Αγιογραφία είναι η απόδοση, με έργα τέχνης, της ευαγγελικής ιστορίας και κατ' επέκταση της ιστορίας της Βίβλου, είναι δηλαδή η θρησκευτική (χριστιανική) ζωγραφική. Ο σκοπός, όμως, της ζωγραφικής αυτής είναι κατ' εξοχήν διδακτικός. Όπως τόνιζε ο άγιος Βασίλειος, οι ζωγραφιές στους τοίχους του ναού που εξιστορούν την ευαγγελική ιστορία, είναι βιβλίο που μπορούν να διαβάζουν οι αναλφάβητοι για να συνειδητοποιούν τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Αργότερα στις ευαγγελικές παραστάσεις προστέθηκαν και παραστάσεις από την Παλαιά Διαθήκη (π.χ. δημιουργία του κόσμου, ιστορία του Ιωσήφ, ιστορία του Μωϋσή, φιλοξενία του Αβραάμ, θυσία του Αβραάμ κ.ά.) και τα απόκρυφα Ευαγγέλια, για να συμπληρωθεί το κενό της ευαγγελικής ιστορίας. Στις σκηνές αυτές προστέθηκαν και οι μορφές των μαρτύρων και των άλλων αγίων. Οι τελευταίες αυτές είχαν σκοπό να δίδουν τα ζωντανά υποδείγματα βίωσης της χριστιανικής αλήθειας στους πιστούς. Έτσι δημιουργήθηκε ένα εικονογραφικό πρόγραμμα, που λόγω του συμβολισμού του βυζαντινού ναού, απέκτησε αυστηρή εικονογραφική διάταξη.
Η αγιογραφία, όμως, σ' αντίθεση με την κοσμική ζωγραφική, δεν επιδιώκει ν' αποδώσει πιστά το ανθρώπινο σώμα ή τον αισθητό κόσμο, επειδή έχει σκοπό διδακτικό, να παρουσιάσει στον πιστό την αλήθεια της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής. Για το λόγο αυτό οι αγιογράφοι αφαίρεσαν τον όγκο από τα σώματα και σχηματοποίησαν το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο τοποθετούν μια ευαγγελική σκηνή. Στις περιπτώσεις, όμως, των προσώπων της Καινής Διαθήκης και της ιστορίας του χριστιανισμού, ο ζωγράφος έπρεπε να συμμορφώνεται προς ορισμένα εικονογραφικά χαρακτηριστικά, τα οποία συνδέουν την εικόνα με το πρωτότυπο.
Όπως είναι γνωστό η Ορθόδοξη Εκκλησία περιόρισε, πολύ νωρίς, τη χρήση της γλυπτικής. Γι’ αυτό κι ελάχιστα δείγματα χριστιανικής γλυπτικής έχουν σωθεί στη χριστιανική Ανατολή. Αντίθετα, έδωσε μεγάλη σημασία στη ζωγραφική, κυρίως τη μνημειακή και βαθμιαία και στη ζωγραφική των φορητών εικόνων.
Από τον 4ο κιόλας αιώνα, μετά την παύση των διωγμών, η Εκκλησία άρχισε να χτίζει μεγάλους ναούς, τους οποίους φρόντιζε να διακοσμήσει με τοιχογραφίες. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε τη ζωγραφική ως μέσο διδασκαλίας των πιστών. Έτσι στις αρχές του 5ου αιώνα ο αναχωρητής Νείλος, γράφοντας στον έπαρχο Ολυμπιόδωρο συμβουλεύει «Ἱστοριῶν δέ Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης ἒνθεν καί ἒνθεν χειρί καλλίστου ζωγράφου τόν ναόν τόν ἃγιον πληρῶσαι, ὃπως άν καί οἱ μή εἰδότες γράμματα... τῇ θεωρία τῆς ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι τῆς τῶν γνησίως τῷ ἀληθινῶ Θεῷ δεδουλευκότων ἀνδραγαθίας καί πρός ἃμιλλαν διεγείρωνται» (Ρ.φ. 79, 577). Τη σημασία της αγιογραφίας τονίζει και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στο εγκώμιο του αγ. Θεοδώρου (Ρ.φ. 46, 737) «οἶδε γάρ καί γραφή σιωπῶσα ἐν τοίχῳ λαλῶν καί τά μέγιστα ὠφελεῖν», ενώ ο Μέγας Βασίλειος παραδέχεται ότι η αγιογραφία περιγράφει καλύτερα απ' ό,τι ο λόγος του τον μάρτυρα: «Ἀμαυρώτερον παρ' ἐμοῦ τόν στεφανίτην γραφέντα τοῖς τῆς ὑμετέρας (δηλ. των ζωγράφων) σοφίας περιελάμψατε χρώμασιν. Ἀπέλθω τῇ τῶν ἀριστευμάτων τοῦ μάρτυρος παρ' ὑμῶν νενικημένος γραφῇ. Χαίρω τήν τοιαύτην τῆς ὑμετέρας ἰσχύος σήμερον νίκην ἡττώμενος. Ἲδω τῆς χειρός πρός τό πύρ ἀκριβέστερον παρ' ὑμῶν γραφομένην τήν πάλην. Ἲδω φαιδρότερον ἐπί τῆς ὑμετέρας τόν παλαιστήν γεγραμμένον εἰκόνος».
Οι σκηνές που στόλιζαν τους τοίχους των ναών ήταν αφηγηματικές, σε αντίθεση με τον συμβολικό χαρακτήρα της χριστιανικής ζωγραφικής του 2ου και 3ου αιώνα (κατακόμβες Ρώμης, Δούρα-Ευρωπός) και είχαν σκοπό να καταστήσουν νοητή την ευαγγελική ιστορία, τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού στη μάζα των πιστών που ήταν αγράμματοι ή ολιγογράμματοι. Πολλές φορές, μάλιστα, οι επίσκοποι μιλώντας στο εκκλησίασμα αναφέρονταν στις αγιογραφίες που διακοσμούσαν το ναό. Έτσι ο Αστέριος Αμασείας, στο εγκώμιο της αγίας Ευφημίας περιγράφει την εικόνα που είχε ζωγραφίσει ένας ζωγράφος σε ύφασμα («ἐν σινδόνι») που ήταν τοποθετημένη σ' ένα καλυμμένο διάδρομο («ἓνα δή τῶν ὑποστέγων δρόμων») κοντά στον τάφο της μάρτυρος («περί τήν θήκην»), ενώ ο επίσκοπος Πάφου Θεόδωρος μιλώντας στη γιορτή του αγίου Σπυρίδωνος στις 14 Δεκεμβρίου 655, στο ναό του αγίου στην Τρεμετουσιά, περιγράφει ένα θαύμα του αγίου που ήταν ζωγραφισμένο «ἐπάνω τοῦ μέσου πυλεῶνος ἢγουν ἀρχοντικής θύρας τοῦ ναοῦ ἒνθα κεῖται τό τίμιον λείψανον τοῦ ἁγίου πατρός ἡμῶν Σπυρίδωνος μετά καί ἂλλων τινῶν τῶν μή γεγραμμένων ἐνταῦθα».
Στην Κύπρο η διακόσμηση των ναών με αγιογραφίες συνάντησε, στην αρχή, σφοδρή αντίδραση από τον άγιο Επιφάνιο, επίσκοπο Σαλαμίνος (+ 403). Όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θεοδώρου του Στουδίτη, ο διάδοχος του αγ. Επιφανίου Σαββίνος, το ναό που ίδρυσε προς τιμήν του διδασκάλου του τον διακόσμησε με αγιογραφίες. Πραγματικά δε κατά την ανασκαφή της βασιλικής του Αγ. Επιφανίου στη Σαλαμίνα βρέθηκαν πλήθος από ψηφίδες εντοίχιων ψηφιδωτών. Κομμάτια από εντοίχια ψηφιδωτά με τοιχογραφίες βρέθηκαν και σε άλλες βασιλικές που ανασκάφηκαν (Κουρίου, Χρυσοπολίτισσας) ενώ σε τρεις αψίδες παλαιοχριστιανικών βασιλικών που έχουν ενσωματωθεί σε βυζαντινούς ναούς μικρών χωριών (Κανακαρίας στη Λυθράγκωμη, Κυράς στα Λειβάδια, Αγγελόκτιστης στο Κίτι) σώθηκαν ψηφιδωτά του 6ου αιώνα, ενώ στη Σαλαμίνα σώθηκε τοιχογραφία στο υπόγειο αγίασμα του Νικόδημου του 6ου αιώνα. Από τότε πλήθος ναών στην Κύπρο διακοσμήθηκαν με τοιχογραφίες.
Βλέπε λήμμα: Βασιλική
Πηγές της αγιογραφίας είναι η Καινή Διαθήκη, η Παλαιά Διαθήκη και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια είναι ιδιαίτερη πηγή για τη Γέννηση και τη ζωή της Θεοτόκου και το πάθος του Χριστού. Παράλληλα, όμως, με την ευαγγελική Ιστορία, η Εκκλησία προβάλλει Ως υπόδειγμα στους πιστούς, τους μάρτυρες και τους αγίους. Το μαρτύριο και η αγιότητα γενικά των αγίων αποτελούν το πιο ζωντανό παράδειγμα βίωσης της χριστιανικής αλήθειας. Η αγιογραφία περιγράφει παραστατικά, με χρώματα και με εκφραστικότητα είτε το μαρτύριο είτε το πορτραίτο του αγίου. Ο αγιογράφος, όμως, ζωγραφίζει και πορτραίτα του Χριστού, της Θεοτόκου, των αποστόλων και των προφητών. Τα πορτραίτα, όμως, αυτά δεν είναι η νατουραλιστική απόδοση του προσώπου που εικονίζεται. Είναι η ιδεατή μορφή του προσώπου ή πιο σωστά η υπεραισθητή πραγματική θεωρία της μορφής του εικονιζόμενου, στον αληθινό, στον υπερβατικό και «ὂντως ὂντα» κόσμο. Όμως το πορτραίτο αυτό πρέπει να διατηρεί και τα χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου προσώπου χωρίς ωστόσο να τα αντιγράφει πιστά. Όπως τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «εἰκών μέν οὖν ἐστίν ὁμοίωμα χαρακτηρίζον τό πρωτότυπον μετά τοῦ καί τινά διαφοράν ἒχειν πρός αυτό. Οὐ γάρ κατά πάντα ἡ εἰκών ὁμοιοῦται πρός τό ἀρχέτυπον» (Ρ.φ. 94, 1240). Η ομοιότητα προς το πρωτότυπο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνδεση της εικόνας προς το πρόσωπο και την ύπαρξή του στην αιώνια μακαριότητα. Διότι, όπως τονίζει ο (Ψευδό) Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης «ἡμεῖς δέ αἰσθηταῖς εἰκόσιν ἐπί τάς θείας ὡς δυνατόν ἀναγόμεθα θεωρίας» (Ρ.φ. 3, 373β).
Ακριβώς η ανάγκη για απόδοση των χαρακτηριστικών των ιερών προσώπων από τους αγιογράφους οδήγησε στην ανάγκη περιγραφής των προσώπων. Γι' αυτό παράλληλα με τη φυσική περιγραφή των αγίων στα διάφορα αγιολογικά κείμενα, παρουσιάσθηκαν εγχειρίδια που δίνουν περιγραφές των ιερών προσώπων. Το παλαιότερο, ίσως, εγχειρίδιο είναι το «Ἐκ τῶν Ἐλπίου τοῦ Ρωμαίου ἀρχαιολογουμένων ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, περί χαρακτήρων σωματικῶν» που γράφηκε τον 9ο ή 10ο αιώνα. Το εγχειρίδιο αυτό είναι σύντομο και περιεκτικό. Αργότερα, όμως, δημιουργήθηκαν πιο εκτεταμένα εγχειρίδια, και διάφορες ερμηνείες της ζωγραφικής από τις οποίες σημαντικότερη και πιο γνωστή είναι εκείνη του μοναχού -ζωγράφου Διονυσίου του εκ Φουρνά, που έζησε τον 18ο αιώνα στο Άγιον Όρος. Τη δημιουργία των πρώτων εγχειριδίων έκαμαν πιο επιτακτική και οι παραδόσεις για τις αχειροποίητες εικόνες του Χριστού (Άγιο Μανδήλιο, Άγιο Κεραμίδιο) και τις εικόνες της Παναγίας που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς. Στα εγχειρίδια αυτά ακριβώς οφείλεται η ομοιότητα που παρουσιάζουν τα πορτραίτα των ιερών προσώπων και στην αντίληψη των ξένων προς την Ορθοδοξία, δείχνουν ανεξέλικτη και στατική τη βυζαντινή ζωγραφική. Πραγματικά οι Βυζαντινοί και γενικά οι Ορθόδοξοι αγιογράφοι, ενώ ανάλογα με την εποχή προσαρμόζουν τα έργα τους στη σύγχρονη τεχνοτροπία και εκφράζονται με το προσωπικό τους style εν τούτοις αποδίδουν πάντοτε τα ιερά πρόσωπα με τα ίδια χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα η ορθόδοξη αγιογραφία εξελίσσεται τεχνοτροπικά και εικονογραφικά, διατηρεί όμως τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των προσώπων, γιατί πρέπει να υπάρχει ομοιότητα με το «αρχέτυπο», ώστε η εικόνα —το πορτραίτο— να συνδέεται με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Αυτή όμως η προσπάθεια του αγιογράφου δεν οδηγεί στην πιστή απόδοση των χαρακτηριστικών κατά τρόπο νατουραλιστικό. Σ' αντίθεση με την κοσμική ζωγραφική, η αγιογραφία δεν επιδιώκει να αποδώσει πιστά το ανθρώπινο σώμα ή τον αισθητό κόσμο. Σκοπό έχει να παρουσιάσει στον πιστό την αλήθεια της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής. Γι' αυτό ο αγιογράφος περιορίζεται στην έκφραση ορισμένων κύριων χαρακτηριστικών, όπως τα γνώριζε προσωπικά, ή όπως του φανερώθηκαν με αποκάλυψη, ή από τα εγχειρίδια, ενώ ταυτόχρονα αφαιρεί τον όγκο και το βάρος από τα σώματα, τονίζει ιδιαίτερα ορισμένα χαρακτηριστικά που εκφράζουν εσωτερικότητα, όπως τα μάτια, παραμορφώνοντας εκούσια ορισμένα άλλα όπως τη μύτη και τα χέρια και προσδίδοντας στο σώμα ραδινότητα υπερφυσική. Αποκλείει, ακόμη, το βάθος και την τρίτη διάσταση. Χρησιμοποιεί επίσης το εξωπραγματικό χρυσό ή κόκκινο φόντο για να υποδηλώσει ότι η μορφή εικονίζεται στον υπερβατικό κόσμο.
Νατουραλισμός
Η εκούσια αυτή απομάκρυνση του αγιογράφου από τη ρεαλιστική ζωγραφική δεν σημαίνει ανικανότητα, όπως νομίζουν μερικοί. Αντίθετα δείχνει υποταγή στούς κανόνες της ορθόδοξης αγιογραφίας. Την ικανότητά του να αποδίδει τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά των προσώπων τη βλέπουμε στα πορτραίτα των δωρητών που ζωγραφίζει στις αναθηματικές τοιχογραφίες στους ναούς ή στο κάτω μέρος των φορητών εικόνων. Ιδιαίτερα στην κυπριακή αγιογραφία τα πορτραίτα των δωρητών παρουσιάζονται πολύ συχνά στο κάτω μέρος των εικόνων, κυρίως από το 14ο αιώνα και ύστερα και δείχνουν στην ίδια εικόνα την ικανότητα του αγιογράφου να ζωγραφίζει όχι μόνο σύμφωνα με τις επιταγές της καθιερωμένης αγιογραφίας, αλλά και να κάμνει πραγματική νατουραλιστική ζωγραφική (π.χ. εικόνα του Χριστού του 1356, εικόνα αγ. Νικολάου 16ου αιώνα, εικόνα Βαϊοφόρου 16ου αιώνα, εικόνα Παναγίας ανάμεσα στον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Νικόλαο του τέλους του 16ου αιώνα με πορτραίτα δωρητών, στο Μουσείο Βυζαντινών Εικόνων του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου). Και στη μνημειακή, όμως, ζωγραφική τα πορτραίτα χαρακτηρίζουν την κυπριακή αγιογραφία. Ήδη από τον 12ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα πλήθος πορτραίτων δωρητών στολίζουν τις εκκλησίες της Κύπρου (π.χ. Ασίνου, Εγκλείστρα Αγ. Νεοφύτου, Αγ. Νικολάου Στέγης, Παναγία του Μουτουλλά, Αγ. Δημητριανός στο Δάλι, στο Σταυρό στο Πελέντρι, στον Αρχάγγελο του Πεδουλά, στον Άγιο Μάμα στο Λουβαρά, στον Σταυρό του Αγιασμάτι, στην Ποδίθου, στον Αρχάγγελο της Γαλάτας κ.ά.). Σε μερικές, μάλιστα, περιπτώσεις όπως στο νάρθηκα της Ασίνου και το ναό του Τιμίου Σταυρού στο Πελέντρι έχουμε ολόκληρες γκαλερί πορτραίτων. Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κυπριακής αγιογραφίας είναι η εισαγωγή στο εικονογραφικό πρόγραμμα των ναών, Κυπρίων αγίων που είναι άγνωστοι έξω από την Κύπρο. Ήδη από τον 11ο αιώνα έχουμε στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης τα πορτραίτα του αγίου Φίλωνα και του αγίου Δημητριανού. Ο αριθμός των Κυπρίων αγίων που είναι ζωγραφισμένοι στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης τον 14ο αιώνα είναι πολύ μεγάλος. Μεγάλος είναι και ο αριθμός των Κυπρίων αγίων που είναι ζωγραφισμένοι στους ναούς της Ασίνου (11ος) και Παναγίας του Άρακος (1192) για να γίνει κανόνας στους μεταγενέστερους ναούς. Σ' αυτό συνέβαλε ίσως και η δημιουργία κυπριακών αγιολογίων από τον 11ο αιώνα και ύστερα, σύνοψη των οποίων μας δίδει ο Μαχαιράς στο Χρονικό του.
Βυζάντιο
Η αγιογραφία στην Κύπρο, ενώ ακολουθεί βασικά την εξέλιξη της αγιογραφίας στο Βυζάντιον, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις ιστορικές περιπέτειες του νησιού. Η πρώτη φάση της αγιογραφίας τελειώνει με την έναρξη των αραβικών επιδρομών τον 7ο αιώνα. Η επόμενη περίοδος, από την οποία ελάχιστα δείγματα σώζονται είναι η περίοδος των αραβικών επιδρομών (7ος- 10ος αιώνες). Ακολουθεί η Μέση Βυζαντινή περίοδος (10ος- 12ος αιώνας). Κατά την περίοδο αυτή και ιδιαίτερα τον 12ο αιώνα η αγιογραφία αναπτύσσεται ιδιαίτερα και ευρίσκεται σε άμεση σχέση με τη Σχολή της Κωνσταντινούπολης.
Φραγκοκρατία
Με την κατάληψη της Κύπρου από τους Σταυροφόρους και την εγκαθίδρυση του Φραγκικού Βασιλείου (1191-1489) πρώτα και τη διακυβέρνηση της Κύπρου από τους Βενετούς κατόπιν (1489-1570/1) η αγιογραφία στην Κύπρο δέχεται σε πολλές περιπτώσεις τη δυτική επίδραση και στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα παρουσιάζει έντονη την επίδραση της τέχνης της Αναγέννησης στην τεχνοτροπία (Ποδίθου, «Λατινικό» παρεκκλήσι του Λαμπαδιστή, Ιαματική Αρακαπά, Σταυρός Παρεκκλησιάς). Βασικά όμως, συνεχίζει τη βυζαντινή παράδοση και δημιουργεί μια ιδιαίτερη Σχολή τον 15ο και 16ο αιώνα, παράλληλα με την ευρύτερα γνωστή Κρητική Σχολή. Στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας η αγιογραφία παρακμάζει, ιδιαίτερα στον τομέα της μνημειακής ζωγραφικής και περιορίζεται στην παραγωγή φορητών εικόνων τον 17ο και 18ο αιώνα. Την παράδοση της κυπριακής αγιογραφίας κατέστρεψε οριστικά η άφιξη στην Κύπρο του Κρητικού ζωγράφου Ιωάννη Κορνάρου στα τέλη του 18ου αιώνα ύστερα από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια