Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1827 μέχρι το 1840 (περίοδος Τουρκοκρατίας). Πριν ανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο Πανάρετος είχε διατελέσει επίσκοπος Πάφου από τις 12 Δεκεμβρίου του 1821 μέχρι και το 1827. Στον θρόνο της Πάφου διαδέχθηκε τον επίσκοπο Χρύσανθο Β' τον εθνομάρτυρα, που είχε εκτελεστεί από τους Τούρκους τον Ιούλιο του 1821. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου αντικατέστησε τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Ο Πανάρετος καταγόταν από το χωριό Όμοδος κι είχε υπηρετήσει ως διάκονος του επισκόπου Πάφου Χρυσάνθου. Το 1821 έφερε τον βαθμό του αρχιδιακόνου της επισκοπής Πάφου, οπότε συνελήφθηκε από τους Τούρκους και κλείστηκε μαζί με άλλους κληρικούς στη φυλακή ως όμηρος. Μετά την εκτέλεση, στις 9 Ιούλιο 1821, του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού και των τριών επισκόπων (Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρεντίου), ο αιμοδιψής κυβερνήτης της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ διέταξε την αποφυλάκιση τεσσάρων ομήρων: του οικονόμου Ιωακείμ, του αρχιδιακόνου Παναρέτου, του αρχιμανδρίτη Λεοντίου και του εξάρχου Δαμασκηνού, που τους όρισε ως διαδόχους των ιεραρχών που είχαν εκτελεστεί. Μάλιστα αφού οι Τούρκοι τους έντυσαν κατάλληλα, τους επιβίβασαν σε μουλάρια και τους οδήγησαν με τιμητική φρουρά στην Αρχιεπισκοπή. Αυτοί έκαμαν τότε διαβήματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως που τελικά μεσολάβησε ώστε να σταλούν στην Κύπρο τρεις μητροπολίτες της Εκκλησίας της Αντιοχείας (Επιφανείας Ιωαννίκιος, Κύπριος την καταγωγή, Σελευκείας Γεννάδιος και Εμέσης Μεθόδιος) που προέβησαν στη χειροτονία των νέων Κυπρίων ιεραρχών. Έτσι ο Πανάρετος, θέλοντας και μη, χειροτονήθηκε επίσκοπος Πάφου στις 12 Δεκεμβρίου του 1821.
Το 1827, όταν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Δαμασκηνός ήλθε σε σύγκρουση προς τον Τούρκο κυβερνήτη της Κύπρου Αλή Ρουχή, η Υψηλή Πύλη διέταξε την παραίτηση και την εξορία του στα Σπάρτα της Μικράς Ασίας. Τότε ως νέος αρχιεπίσκοπος εξελέγηκε ο Πάφου Πανάρετος.
Αμέσως μετά την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο Πανάρετος ασχολήθηκε με διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα εκ των πολλών που είχαν προκύψει εξ αιτίας των σφαγών και των διωγμών του 1821. Του υπεδείχθη, για παράδειγμα, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να φροντίσει ώστε να επιστραφούν στο μοναστήρι του Κύκκου τα κατασχεθέντα κτήματά του. Επίσης φρόντισε για επιδιόρθωση ή ανακαίνιση διαφόρων εκκλησιών στη Λευκωσία (Χρυσαλινιώτισσα, Άγιος Κασσιανός) και στην ύπαιθρο (Μια Μηλιά, Αγκαστίνα, Κυθρέα, Δευτερά, Άχνα, Ακανθού, Αναλιόντας κ.ά.). Εξάλλου ο Πανάρετος κατόρθωσε να ξοφλήσει αρκετά από τα πολλά χρέη της Αρχιεπισκοπής.
Το 1830, ύστερα από εκδήλωση προθυμίας εκ μέρους της Υψηλής Πύλης να συζητήσει τα προβλήματα της Κύπρου με τέσσερις εκπροσώπους του ελληνικού πληθυσμού του νησιού, ο Πανάρετος κάλεσε συνέλευση στην Αρχιεπισκοπή στις 19 Μαϊου 1830 που εξέλεξε τους ακόλουθους εκπροσώπους: Χατζή Χριστόδουλον Απέγιτον, Χατζή Κυργένην Σαρίπολον. Χατζή Γεώργιον Κωνσταντινίδην και Χατζή Ζαχαρίαν Αποστολίδην. Λίγο αργότερα εστάλη, προς ενίσχυσή τους, και ο Λοΐζος Κραμβής στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, ο Πανάρετος έκαμε σχετικά γραπτά διαβήματα και προς τον οικουμενικό πατριάρχη Αγαθάγγελον όπως ενισχύσει την προσπάθεια της κυπριακής αποστολής, όπως και διαβήματα σε άλλους ιεράρχες. Η αποστολή του 1830 στην Κωνσταντινούπολη είχε επιτύχει κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα που αφορούσαν κυρίως σημαντικές ελαττώσεις οικονομικών υποχρεώσεων των Ελλήνων της Κύπρου.
Μέσα στον ίδιο χρόνο (1830), ο Πανάρετος απέστειλε σε μυστική αποστολή προς τον κυβερνήτη της πρόσφατα απελευθερωμένης Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια, τον Επτανήσιο την καταγωγή Π. Βοντιτζιάνο. Η μυστική αυτή αποστολή στόχευε στο να πείσει τον Καποδίστρια όπως συμπεριλάβει και την Κύπρο στις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδος. Λίγο πιο πριν (Αύγουστος του 1828), ο Πανάρετος είχε αποστείλει και επιστολή στον Καποδίστρια στην οποία διεκτραγωδούσε τα δεινά στα οποία είχε περιπέσει η Κύπρος
Βλέπε λήμμα: Η γένεση του ενωτικού ζητήματος
Στις 4 Νοεμβρίου 1830, λίγο μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας από την Κωνσταντινούπολη, ο Πανάρετος προήδρευσε ευρείας συνελεύσεως που είχε καλέσει ο ίδιος στην Αρχιεπισκοπή. Η συνέλευση αυτή κατέληξε σε σημαντικές όσο και αρκετά προοδευτικές για την εποχή διοικητικές και άλλες αποφάσεις. Στη συνέλευση μετείχαν οι επίσκοποι, άλλοι εκκλησιαστικοί, όπως και αντιπρόσωποι λαϊκοί από διάφορα μέρη της Κύπρου. Απεφασίσθη, μεταξύ άλλων, η σύσταση 4μελούς επιτροπής που θα βρισκόταν σε στενή επαφή με το σεράγιο και θα επαγρυπνούσε προς προστασία των οιωνδήποτε συμφερόντων των υποδούλων Ελλήνων Κυπρίων. Απεφασίσθη επίσης η σύσταση 20μελούς «επιτροπείας του κοινού» αποτελούμενης από αντιπροσώπους από διάφορα μέρη της Κύπρου. Η αντιπροσωπεία αυτή θα ήταν όργανο εποπτικό επί της δημογεροντίας και θα ήλεγχε επίσης τους δημόσιους οικονομικούς λογαριασμούς. Η 20μελής αυτή επιτροπή θα ήταν ενισχυμένη με συμμετοχή και του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων. Η επιτροπή θα εκλεγόταν σε ετήσιες γενικές συνελεύσεις αντιπροσώπων του λαού που θα συγκαλούσε ο αρχιεπίσκοπος. Τα μέλη της επιτροπής αυτής θα είχαν βαρύνουσα γνώμη και επί θεμάτων φορολογίας που δεν θα αυξανόταν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους (υπενθυμίζεται ότι η Εκκλησία ήταν, επί Τουρκοκρατίας, υπεύθυνη και για την είσπραξη των φόρων). Στη συνέλευση της 4 Νοεμβρίου 1830 είχαν παρθεί κι αποφάσεις για την καλύτερη λειτουργία σχολείων και νοσοκομείων.
Ένα σοβαρό πρόβλημα που κλήθηκε ν' αντιμετωπίσει ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος το 1831, ήταν η πολιτογράφηση πολλών Ελλήνων Κυπρίων ως υπηκόων του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού κράτους. Πράγματι, πολλοί Κύπριοι πήγαιναν στην απελευθερωμένη Ελλάδα όπου πολιτογραφούνταν κι επέστρεφαν στην Κύπρο ως Έλληνες πολίτες, οπότε απαλλάσσονταν από την καταβολή των φόρων που πλήρωναν οι ραγιάδες στον σουλτάνο. Οι οθωμανικές αρχές θορυβήθηκαν από την εξέλιξη αυτή, ιδίως επειδή σήμαινε μείωση των φορολογικών εισοδημάτων, και η Υψηλή Πύλη ανάγκασε τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο να καλέσει τους πολιτογραφηθέντες να παραιτηθούν των δικαιωμάτων τους ως Ελλήνων υπηκόων και να ξαναγίνουν ραγιάδες. Ο Πανάρετος εξέδωσε, πράγματι, σχετικές εγκυκλίους με τις οποίες απειλούσε, μεταξύ άλλων, και με δημεύσεις περιουσιών. Η ανταπόκριση όμως δεν ήταν ικανοποιητική, οπότε οι τουρκικές αρχές προχώρησαν στη λήψη δραστικότερων μέτρων, κηρύσσοντας ως άκυρες τις πολιτογραφήσεις που είχαν γίνει.
Πολύ πιο σοβαρή κρίση αντιμετώπισε ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος το 1833, με την εκδήλωση στο νησί τριών επαναστατικών κινημάτων. Επρόκειτο για τη στάση του Νικολάου Θησέως με επίκεντρο τις περιοχές Λάρνακος-Σταυροβουνιού, την επανάσταση του καλόγηρου Ιωαννίκιου στην Καρπασία και, τέλος, το κίνημα του Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου. Ο Πανάρετος, ύστερα μάλιστα από τις επαφές που είχε κάμει με τον Καποδίστρια το 1828 και το 1830 (κι ίσως κι άλλες που παρέμειναν άγνωστες αφού έγιναν μυστικά), δεν ευνοούσε οποιαδήποτε διασάλευση της τάξης στο νησί και φρόντιζε να διατηρείται η ηρεμία και η καλή σχέση προς τους κυριάρχους. Πολύ περισσότερο, ο Πανάρετος δεν ευνοούσε στάσεις κι επαναστάσεις που όμως εκδηλώθηκαν τελικά μέσα στο 1833 χωρίς να προλάβει να τις εμποδίσει. Και τα τρία κινήματα κατεστάλησαν εύκολα επειδή ήσαν ανεξάρτητα κι ασυντόνιστα μεταξύ τους κι όχι καλά προπαρασκευασμένα. Ο Πανάρετος κατέβαλε έντονες προσπάθειες να περιορίσει όσο το δυνατό περισσότερο τις επιπτώσεις, να αποφύγει την αποστολή περισσοτέρων στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία και να παρουσιάσει ως ασήμαντα τα γεγονότα που ως αφετηρία τους είχαν τις φορολογικές δυσαρέσκειες του πληθυσμού. Από τη Μικρά Ασία είχαν σταλεί στην Κύπρο 400 περίπου στρατιώτες, που ενώθηκαν με τους ντόπιους και προέβησαν σε περιορισμένης εκτάσεως σφαγές αλλά και λεηλασίες, ιδίως στην Καρπασία. Ακόμη, σε γραπτή αναφορά του προς τον οικουμενικό πατριάρχη για τα γεγονότα, ο Πανάρετος καταριέται τους αρχηγούς των κινημάτων (ιδίως τον Ιωαννίκιο) και τους παρουσιάζει ως παρασυρθέντες από Ευρωπαίους, υπονοώντας κυρίως τους κύκλους του γαλλικού προξενείου της Λάρνακας του οποίου ο τότε προϊστάμενος, πρόξενος Μποτύ, ήταν φίλος και υποστηρικτής των ενεργειών του Ν. Θησέως.
