Παλαιχώρι- Palaichori. Με την ονομασία αυτή υπάρχουν δυο γειτονικά κυπριακά χωριά στην επαρχία Λευκωσίας, των οποίων οι οικισμοί είναι ουσιαστικά ενωμένοι, γι’ αυτό και στους επίσημους τοπογραφικούς χάρτες της Κύπρου παρουσιάζονται ως ένα χωριό, το Παλαιχώρι. Τα δυο χωριά έχουν ξεχωριστά διοικητικά όρια και για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους είναι γνωστά ως:
Το ρυάκι Παλαιχώρι, παρακλάδι του ποταμού Περιστερώνα, παραπόταμου του Σερράχη, αποτελεί το διαχωριστικό σύνορο μεταξύ των δυο οικισμών. Το Παλαιχώρι Μόρφου βρίσκεται στα δυτικά του ρυακιού και το Παλαιχώρι Ορεινής, στα ανατολικά του.
Παλαιχώρι Μόρφου: Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς, περί τα 43 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λευκωσίας.
Το Παλαιχώρι Μόρφου είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 930 μέτρων, με τα νότιά του σύνορα να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας-Λεμεσού. Το βουνίσιο τοπίο του είναι διαμελισμένο από πολλά μικρά ρυάκια που ρέουν στην περιοχή του. Οι κοιλάδες των ρυακιών είναι στενές και βαθιές με πολύ απότομες πλαγιές. Απ’ όλες τις πλευρές του χωριού ξεπροβάλλουν ψηλές βουνοκορφές, των οποίων το ύψος ξεπερνά τα 1.100 μέτρα. Περί τα 4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του οικισμού υψώνεται η κορφή της Παπούτσας (1.554 μέτρα).
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν τα πυριγενή πετρώματα, κυρίως διαβάσες, πλαγιογρανίτες και λάβες. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν πυριτιούχα εδάφη και φαιοχώματα.
Με μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 810 χιλιοστόμετρα καλλιεργούνται στην περιοχή του χωριού τα αμπέλια οινοποιησίμων ποικιλιών, οι αμυγδαλιές, οι ελιές, οι καρυδιές, διάφορα φρουτόδεντρα (όπως μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, ροδιές και άλλα), όσπρια (φασόλια και κουκιά) και ελάχιστα σιτηρά και νομευτικά φυτά. Η κτηνοτροφία είναι περιορισμένη.
Η οδική σύνδεση του Παλαιχωριού Μόρφου και του Παλαιχωριού Ορεινής με τα γύρω χωριά γίνεται με ελικοειδείς δρόμους εξαιτίας του βουνίσιου ανάγλυφου της περιοχής. Οι δυο οικισμοί συνδέονται στα βορειοανατολικά με το χωριό Απλίκι (περί τα 5 χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Ασκάς (περί τα 2 χμ.), στα δυτικά με το χωριό Αγρός (περί τα 12 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Άγιος Θεόδωρος Αγρού (περί τα 10 χμ.). Συνδέονται επίσης με σκυρόστρωτο δρόμο στα νοτιοανατολικά με το χωριό Συκόπετρα (περί τα 10 χμ.).
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 331 |
1891 | 454 |
1901 | 1.051 |
1911 | 1.272 |
1921 | 1.538 |
1931 | 750 |
1946 | 1.055 |
1960 | 1.074 |
1973 | 948 |
1976 | 992 |
1982 | 757 |
1992 | 831 |
2001 | 775 |
2011 | 686 |
Στις απογραφές πληθυσμού των ετών 1901, 1911 και 1921 ο πληθυσμός του χωριού συνυπολογιζόταν με εκείνον του Παλαιχωριού Ορεινής.
Παλαιχώρι Ορεινής: Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς, περί τα 43 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λευκωσίας.
Είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 920 μέτρων με τα νότιά του σύνορα να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας-Λεμεσού. Το βουνίσιο τοπίο του είναι διαμελισμένο από τους μικρούς παραπόταμους του ποταμού Περιστερώνα που ρέουν στην περιοχή.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι λάβες, οι διαβάσες και οι πλαγιογρανίτες του πυριγενούς συμπλέγματος του Τροόδους. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν φαιοχώματα και πυριτιούχα εδάφη.
Το χωριό δέχεται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 810 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του καλλιεργούνται τα αμπέλια οινοποιησίμων ποικιλιών, τα εσπεριδοειδή, διάφορα φρουτόδεντρα (μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, ροδιές, κυδωνιές, μεσπιλιές, ροδακινιές και χρυσομηλιές), τα όσπρια (κυρίως φασόλια και κουκιά), οι ελιές, οι αμυγδαλιές, οι καρυδιές, οι φουντουκιές και ελάχιστα σιτηρά και νομευτικά φυτά. Μια μεγάλη έκταση γης αρδεύεται από το φράγμα Παλαιχώρι-Καμπί που βρίσκεται στα βορειοανατολικά του χωριού.
Το Παλαιχώρι Ορεινής είναι το πρώτο χωριό της επαρχίας Λευκωσίας στο οποίο εφαρμόστηκε σχέδιο αναδασμού. Το σχέδιο αυτό, που συμπληρώθηκε το 1974, εφαρμόστηκε σε έκταση γης 134 εκταρίων η οποία αρδεύεται από το φράγμα Παλαιχώρι-Καμπί. Εξάλλου προωθείται η εφαρμογή ενός δεύτερου σχεδίου αναδασμού σε ξηρική περιοχή έκτασης 760 περίπου εκταρίων, στην οποία περιλαμβάνεται και μέρος της διοικητικής έκτασης του Παλαιχωριού Μόρφου.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | - |
1891 | 460 |
1901 | 1.051 |
1911 | 1.272 |
1921 | 1.538 |
1931 | 696 |
1946 | 863 |
1960 | 832 |
1973 | 735 |
1976 | 737 |
1982 | 546 |
1992 | 446 |
2001 | 421 |
2011 | 333 |
Στις απογραφές πληθυσμού των ετών 1901, 1911 και 1921 ο πληθυσμός του συνυπολογιζόταν με εκείνο του Παλαιχωριού Μόρφου.
Ο διοικητικός διαχωρισμός των δυο χωριών, που στην ουσία είναι ένα μεγάλο κεφαλοχώρι, το σημαντικότερο της Πιτσιλιάς, δεν απαντάται στα παλαιά χρόνια. Γι’ αυτό και τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία αναφέρονται στο Παλαιχώρι ως έναν και μόνο οικισμό, με ένδειξη διαχωρισμού μόνο την ονομασία του, κάποτε. Γιατί η ονομασία του χωριού απαντάται και στον πληθυντικό κάποτε: Παλαιχώρκα (τα), προφανώς επειδή ο οικισμός είναι, από διοικητικής και εκκλησιαστικής απόψεως, χωρισμένος εις δύο. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός ( Ἱστορία Χρονολογική..., 1788, σ. 14), γράφοντας για τους ποταμούς της Κύπρου σημειώνει πως ἄλλος ἐκβλύζων ἐκ τῶν ὀρέων διέρχεται διά τῶν Παλαιοχωρίων... Ο διαχωρισμός του Παλαιχωριού σε δυο οικισμούς έγινε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οπότε ιδρύθηκαν — μετά την φυγή των Λατίνων — οι νέες επισκοπικές περιφέρειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου. Τότε το Παλαιχώρι Ορεινής υπήχθη διοικητικά στην περιφέρεια της Αρχιεπισκοπής, ενώ το Παλαιχώρι Μόρφου στην περιφέρεια της επισκοπής Κυρηνείας.
Το δεύτερο συνθετικό της ονομασίας του χωριού είναι η λέξη χωρίον ή και χώρα. Το πρώτο συνθετικό, που είναι η λέξη παλαιόν ή και παλαιά, φανερώνει την αρχαιότητα του οικισμού κατ’ αντίθεση προς διαφόρους άλλους οικισμούς στην Κύπρο που είναι νέοι (Νιόγχωρκον, Νέον Χωρίον, Νεάπολις κλπ.). Μα ήδη από την Αρχαιότητα αναφέρεται η ύπαρξη στην Κύπρο οικισμών με την ονομασία Παλαιά (η).
Δεν ξέρουμε με βεβαιότητα πόσο παλαιό είναι το Παλαιχώρι, του οποίου πάντως την ίδρυση θα πρέπει να τοποθετήσουμε στα Βυζαντινά χρόνια. Ο οικισμός μαρτυρείται ότι υφίστατο κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, επειδή δε η ονομασία του είναι ελληνική, θα πρέπει να μη είχε ιδρυθεί τότε (γιατί θα ήταν ξένης προελεύσεως) αλλά να προϋπήρχε, συνεπώς υφίστατο κατά την προγενέστερη Βυζαντινή εποχή.
Η παλαιότερη αναφορά για το Παλαιχώρι σχετίζεται με παραχώρησή του από το βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Β΄ στους Ναΐτες ιππότες της Μικρής Κομμανταρίας του Τέμπλους (Κερύνειας) το 1297 (S. Pauli, Codice diplomatico del Sacro Militare Ordine.... vol. I, p. -127). Κατά τον ντε Μας Λατρί, το Παλαιχώρι είχε διατελέσει και υπό την κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών προς τους οποίους παραχωρήθηκε μετά τη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών στις αρχές του 14ου αιώνα. Σύμφωνα προς άλλη αναφορά, το Παλαιχώρι είχε διατελέσει και υπό την κατοχή μελών της μεγάλης μεσαιωνικής οικογένειας των ντ’ Ιμπελέν (Ιβελίνων), ως ιδιωτικό φέουδο.
Ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) μνημονεύει το χωριό γράφοντας την ονομασία του ως Pagliochora. Περιλαμβάνει δε τούτο στον κατάλογο των χωριών που κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ανήκαν αρχικά στο Τάγμα των Ναϊτών ιπποτών. Το 1313, μετά τη διάλυση του τάγματος αυτού, όλες του οι ιδιοκτησίες, μαζί και το Παλαιχώρι, περιήλθαν στην κατοχή του Τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών.
Κατά το Νέαρχο Κληρίδη (Χωριά καί Πολιτεῖες τῆς Κύπρου, 1961, σσ. 184-187) το Παλαιχώρι σχηματίστηκε από τη διάλυση πολλών οικισμών της περιοχής για διάφορες αιτίες (ανομβρίες, έλλειψη νερού, επιδημίες κλπ.). Σαν τέτοιοι διαλυθέντες οικισμοί αναφέρονται: το Μυλούρι (= Milluri, μικρός νερόμυλος) που απαντάται σε πηγές της περιόδου της Φραγκοκρατίας και βρισκόταν στην πλαγιά της κορφής Παπούτσα˙ η Μαρούλλαινα, ανατολικά της Παπούτσας που υπήρξε ιδιοκτησία των Ναϊτών (απ’ εδώ και η ονομασία του ποταμού Μαρούλλαινα) και που υφίστατο μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα˙ το Κάτω Απλίκιν επί του δρόμου Λευκωσίας-Αγρού, απέναντι από το σημερινό Απλίκιν, που εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του λόγω επιδημίας· ο Άγιος Νικόλαος λίγο χαμηλότερα, που διαλύθηκε επίσης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πιθανώς στα τέλη του 18ου αιώνα· η Αγία Κορώνη, επίσης επί του δρόμου Λευκωσίας-Αγρού, σε τοποθεσία που φέρει και σήμερα την ονομασία αυτή και που είναι άγνωστο πότε διαλύθηκε˙ οι Αντώνηες τέλος (ή Σπίδκια τους Παπάες), μικρός οικισμός που είχε γίνει τσιφλίκι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Είναι ωστόσο φανερό ότι το Παλαιχώρι δεν είχε ιδρυθεί εξ αιτίας της διάλυσης των έξι αυτών μικρών οικισμών, αφού υφίστατο πιο πριν. Απλώς κάτοικοι των οικισμών αυτών κατέφευγαν κατά καιρούς στο Παλαιχώρι, ενισχύοντάς το.
Τέσσερις ενοριακούς ναούς έχει το Παλαιχώρι: Παναγίας Χρυσοπαντάνασσας, Σωτήρος, Αποστόλου Λουκά και Αγίου Γεωργίου. Οι δυο πρώτες εκκλησίες ανήκουν στο Παλαιχώρι Ορεινής και οι άλλες δυο στο Παλαιχώρι Μόρφου. Η εκκλησία της Παναγίας, κτίσμα του 16ου αιώνα, είχε ανακαινιστεί το 1863. Οι τοιχογραφίες που διασώζει χρονολογήθηκαν από τον R. Gunnis (1936) στις αρχές του 17ου αιώνα. Η εκκλησία (ξωκκλήσι) του Σωτήρος, πάνω από το χωριό, είχε αγιογραφηθεί σ’ ολόκληρο το εσωτερικό της επίσης στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο G. Jeffery (1918) θεωρεί ως περισσότερο αξιόλογη την εκκλησία του Αποστόλου Λουκά, που ξανακτίστηκε το 1809, και παραθέτει λεπτομερή περιγραφή των τοιχογραφιών της. Γράφει επίσης ότι η εκκλησία κινδύνευε τότε να κατεδαφιστεί, οι δε φόβοι του τελικά επαληθεύθηκαν. Από την κατεδάφιση σώθηκε ωστόσο η επίσης απειλούμενη τότε εκκλησία του Σωτήρος. Η τρίκλιτη ξυλόσταγη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ήταν επίσης παλαιά, που όμως ξανακτίστηκε το 1864.
Η εκκλησία του Σωτήρος (Μεταμορφώσεως του Σωτήρος), ξυλόστεγη, αποτελεί το σημαντικότερο των εκκλησιαστικών μνημείων του χωριού, έχει δε περιληφθεί στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Σημαντικό μνημείο είναι και ο ναός της Παναγίας, ενώ αξιόλογο κτίσμα είναι και το εξωκκλήσι των Αγίων Αναργύρων, που βρίσκεται στο βάθος κοιλάδας στα ανατολικά του χωριού. Πρόκειται για ξυλόστεγο επίσης ναό που διασώζει τοιχογραφίες. Οι διάφοροι αυτοί ναοί του Παλαιχωρίου έχουν διασώσει και αξιόλογες παλαιές φορητές εικόνες.
Στο Παλαιχώρι λειτουργούσε σχολείο το 1850 στο σπίτι του δασκάλου ιερέα Παπακυριάκου, ο οποίος συχνά οδηγούσε τα παιδιά στα χωράφια όπου τα δίδασκε δωρεάν ενώ επιδιδόταν στις γεωργικές του ασχολίες. Γύρω στο 1865 τον Παπακυριάκο διαδέχθηκε ο Αριστείδης Γεωργίου από τη Λευκωσία, που χειροτονήθηκε διάκος της κοινότητας. Αυτός δίδασκε στο σπίτι του κι είχε μαθητές περί τα σαράντα παιδιά κι αμειβόταν από τους γονείς τους. Εκτός της οκτωήχου, του ψαλτηρίου και του αποστόλου, δίδασκε και γραφή, αριθμητική και λίγη εκκλησιαστική μουσική.
Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας το Παλαιχώρι υπήρξε έδρα διαφόρων υπηρεσιών που εξυπηρετούσαν και ολόκληρη την γύρω περιοχή: έδρα δικαστηρίου (κωμοδικείου) κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αστυνομικού σταθμού από το 1905, κυβερνητικού γιατρού από το 1926/7, ή ίσως και ενωρίτερα, κ.α. Κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων του Παλαιχωριού εργοδοτείτο στο μεταλλείο του Αμιάντου. Οι εργάτες αυτοί επέστρεφαν στο χωριό τους μόνο κατά τα Σαββατοκύριακα.
Βλέπε λήμμα: Αγγλοκρατία- Οργάνωση/Διοίκηση
Κατά τη διάρκεια του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959) το Παλαιχώρι είχε πολύ σημαντική προσφορά. Μεταξύ άλλων, από το Παλαιχώρι κατάγονταν οι ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα Μιχαήλ Καραολής, Κυριάκος Μάτσης και Νίκος Γεωργίου καθώς και πολλοί άλλοι αγωνιστές, μεταξύ των οποίων ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης, μετέπειτα υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στα πρώτα χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας μεγάλος αριθμός κατοίκων του Παλαιχωριού μετακινήθηκε στη Λευκωσία όπου κι εργοδοτήθηκε, πολλοί δε κατοικούν στο Στρόβολο. Η κάθοδος πολλών Παλαιχωριτών στη Λευκωσία και σε άλλες πόλεις, αντικατοπτρίζεται και στο γεγονός ότι από το 1980 λειτουργεί ένα μόνο δημοτικό σχολείο, ενώ ως τότε λειτουργούσαν δύο. Άλλο μεγάλο μέρος του πληθυσμού του χωριού εργοδοτείται επίσης στη Λευκωσία αλλά επιστρέφει τα βράδια στο Παλαιχώρι.
Το Παλαιχώρι, κτισμένο σε δυο αντικρυστές κι απότομες βουνοπλαγιές, είναι ένα από τα γραφικότερα χωριά της ορεινής Κύπρου και διατηρεί ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό πολλά στοιχεία της ορεινής λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου (λ.χ. χάρτης του Abraham Ortelius, 1573) το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως Palicori, στην επαρχία Αμμοχώστου, δυτικά του χωριού Άγιος Σέργιος.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια