Ο ΕΚ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΟΥΣ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΡΑΣΤΟΥ ΑΥΤΗΣ ΒΑΣΟΥ
(Αποσπάσματα)
Βάσος
(...) Να ΄χαν οι στράτες στόματα, γλώσσες τα μονοπάτια,
να μου 'παν εάν είδασιν τα μαύρα της τα μμάτια.
Ω ουρανέ και θάλασσα, μαύρα βουνά και δάση,
από εδώ δεν είδετε μιαν κόρην να περάσει;
Να μοιάζει σαν τον άγγελον, να λάμπει σαν τον ήλιον,
σαν άγαλμαν ολόχρυσον που βρίσκουν μες στον σπήλιον,
που ΄ποφασίζει άνθρωπος για λλόου του βασίλειον;
Και σεις, πουλλάκια τ΄ ουρανού, που χαμηλοπετάτε,
αν την θωρείτε κάποτε, να μου την χαιρετάτε (...)
Ειρήνη
(...) Αχ! έρωτα, τι σου ΄φταισα, πε μου την αφορμή μου
και ως την ύστερην οπνάν παιδεύεις το κορμί μου;
Ποιός είναι τούτος που θωρώ και στέκει πανωθκιόν μου;
μήπως είναι ο Βάσος μου κι ήλθεν για το θαφκειόν μου;
Αν είσ' ο χάρος κι' άκουσες την τόσην ταραχήν μου,
έτοιμη είμαι, γλήγορα, να πάρεις την ψυχήν μου.
Γιατί ο Βάσος δεν ήλθεν τωρά που ΄ννά πεθάνω,
αλλά εννά τον καρτερώ στον κόσμον τον απάνω.
Ποιητής
Ο Βάσος άμα ΄ννόησεν καλά πως ήτουν κείνη,
ο κάθε αναγνώστης μας κι' ακροατής ας κρίνει.
Σαν κεραυνός τα λόγια της εππέσαν στο κορμίν του
κι' εφύρτην κι΄ έππεσεν χαμαί με ούλην την ορμήν του.
Κατόπιν που ποφύρτηκεν κι΄ ήρτεν λλίον ο νους του,
όρμησεν σαν τον άγριον κοντά της Ειρηνούς του.
Εσφικταγκαλιαστήκασιν κι΄ εγλυκοφιληθήκαν,
συγγνώμην της εζήτησεν κατεσυγχωρηθήκαν.
Πικρά κι' απαρηγόρητα αρχίνησεν να κλαίει
και που τα βάθη της καρδιάς τραγούδια να της λέει.
Βάσος
Εγιώ είμαι ο Βάσος σου, ο αγαπητικός σου,
κι' ήρτα μιτά σου να θαφτώ, στο μνήμα το δικό σου.
Αφού της τύχης δεν ήτουν στ' αγκάλια μου να ππέφτεις,
κι' εφάνηκα στους όρκους μου αχάριστος και ψεύτης.
Μάρτυραν έχω τον Θεόν και 'κόμη την καρδιάν μου,
που γίνηκεν για λλόου σου μαύρη που την φωτιάν μου (...)
Χρ. Παλαίσ'ης