Περιγράφοντας στον οικουμενικό πατριάρχη το αποτέλεσμα των κινημάτων, ο Πανάρετος γράφει:
... Χωρία ὁλόκληρα ἠρημώθησαν.Ὅσοι δέ φοβηθέντες ἔφυγαν περιφέρονται εἰς τά ὂρη τῆδε κακεῖσε, ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα καί ἄν τυχόν τούς ἀπάντησῃ τις ἐκ τῶν ἑτερογενῶν ἀπολαμβάνουσι καί αὐτοί τήν ὁμοίαν τύχην. Τά ὑπάρχοντά των ἐγένοντο ἔρμαιον τῶν ἀρχόντων εἰς τούς δρόμους, καί τοῦ Καρπασίου καί τῆς Πάφου εὑρίσκονται χριστιανοί φουρκισμένοι [κρεμασμένοι] χωρίς νά φαίνωνται oἱ φουρκισταί των καί ἐν συντόμῳ εἰπεῖν τό Γένος μας κατέστη βδελυκτόν καί ἀποτρόπαιον...
Κατά το 1837 και το 1838 ο Πανάρετος οργάνωσε άλλες δυο κυπριακές αποστολές που τις έστειλε στην Κωνσταντινούπολη με διάφορα αιτήματα. Της αποστολής του 1837 μετείχαν οι επίσκοποι Κιτίου Δαμασκηνός και Κυρηνείας Χαράλαμπος όπως και οι λαϊκοί Σαρίπολος (που μετείχε και της αποστολής του 1830) και Χατζή Ιωάννης Βίκης. Η αποστολή πέτυχε καθορισμό ακριβούς ποσού ως μισθό του Τούρκου κυβερνήτη της Κύπρου (480.000 γρόσια) και καθορισμό ακριβούς ποσού φόρων (3.179.000 γρόσια). Ο καθορισμός ακριβώς των ποσών αυτών μείωνε τις αυθαιρεσίες των κρατούντων εις βάρος του λαού. Της αποστολής του 1838 μετείχαν ο αρχιμανδρίτης της Αρχιεπισκοπής Κύριλλος, ο Γιάγκος Γεωργιάδης και ο Χατζή Χριστόδουλος Απέγιτος. Και η αποστολή αυτή ήταν σχετική προς φορολογικά ζητήματα, όμως είναι άγνωστα τα αποτελέσματά της.
Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του 1838 ο Πανάρετος συγκάλεσε στην Αρχιεπισκοπή συνέλευση αντιπροσώπων του λαού που επέφερε μεταρρυθμίσεις στο διοικητικό σύστημα των Ελλήνων της Κύπρου «καί ἐκανόνισεν κοινοβουλευτικόν σύστημα ἀνάλογον μέ τάς περιστάσεις τοῦ γένους»... Οι βασικότερες των αποφάσεων που είχαν παρθεί ήσαν: α) η αναγνώριση του αρχιεπισκόπου και των επισκόπων ως ισοβίων αρχηγών των υποδούλων Ελλήνων Κυπρίων («προεστώτες τῶν ραγιάδων»), με καθήκοντα όμως καθορισμένα (πέραν των εκκλησιαστικών και εθναρχικών) και υποχρέωση να προστατεύουν τους πτωχούς και δυστυχούντες۬ β) ρυθμίσεις περί των μελών της 20μελούς επιτροπής του κοινού που είχε συσταθεί από τη συνέλευση του 1830· γ) φροντίδα για εκτέλεση κοινωφελών έργων προς βελτίωση της υγείας του λαού, προώθηση της εκπαίδευσης και περιορισμό των καταχρήσεων· δ) ρυθμίσεις περί του θεσμού της δημογεροντίας, που θα ήταν τριμελής, εξελεγμένη από τη συνέλευση και με καθήκοντα επαγρυπνιστικά περί των κοινών και προασπίσεως των συμφερόντων του λαού· ε) εγκαθίδρυση επαρχιακών δημογεροντιών, των οποίων τα μέλη θα εκλέγονταν από τους κατοίκους της κάθε πόλης.
Τον επόμενο χρόνο (1839) έγιναν οι γνωστές διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία από τον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ, που επηρέασαν σοβαρά και την Κύπρο.
Βλέπε λήμμα: Αβδούλ Μετζίτ και Κύπρος
Ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, καθ’ όλο το διάστημα της αρχιεπισκοπείας του, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την ελληνική εκπαίδευση στην Κύπρο. Το πιο σημαντικό έργο του στον τομέα αυτό ήταν η επαναλειτουργία, το 1830, της Ελληνικής Σχολής στη Λευκωσία۬ η Σχολή είχε ιδρυθεί από τον εθνομάρτυρα αρχιεπίσκοπο Κυπριανό αλλά είχε διακόψει τη λειτουργία της μετά την εκτέλεση του ιδρυτή της και τις σφαγές του 1821. Η ανασύσταση της Σχολής από τον Πανάρετο, που είχε συγκαλέσει προς τούτο και ειδική συνέλευση, απετέλεσε σημαντική προσφορά στον τόπο. Ο Πανάρετος πήρε μέτρα υπέρ της εκπαιδεύσεως και σε άλλα μέρη της Κύπρου, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν κι άλλα εκπαιδευτήρια στις πόλεις Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσό, Πάφο, Κερύνεια και αλλού. Για την προώθηση της εκπαίδευσης, ο Πανάρετος κινητοποίησε τους επισκόπους και γενικότερα την Εκκλησία, καθώς και άλλους λαϊκούς παράγοντες που, μεταξύ άλλων, συνεισέφεραν και διάφορα ποσά. Γενναίες εισφορές υπέρ της εκπαίδευσης κατέβαλε κι ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος.
Παρόλα αυτά, ο Πανάρετος είχε δημιουργήσει και προσωπικούς πολιτικούς εχθρούς. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει, κατά τα τελευταία χρόνια της αρχιεπισκοπείας του, σοβαρή αντιπολιτευτική κίνηση εναντίον του της οποίας ηγούντο οι πρόκριτοι Χ.Κ. Απέγιτος και Α. Τριανταφυλλίδης. Αυτοί είχαν, μάλιστα, πάει και στην Κωνσταντινούπολη για να διατυπώσουν παράπονα κατά του αρχιεπισκόπου. Εκεί βρήκαν και άλλη υποστήριξη, με αποτέλεσμα τελικά ο Πανάρετος να συλληφθεί στην Κύπρο και να περιοριστεί στο σεράι για λίγες μέρες. Τελικά ο Πανάρετος αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του από το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Κύπρου στις 13 Οκτωβρίου του 1840, ύστερα από σουλτανική προσταγή. Ένας των πολιτικών του αντιπάλων, που είχε μάλιστα και ισχυρούς φίλους στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ο πρώην έξαρχος της Αρχιεπισκοπής Ιωαννίκιος, που φιλοδοξούσε να τον διαδεχθεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, πράγμα που τελικά κατόρθωσε.
Μετά την παραίτησή του, ο Πανάρετος αποτραβήχθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου, στο χωριό Πολιτικόν, όπου έζησε για ένα περίπου χρόνο. Ύστερα μετακινήθηκε στη γενέτειρά του, το Όμοδος, όπου και πέθανε το 1842.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια