Είδος ψωμιού, ειδικά κατασκευασμένου, προς εκκλησιαστική χρήση. Η ονομασία προήλθε από τον εκκλησιαστικό όρο παννυχίς (=ολονυκτία, ολονύκτιος δέηση), πιθανώς επειδή αρχικά ο άρτος αυτός εχρησιμοποιείτο σε τέτοιου είδους τελετές.
Η παννυσσίδα (στην Κυπριακή Διάλεκτο) είναι άρτος με σησάμι που χρησιμοποιείται σε μνημόσυνα ή γιορτές μαζί με τα κόλλυβα. Σε μερικές περιοχές της Κύπρου παννυχίδα ονομάζουν και τους ειδικούς σησαμωτούς άρτους των Χριστουγέννων, τα γνωστά χριστόψωμα.
Η παννυχιδα κατασκευάζεται από αλεύρι αρίστης ποιότητας ή, παλαιότερα, από σιμιγδάλι, κι είναι σκληρότερη από τα συνηθισμένα ψωμιά.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια