Mε την ονομασία τα Οκτωβριανά είναι γνωστά τα δραματικά γεγονότα που συνθέτουν το κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων κατά των Άγγλων αποικιοκρατών τον Οκτώβριο του 1931. Το κίνημα, που αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά γεγονότα της περιόδου της Αγγλοκρατίας και γενικότερα της νεότερης Ιστορίας της Κύπρου, είχε εκδηλωθεί σε ολόκληρη την Κύπρο. Επίκεντρο ήταν όμως η πρωτεύουσα Λευκωσία και κορύφωσή του η 21η Οκτωβρίου του 1931.
Θα πρέπει εξ αρχής να τονισθεί ότι το κίνημα του Οκτωβρίου του 1931 δεν ήταν επαναστατική εκδήλωση που είχε προετοιμαστεί και σχεδιαστεί προσεκτικά. Αντίθετα, ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη ενέργεια που στρεφόταν κατά των Άγγλων κυριάρχων και της όλης πολιτικής τους έναντι της Κύπρου και του ελληνικού πληθυσμού της που αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία (γύρω στο 80% περίπου) του κυπριακού λαού. Ήταν ένα ξέσπασμα οργής που δεν είχε οργανωθεί, γι’ αυτό εξάλλου και κατεστάλη από τις αγγλικές αρχές πολύ εύκολα. Οι διάφοροι οικονομικοί λόγοι που συνθέτουν τη μια πτυχή της κρίσεως του Οκτωβρίου του 1931, δεν είναι οι σοβαρότεροι. Στην πραγματικότητα το κίνημα ήταν καθαρά εθνικό.
Είναι γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου είχε καλωσορίσει με χαρά την άφιξη των Άγγλων στο νησί το καλοκαίρι του 1878 και είχε αποδεχθεί με ανακούφιση τον τερματισμό της μακρόχρονης τουρκικής κατοχής. Η αναίμακτη (δι’ ενοικιαγοράς) κατάληψη της Κύπρου από τους (Χριστιανούς) Άγγλους θεωρήθηκε από πολλούς ως ευτυχές γεγονός γιατί τερμάτιζε τη σκοτεινή περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Αλλά και γιατί (έχοντας υπόψιν το παράδειγμα της Επτανήσου) ερμηνεύθηκε ότι αποτελούσε το απαραίτητο μεταβατικό στάδιο για τον τελικό σκοπό, που ήταν η απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα.
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, η Κύπρος ευεργετήθηκε από τις νέες συνθήκες της αγγλικής κατοχής γιατί άρχισε να μπαίνει κάποια τάξη στη διοίκηση, άρχισαν να γίνονται κάποια έργα υποδομής, άρχισε ν' απονέμεται ορθότερα η δικαιοσύνη, άρχισαν να δημιουργούνται προοπτικές καλύτερης εκπαίδευσης και οικονομικής ανέλιξης και — ίσως το πιο σοβαρό — γιατί και πολιτιστικά η Κύπρος επανενώθηκε με την Ευρώπη. Έτσι, παρά την ύπαρξη σοβαρότατων ακόμη προβλημάτων (οικονομικών και άλλων) αφού έστω κι αν γίνονταν αρκετά έργα οι Άγγλοι δεν έπαυαν από του να είναι κι αυτοί κατακτητές που εκμεταλλεύονταν το νησί, ωστόσο ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου μια άλλη κατάσταση ήταν που δεν μπορούσε ν' αποδεχθεί: τη μέρα με τη μέρα και χρόνο με τον χρόνο διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών του για εθνική αποκατάσταση· δηλαδή για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το ενωτικό αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων είχε ήδη εκφραστεί αμέσως μετά τον σχηματισμό Ελληνικού κράτους, μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 (βλέπε λήμμα ένωσις). Το αίτημα αυτό επανεφέρθη και φούντωσε μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Άγγλους. Επανειλημμένες αποστολές Ελλήνων Κυπρίων εστάλησαν στην Αγγλία για να θέσουν επίσημα το αίτημα στην αποικιοκρατική μητρόπολη, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα (βλέπε λήμμα Αγγλοκρατία). Η συμμετοχή των Ελλήνων Κυπρίων στους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων (όπως στους πολέμους των τελών του 19ου αιώνα και στους Βαλκανικούς* πολέμους του 1912-13) αποτελούσε έκφραση της πεποιθήσεως για κοινή καταγωγή Ελλήνων και Κυπρίων, για κοινή μοίρα και κοινή πορεία. Η συμμετοχή των Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο αποτελούσε έκφραση της πεποιθήσεως ότι θα υπήρχε και «κυπριακό μερίδιο» κατά τη «διανομή των κερδών» μετά τη νίκη (πράγμα που συνέβη και αργότερα, κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο). Εξάλλου την απόδοση της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα είχε διαπραγματευθεί στο Λονδίνο ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τις παραμονές του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου (βλέπε λήμμα Βενιζέλος Ελευθέριος). Όμως οι ελπίδες — που είχαν πληρωθεί και με αίμα με τη συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών στους πολέμους — γρήγορα διαψεύστηκαν. Κατά τη «διανομή των κερδών» στη διάσκεψη του Παρισιού μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, δεν υπήρξε «κυπριακό μερίδιο» (βλέπε Βενιζέλος Ελευθέριος) αν και η ηγεσία των Ελλήνων Κυπρίων βρισκόταν εκεί, παρακαλώντας και ικετεύοντας. Μετά τη συνθήκη της Λωζάνης* (1923) διά της οποίας η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα επί της Κύπρου δικαιώματά της, γεννήθηκαν κάποιες νέες ελπίδες γιατί έτσι είχε αρθεί ένα σοβαρότατο εμπόδιο στην απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ωστόσο με την άρση του εμποδίου αυτού, η Αγγλία προχώρησε όχι στην εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα αλλά στην προσάρτησή της με την ανακήρυξη του νησιού (1.5.1925) ως αποικίας του Στέμματος. Είχε δε τότε καταστεί απόλυτα σαφές στους Έλληνες Κυπρίους, από Άγγλους επισήμους (όπως ο υπουργός Αποικιών Έιμερυ) ότι ζήτημα ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα δεν υπήρχε, κι ότι τέτοιο θέμα ήταν οριστικά κλειστό.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι κατά την πρώτη περίοδο της Αγγλοκρατίας (1878-1925) υπήρχε μια συνεχής εναλλαγή αναπτέρωσης και διάψευσης των προσδοκιών των Ελλήνων Κυπρίων για επίτευξη του ιδανικού της ενώσεως. Έτσι, από ψυχολογική άποψη, το αυθόρμητο κίνημα του Οκτωβρίου του 1931 ήταν μια φυσιολογική αντίδραση ενός καταπιεσμένου και υπόδουλου πληθυσμού ενάντια στους καταπιεστές του.
Γενικές παρατηρήσεις: Αναμφίβολα ο Ελληνισμός της Κύπρου πλήρωσε πολύ ακριβά — και τότε και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν — την σπασμωδική εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931. Η εκτίμηση όμως — και μάλιστα εκτίμηση της τότε εποχής — ήταν πως η θυσία άξιζε να καταβληθεί επειδή είχε αρκετά θετικά στοιχεία. Το βασικότερο απ’ αυτά ήταν η διεθνοποίηση του Κυπριακού ζητήματος, αφού η μεγάλη κρίση του 1931 το τοποθέτησε στο κέντρο της διεθνούς προσοχής. Ένα άλλο γεγονός, που είχε καταχωρηθεί στα «κέρδη» του κινήματος, ήταν η αφύπνιση του Ελληνισμού και η στράτευσή του υπέρ του κυπριακού αγώνα. Και πράγματι, το κίνημα είχε βαθιά απήχηση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου όπου υπήρχαν ελληνικές και κυπριακές παροικίες. Ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, όπου ανθούσε τότε και ελληνική και κυπριακή παροικία, ο αντίκτυπος των γεγονότων ήταν μεγάλος. Οι διάφορες μάλιστα εκδηλώσεις που έγιναν στην Αίγυπτο, θορύβησαν ιδιαίτερα τους Άγγλους που, μεταξύ άλλων, άσκησαν πιέσεις ώστε να περιοριστούν ενέργειες όπως η διεξαγωγή εράνου και αποστολή χρημάτων στην Κύπρο, να ματαιωθούν μνημόσυνα για τους νεκρούς της εξέγερσης κλπ.
Εκτός από την Αίγυπτο, Έλληνες και Κύπριοι οργάνωσαν εκδηλώσεις και σε αρκετές άλλες χώρες, όπως στο Σουδάν, στη Συρία, στην Αβησσυνία, στον Λίβανο κ.α.
Στην ίδια την Κύπρο, πάντως, ο Ελληνισμός του νησιού παρέμεινε χωρίς ηγεσία. Μάλιστα μετά και τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ' το 1933, μόνος ιεράρχης που έμεινε στο νησί ήταν ο Πάφου Λεόντιος που κι αυτός δρούσε υπό αυστηρούς περιορισμούς ενώ επανειλημμένα είχε συρθεί και στα δικαστήρια. Η ύπαρξη και δράση κομμάτων απαγορευόταν, το δε Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου πέρασε στην παρανομία. Μόνο μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο μπόρεσε να ανασυγκροτηθεί και στελεχωθεί η εθναρχούσα Εκκλησία και να δραστηριοποιηθούν τα νέα κόμματα που ιδρύθηκαν, να γίνουν διάφορες εκλογές (εκκλησιαστικές, δημαρχιακές κλπ.) και να αρχίσει μια νέα πορεία που δεν ξέφυγε από τον τελικό στόχο, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Πάντως, όπως και να δούμε το κίνημα στις 21 Οκτωβρίου του 1931, τούτο παραμένει μια δυναμική εκδήλωση σκλάβων, ενάντια στους καταπιεστές τους.