Ο μεγάλος επικός ποιητής της ελληνικής Αρχαιότητας, η οποία απέδιδε σ' αυτόν τα δυο έπη Ἰλιάς και Ὀδύσσεια. Υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τον τόπο και τον χρόνο της γέννησής του. Πολλοί φιλόλογοι των νεότερων χρόνων αμφισβήτησαν ακόμη και την ίδια την ύπαρξη του Ομήρου ως προσωπικού ποιητή καθώς και την αρχική ενότητα του καθενός από τα δυο έπη. Μερικοί υποστήριξαν ότι τα μεγάλα αυτά ποιήματα αποτελούνται το καθένα από ένα πυρήνα ο οποίος επεκτάθηκε με μεταγενέστερες προσθήκες και ότι η διαδικασία αυτή κράτησε αιώνες. Διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι τα έπη αυτά που παραδίδονταν από γενιά σε γενιά προφορικά, καταγράφηκαν στα χρόνια του τυράννου των Αθηνών Πεισίστρατου σε μιαν επίσημη «έκδοσή» τους. Στα τελευταία χρόνια πολλοί μεγάλοι φιλόλογοι επανέρχονται στην άποψη της Αρχαιότητας για έναν προσωπικό ποιητή, ο οποίος, δουλεύοντας πάνω σε παλαιότερο επικό υλικό, συνέθεσε τα δυο μεγάλα ποιήματα.
Για την εποχή που έζησε ο Όμηρος υπάρχουν στις αρχαίες φιλολογικές πηγές μαρτυρίες που τον τοποθετούν άλλες στην ίδια την εποχή των Τρωικών, τον 12ο αιώνα π.Χ., και άλλες σε μεταγενέστερους αιώνες. Μερικοί νεότεροι κριτικοί τον χρονολογούν μέχρι και τον 7ον αιώνα π.Χ. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Όμηρος έζησε τον 9ον αιώνα. Την καταγωγή του Ομήρου διεκδικούσαν πολλές αρχαίες πόλεις, ανάμεσα στις οποίες πιο πιθανές εθεωρούντο η Χίος και η Σμύρνη.
Στον Όμηρο, εκτός από την Ἰλιάδα και την Ὀδύσσεια αποδίδονταν και άλλα έργα, όπως η Θηβαΐς, ο Μαργίτης, η Βατραχομυομαχία και οι Ὁμηρικοί Ὕμνοι.
Όλες οι απόψεις για την εποχή του Ομήρου, την καταγωγή του, το όνομά του, την πατρότητα των επών, την ενότητά τους και άλλα αποτελούν το λεγόμενο «Ομηρικόν Ζήτημα».
Τα ποιήματα του Ομήρου υπήρξαν αντικείμενο ευρείας και επίμονης μελέτης ήδη από την Αρχαιότητα με κυριότερους ομηριστές τους λογίους της Αλεξανδρινής εποχής Ζηνόδοτο, Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, Αρίσταρχο και άλλους. Ήδη στην Κλασσική εποχή ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του Ομήρου ήταν ο Αριστοτέλης. Από τους νεότερους ομηριστές ο επιφανέστερος υπήρξε ο Γερμανός Φρειδερίκος Βολφ (1759-1824).
Τα έργα του Ομήρου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Πρώτοι μεταφραστές υπήρξαν οι Ρωμαίοι (Λίβιος Ανδρόνικος και άλλοι), ενώ πολλοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Βιργίλιος, έγραψαν ποιήματα μιμούμενοι τα ομηρικά έπη.
Η πρώτη έντυπη έκδοση των ομηρικών επών (editio princeps) έγινε στη Φλωρεντία το 1488 από τον Αθηναίο λόγιο Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.
Η σχέση του Ομήρου με την Κύπρο παρουσιάζει δυο πλευρές. Η μια περιλαμβάνει τις μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και μεταγενέστερων σχολιαστών, Κυπρίων και άλλων, σχετικά με την καταγωγή του Ομήρου από την Κύπρο ή δεσμούς του με πρόσωπα από την Κύπρο. Η δεύτερη αναφέρεται στην παρουσία της Κύπρου στα έργα του Ομήρου.
Ένα αρχαίο επίγραμμα έλεγε ότι εφτά πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του Ομήρου: Η Σμύρνη, η Χίος, ο Κολοφών, η Σαλαμίς, η Πύλος, το Άργος και οι Αθήνες. Η αναφορά και στη Σαλαμίνα της Κύπρου ως πατρίδα του Ομήρου συναντάται σε πολλές φιλολογικές πηγές της Αρχαιότητας, ενώ άλλες αμφισβητούν ή απορρίπτουν την κυπριακή καταγωγή του Ομήρου.
Ο αρχαίος συγγραφέας Καλλικλής υποστήριζε ότι ο Όμηρος καταγόταν από την κυπριακή Σαλαμίνα. Ο Κύπριος ιεράρχης άγιος Επιφάνιος γράφει ότι υπάρχουν μερικοί, χωρίς να τους κατονομάζει, που λένε ότι ο Όμηρος είναι Κύπριος, καταγόμενος από την περιοχή της Σαλαμίνος. Ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων αναφέρει ότι τον Όμηρο διεκδικούσαν και οι Σαλαμίνιοι της Κύπρου. Ο Σουίδας κατονομάζοντας πολυάριθμες πόλεις ως πιθανές ή αμφίβολες πατρίδες του Ομήρου, συγκαταλέγει σ' αυτές την Κύπρο και την πόλη της Σαλαμίνα.
Υπάρχει ακόμη και ο έμμεσος χρησμός που διασώζει ο Παυσανίας και που αποδίδεται στον Κύπριο χρησμολόγο Εύκλο. Σύμφωνα με την προφητεία του Εύκλου στο νησί της Κύπρου θα αναδειχθεί ένας μεγάλος αοιδός, που θα τον γεννήσει η θεϊκή γυναίκα Θεμιστώ, στα χωράφια, έξω από την πόλη της Σαλαμίνος. Κι αφήνοντας την Κύπρο κι αφού τραγουδήσει τις περιπέτειες της Ελλάδος, θα μείνει αθάνατος κι αγέραστος στον αιώνα.
Σ' αντίθεση προς τις μαρτυρίες αυτές υπάρχουν αντιρρήσεις και επιχειρήματα πολλών εναντίον της καταγωγής του Ομήρου από την Κύπρο. Σε επίγραμμα, που από μερικούς αποδιδόταν στον Αλκαίο, τονίζεται ότι ο Όμηρος δεν καταγόταν από την κυπριακή Σαλαμίνα έστω κι αν εκεί υπήρχε στημένο άγαλμά του. Ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος απορρίπτει επίσης την καταγωγή του Ομήρου από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Και πολλά άλλα επιγράμματα απορρίπτουν την κυπριακή καταγωγή του, δείχνουν όμως πόσο συζητιόταν στην Αρχαιότητα η πιθανότητα αυτή. Ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος απορρίπτει την άποψη μερικών ότι ο Όμηρος είναι Κύπριος, γιατί το συμπέρασμά τους, όπως λέει, στηρίζεται σε πολύ αδύνατο επιχείρημα. Το σχετικό τους επιχείρημα ήταν ότι ο Όμηρος, στον στίχο Φ12 της Ἰλιάδος, παρομοιάζει τους Τρώες που φεύγουν προς τον ποταμό με ακρίδες· και επειδή η Κύπρος υπέφερε συχνά από ακρίδες, αυτό σημαίνει ότι ο Όμηρος πήρε την εικόνα από εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας στο νησί. Το επιχείρημα είναι αδύνατο, προσθέτει ο Ευστάθιος, γιατί ο Όμηρος παρουσιάζει στοιχεία και συνήθειες από πολλά μέρη. Αν, μ' αυτό τον συλλογισμό, κάθε τόπος ήταν και πατρίδα του, ο Όμηρος θα καταγόταν από αναρίθμητες πατρίδες.
Άλλα στοιχεία που συνδέουν τον Όμηρο με την Κύπρο είναι και τα ακόλουθα: Ο Σουίδας αναφέρει ότι ο Όμηρος, αφού νυμφεύθηκε στη Χίο την Αρησιφόνη, έκαμε δυο γιους και μια κόρη, που την νυμφεύθηκε ο Κύπριος Στασίνος. Και ο Φώτιος στη Βιβλιοθήκη του διασώζει την πληροφορία ότι στο βιβλίο του Πρόκλου Χρηστομαθείας Γραμματικῆς Ἐκλογαί αναφέρεται ότι τα Κύπρια Ἒπη γράφτηκαν από τον Όμηρο, ο οποίος τα έδωσε στον Στασίνο ως προίκα για την κόρη του και ότι ονομάστηκαν Κύπρια από την πατρίδα του Στασίνου. Μια άλλη μαρτυρία αποδίδει το όνομα του Ομήρου στο γεγονός ότι ο πατέρας του δόθηκε όμηρος από τους Κυπρίους στους Πέρσες.
Στον Όμηρο αναφέρονται και πληροφορίες Κυπρίων συγγραφέων της Αρχαιότητας που ασχολήθηκαν μ' αυτόν. Ο ποιητής Αλέξανδρος ο Πάφιος έλεγε ότι ο Όμηρος ήταν γιος Αιγυπτίων, του Δμασαγόρα και της Αίθρας και αφηγείτο διάφορες ιστορίες για την παιδική του ηλικία στην Αίγυπτο. Ο Κλέαρχος ο Σολεύς απέδιδε στον Όμηρο έργο με τον τίτλο Ἐπικιχλίδες, ενώ ο Κύπριος φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς έγραψε παρατηρήσεις και στην Ἰλιάδα και στην Οδύσσεια με σκοπό να δικαιολογήσει τις φαινομενικές αντιθέσεις σε μερικές αφηγήσεις του Ομήρου.
Η Κύπρος εμφανίζεται και στα δυο επικά έργα του Ομήρου καθώς και στους Ὁμηρικούς Ὕμνους. Για τον Όμηρο, η Κύπρος είναι η αδιαμφισβήτητη γη της Αφροδίτης, η πιθανή πατρίδα του Διονύσου, κι ο τόπος που επισκέφθηκαν οι τρωικοί ήρωες Μενέλαος και Οδυσσέας και η Αθηνά-Μέντης. Αναφέρει ακόμη τις πόλεις της Πάφο και Ταμασσό και δυο βασιλιάδες της, τον Κινύρα και τον Δμήτορα Ιασίδη.
Στο Λ της Ἰλιάδος, παρουσιάζοντας τον Αγαμέμνονα να ετοιμάζεται για τη μάχη, περιγράφει τον θώρακα που βάζει ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, δώρο του βασιλιά της Κύπρου Κινύρα. Ο Κινύρας του τον είχε στείλει κάποτε, λέει ο Όμηρος, ως δώρο φιλίας και αγάπης, όταν άκουσε ότι οι Αχαιοί ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν με πλοία για την Τροία. Η περιγραφή του θώρακα είναι ενδεικτική και της ικανότητας των Κυπρίων τεχνιτών της Πρώιμης εκείνης εποχής (Λ,19-28).
Ο Ευστάθιος, σχολιάζοντας τους στίχους αυτούς της Ἰλιάδος, παρατηρεί ότι ο Όμηρος, όπως παρουσιάζει την αποστολή του θώρακα στον Αγαμέμνονα, δείχνει ότι αγνοούσε τη φιλοξενία που ο Κινύρας πρόσφερε προς τους απεσταλμένους των Αχαιών Μενέλαο, Ταλθύβιο και Οδυσσέα, που τον είχαν επισκεφθεί πριν από την εκστρατεία.
Ο άλλος Κύπριος βασιλιάς εμφανίζεται στη ραψωδία Ρ της Ὀδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας αφηγείται στους μνηστήρες την πλαστή ιστορία των περιπετειών του. Ανάμεσα σε άλλα λέει ότι, φθάνοντας στην Αίγυπτο, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους κατοίκους της χώρας, που τον παρέδωσαν στον βασιλιά της Κύπρου Δμήτορα Ιασίδη (Ρ, 432-448). Στην Κύπρο απειλεί, στο ίδιο σημείο, να τον ξαναστείλει ο μνηστήρας Αντίνοος γιατί γίνεται ενοχλητικός στο συμπόσιό τους.
Εκτός από τον Οδυσσέα, που έτσι παρουσιάζεται να έχει επισκεφθεί την Κύπρο δυο φορές, μια θεληματικά και μια αθέλητα, και ο Μενέλαος φθάνει στο νησί για δεύτερη φορά, εκτός από τη συμμετοχή στην πρεσβεία προς τον Κινύρα. Στη ραψωδία Δ της Ὀδύσσειας ο ίδιος αφηγείται ότι, επιστρέφοντας από την Τροία, περιπλανήθηκε σε πλούσιες χώρες, απ' όπου φόρτωσε πολλά πλούτη. Πρώτη από τις χώρες αυτές αναφέρει την Κύπρο (Δ, 81-83).
Και η Αθηνά, μεταμφιεσμένη σε Μέντη, διηγείται στον γιο του Οδυσσέα Τηλέμαχο ότι ταξίδεψε για χαλκό στην Τεμέση, έναν τόπο όπου οι άνθρωποι μιλούν διαφορετικά. Η Τεμέση είναι, σύμφωνα με την άποψη πολλών φιλολόγων ομηριστών, η κυπριακή Ταμασσός (Α, 182-184).
Η πόλη της Πάφου απαντάται και στην Οδύσσεια και στους Ὓμνους. Στη ραψωδία Θ της Ὀδύσσειας ο ποιητής αφηγείται ότι η Αφροδίτη, έπειτα από το ερωτικό της σκάνδαλο με τον Άρη στον Όλυμπο, πήγε στην Πάφο της Κύπρου, όπου είχε τέμενος και βωμό «μοσχολιβανισμένο». Εκεί την υποδέχθηκαν οι Χάριτες που την έλουσαν και την έχρισαν με λάδι αθάνατο και την έντυσαν με αξιοθαύμαστα φορέματα (Θ, 360-366).
Στον πέμπτο Ὓμνο ο ποιητής καλεί στην αρχή τη Μούσα να αφηγηθεί τα έργα της Αφροδίτης Κύπριδος, που γέννησε πόθους στους αθάνατους θεούς και δάμασε όλες τις φυλές των ανθρώπων, τα πουλιά του ουρανού, τα ζώα της στεριάς και τα ψάρια της θάλασσας (5.1-5). Στον ίδιο Ύμνο αφηγείται ότι η Αφροδίτη, όταν ερωτεύθηκε τον Αγχίση, πήγε στην Κύπρο, στον ναό της στην Πάφο, όπου υπήρχε γι’ αυτήν τέμενος και βωμός. Εκεί την περιποιήθηκαν οι Χάριτες και την έντυσαν λαμπρά, κι αφού γύρισε στην Τρωάδα, στην Ίδη, ξελόγιασε τον Αγχίση. Από τον έρωτά τους γεννήθηκε ο Αινείας (5.53-160). Ο Ὓμνος τελειώνει με την προσφώνηση του ποιητή στην Αφροδίτη: «Χαίρε θεά βασίλισσα της Κύπρου με τις ωραίες πολιτείες» (5.292).
Στον έκτο Ὓμνο ο ποιητής δηλώνει, στους πρώτους στίχους, ότι θα ψάλει τη σεβαστή, χρυσοστέφανη, όμορφη Αφροδίτη, που κυβερνά όλα τα κάστρα της Κύπρου της θαλασσινής, όπου την έφεραν οι αύρες του Ζεφύρου. Στη συνέχεια περιγράφει με λεπτομέρειες την υποδοχή της εκεί από τις Ώρες, που τη στόλισαν και την ετοίμασαν για να εμφανιστεί μπροστά στους άλλους αθάνατους θεούς (6.1-18).
Στον δέκατο Ὓμνο (10.4-5) ονομάζει την Αφροδίτη προστάτιδα της πλούσιας Σαλαμίνος και της θαλασσινής Κύπρου. Στον πρώτο στίχο του ίδιου Ύμνου της δίδει το όνομα «Κυπρογενής». Η ονομασία αυτή, όπως και η παραλλαγή της «Κυπρογένεια», αποτέλεσαν για αιώνες ένα από τα πιο συνηθισμένα επίθετα της Αφροδίτης. Εκτός από το επίθετο αυτό ο Όμηρος, στη ραψωδία Ε της Ιλιάδος, περιγράφοντας τον τραυματισμό της Αφροδίτης από τον Διομήδη, την ονομάζει κατ' επανάληψη «Κύπριν».
Τέλος, στον έβδομο Ὓμνο (7.28-31) παρουσιάζεται το περιστατικό της σύλληψης του θεού Διονύσου από Τυρρηνούς πειρατές. Ο αρχηγός τους, αγνοώντας την ταυτότητα του αιχμαλώτου τους, υποθέτει ότι μια από τις πιθανές πατρίδες του άγνωστου νέου είναι και η Κύπρος.
Γ. ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗΣ