) της Κύπρου, για λογαριασμό της Εκκλησίας της Κύπρου. Στο μεταξύ, το 1991 εξεδόθη από την Αρχιεπισκοπή Κύπρου το βιβλίο του Εικόνες της Κύπρου. Το1992 τούτο εξεδόθη και στην αγγλική: Icons of Cyprus
Συγγραφέας
Πέρα από μάχιμος αρχαιολόγος πεδίου, ο Αθανάσιος Παπαγεωργίου ήταν και παραγωγικότατος συγγραφέας, με πολυάριθμες μονογραφίες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων και συλλογικούς τόμους. Η μονογραφία του για τις εικόνες της Κύπρου, η οποία συγκεντρώνει σ’ ένα πλούσια εικονογραφημένο τόμο τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά παραδείγματα που έχουν σωθεί, συνέβαλε στο να γίνει το corpus γνωστό και προσβάσιμο στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και ενέπνευσε πολλούς ερευνητές να ασχοληθούν πιο συστηματικά με την τέχνη, τον πολιτισμό, την κοινωνία και την ιστορία της βυζαντινής και μεσαιωνικής Κύπρου.
Το 2008, στα πλαίσια του Δ΄ Κυπρολογικού Συνεδρίου, η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών τον τίμησε για την προσφορά του στην κυπριακή αρχαιολογία. Τον Οκτώβριο του 2012, το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου διοργάνωσε διεθνές συνέδριο προς τιμήν του. Ο τόμος των πρακτικών είναι αφιερωμένος σ’ αυτόν.
Στις 12 Ιουνίου 2013 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου του απένειμε το χρυσούν παράσημο του Αποστόλου Βαρνάβα, την ανώτατη τιμητική της διάκριση.
Πέτυχε το σχεδόν ακατόρθωτο
Στον επικήδειο λόγο του εκ μέρους της Ελληνικής Αρχαιολογικής Αποστολής ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής ανέφερε ότι ο εκλιπών έφερε εις πέρας το σχεδόν ακατόρθωτο: Οργάνωσε στο Τμήμα Αρχαιοτήτων για πρώτη φορά εξειδικευμένα συνεργεία τεχνιτών και, σε συνεργασία με άλλους αρχαιολόγους, οργώνοντας κυριολεκτικά την Κύπρο, συντήρησε με επιστημονική γνώση και ευαισθησία αρχαία μνημεία.
«Έχοντας την εμπιστοσύνη της Εκκλησίας της Κύπρου αναστήλωσε επίσης πλειάδα βυζαντινών και μεσαιωνικών εκκλησιών και συντήρησε ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και φορητές εικόνες, εποπτεύοντας ο ίδιος τα εργοτάξια και δίνοντας ο ίδιος οδηγίες και κατευθύνσεις, τις οποίες οι αρχιμάστορες εφάρμοζαν πιστά».
«Μπορώ να πω ότι τα αναστηλωμένα εκκλησιαστικά μνημεία της Κύπρου φέρουν την σφραγίδα του Αθανασίου Παπαγεωργίου και της αφοσίωσής του στην Κύπρο και στον ελληνικό και βυζαντινό χαρακτήρα τους» ανέφερε επίσης.
«Δεν είναι μόνον η ακοίμητη φροντίδα και η δουλειά του επί των μνημείων. Δεινός φιλόλογος ο ίδιος δημοσίευσε και σχολίασε ιστορικά περί Κύπρου κείμενα, επιγραφές και Βίους Κυπρίων αγίων. Με πλειάδα ανακοινώσεων σε τοπικά και διεθνή συνέδρια, με βιβλία και πολυάριθμα άρθρα, χαλκέντερος ο ίδιος, ενέταξε τη Βυζαντινή Κύπρο στο γίγνεσθαι της Κωνσταντινουπόλεως, καθιέρωσε διεθνώς τα βυζαντινά μνημεία της Κύπρου, διευκρίνισε τις τοπικές ιδιαιτερότητές τους, και για πάνω από μισόν αιώνα υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος βυζαντινολόγος αρχαιολόγος της Κύπρου. Η κληρονομιά που ο Αθανάσιος Παπαγεωργίου αφήνει στους νεωτέρους είναι ο αλύγιστος χαρακτήρας του, η πίστη και η συνέπειά του στο καθήκον και το υποδειγματικό του έργο».
Ο Αθανάσιος Παπαγεωργίου είναι βασικός συνεργάτης της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας
Δημοσιεύματα:
Α) ΒΙΒΛΙΑ
Β) ΑΡΘΡΑ
Πηγή: