Ηρύγγιον, κοινώς μοσχάγκαθον. Επιστημονική ονομασία: Eryngium ssp. Οικογένεια: Σκιαδανθών (Umbelliferae). Αυτοφυόμενο (σε δύο είδη) στην Κύπρο αγριόχορτο που λαχανεύεται. Βλαστάνει μετά τα πρωτοβρόχια και θεωρείται ως ένα από τα πιο εύγευστα αλλά και θεραπευτικά φαγώσιμα αγριόχορτα. Μόλις βλαστήσει απλώνει τα φύλλα του στο έδαφος και κατά τον Μάρτιο αρχίζει να βγάζει από το κέντρο των φύλλων το στέλεχός του που αναπτύσσεται σε ύψος 25 εκατοστομέτρων περίπου. Το στέλεχός του όταν καθαριστεί από το εξωτερικό του περίβλημα, είναι εξαιρετική λιχουδιά και παλαιότερα αποτελούσε βασικό είδος «μεζέ» στις παραδοσιακές κυπριακές ταβέρνες.
Επίσης ο πάγκαλλος, όταν καθαριστεί από τα φύλλα, χρησιμοποιείται ως λαχανικό στη μαγειρική, μαζί με όσπρια (κουκιά, λουβιά, φασόλια) αντικαθιστώντας τα λάχανα. Ακόμη, γίνεται και ξιδάτος, χωρίς όμως να βραστεί σε νερό.
Τα άνθη του έχουν χρώμα βιολετί και είναι μελιτοφόρα. Αρέσκεται σε υγρά εδάφη, βλαστάνει δε και ανάμεσα σε θάμνους. Όταν βλαστάνει μέσα σε πυκνούς θάμνους, αναπτύσσεται σε περισσότερο ύψος, μέχρι και μισό μέτρο, μοιάζει δε με μικρό σέλινο, γι’ αυτό και λέγεται σελλενωτός. Απαντάται από τις παραλίες μέχρι και σε υψόμετρο περί τα 250 μέτρα.
Αρκετά κοινά και εδώδιμα είναι και τα δύο είδη, δηλαδή το Eryngium glomeratum και το Eryngium creticum. Είναι φυτά πολυετή, που η ρίζα τους παραμένει ζωντανή κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ενώ το υπέργειο φυτό ξηραίνεται το καλοκαίρι. Η βασική ορατή διαφορά μεταξύ των δύο ειδών είναι ότι τα φύλλα του πρώτου είναι περισσότερο σκούρου πράσινου χρώματος, έντονα διαιρεμένα και με αγκάθια, ενώ του δεύτερου είδους τα φύλλα είναι ανοικτότερου πράσινου χρώματος, χωρίς μεγάλες τομές και χωρίς αγκάθια.
Ξιδάτα γίνονται βασικά τα φύλλα και το στέλεχος, ακόμη και το άνω τμήμα της ρίζας του πρώτου φυτού, ενώ του δεύτερου μαγειρεύονται συνήθως μαζί με όσπρια. Και τα δύο είδη είναι επίσης πολύ καλά ως συνοδευτικά ψαριών, βραστά με λαδολέμονο.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια