Αμίαντος- Amiantos. Ο Αμίαντος είναι κοινότητα της επαρχίας Λεμεσού. Παλαιότερα, υπήρχαν δύο γειτονικά χωριά με το όνομα Αμίαντος: ο Κάτω Αμίαντος και ο Πάνω Αμίαντος. Ο Πάνω Αμίαντος εγκαταλείφθηκε μετά και το κλείσιμο του μεταλλείου αμιάντου της περιοχής. Το 2005 οι δύο κοινότητες έγιναν μία υπό το όνομα Αμίαντος. Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2011 οι κάτοικοι του χωριού ανέρχονταν σε 261 και 287 το 2021.
Βλέπε λήμμα: Αμίαντος Μεταλλείο
Κάτω Αμίαντος
Χωριό της επαρχίας Λεμεσού, 4 χμ. περίπου στα νότια του Καρβουνά και 5 χμ. περίπου στα ΒΔ. του χωριού Πελέντρι. Βρίσκεται σε ένα υψόμετρο 980 περίπου μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στις όχθες του Κούρη ή καλύτερα του ποταμού του Αμιάντου, γιατί έτσι είναι γνωστό το βόρειο τμήμα του Κούρη μέχρι την Τριμήκληνη. Η μεγαλύτερη έκταση του χωριού καταλαμβάνεται από το κρατικό δάσος του Τροόδους.
Βλέπε λήμμα: Τροόδος οροσειρά
Γεωλογία
Το χωριό, που είναι κυρίως τοποθετημένο πάνω στα σκληρά, ανθεκτικά πετρώματα του γάββρου, βρίσκεται στη συμβολή του ρυακιού των Λουμμάτων και του Κούρη. Το ρυάκι των Λουμμάτων που ξεκινά από το γνωστό εκδρομικό χώρο Λούματα τους Ατούς, έχει σκάψει μια πολύ στενή βαθιά κοιλάδα με απότομες πλευρές στα νότια του μεταλλείου του Αμιάντου.
Ο Κάτω Αμίαντος βρίσκεται ανάμεσα σε δυο απότομες βουνοπλαγιές με πολύ άγριο μα γραφικό τοπίο, που κυρίως οφείλεται στα σκληρά πετρώματα της περιοχής. Σε αντίθεση, εδώ δεν συναντώνται οι ήπιοι κιμωλιούχοι λόφοι ή οι αποστρογγυλωμένοι λόφοι των λαβών, αλλά το άγριο τοπίο με τις απότομες πλαγιές που κάποτε είναι ορθοπλαγιές-χαρακτηριστικό των γάββρων κι άλλων σκληρών, ανθεκτικών πετρωμάτων γύρω από το Τρόοδος.
Την ύπαρξή του το χωριό την οφείλει κυρίως στον Κούρη, που σχίζει με την κοιλάδα του το βουνό του Τροόδους. Ο κύριος δρόμος Τριμήκληνης -Καρβουνά ακολουθεί πιστά την κοιλάδα αυτή.
Κλίμα- Γεωργία
Ο Κάτω Αμίαντος δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 950 χιλιοστόμετρα, που είναι σχεδόν διπλάσια της μέσης ετήσιας όμβρησης της Κύπρου ως συνόλου (489 χιλιοστόμετρα).
Παρά την περιορισμένη γεωργική έκταση του χωριού, κατά μήκος της κοιλάδας και στις σχετικά ήπιες πλαγιές καλλιεργούνται κυρίως τα οπωροφόρα δέντρα και τα αμπέλια. Εκτός από ελάχιστες σκάλες με επιτραπέζιες ποικιλίες, τα κυριότερα είδη των σταφυλιών είναι τα οινοποιήσιμα. Από τα οπωροφόρα, τα κυριότερα δέντρα είναι οι μηλιές, οι αχλαδιές, οι ροδακινιές, οι κερασιές, οι δαμασκηνιές, οι βερυκοκκιές, οι καρυδιές κι οι κυδωνιές. Στο χωριό καλλιεργούνται ακόμα οι πατάτες (εαρινής εσοδείας), οι ελιές, οι αμυγδαλιές και τα λαχανικά. Η ενασχόληση με την κτηνοτροφία στην περιοχή είναι πολύ περιορισμένη.
Συγκοινωνίες- Πληθυσμός
Στα νοτιοανατολικά το χωριό συνδέεται με το Πελέντρι, στα βόρεια με τον Καρβουνά και στα νότια με τη Λεμεσό. Ένας δρόμος στα νότια συνδέει το χωριό με τον Μέσαποταμο και από εκεί με τις Πλάτρες.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1931 | 179 |
1946 | 281 |
1960 | 406 |
1973 | 372 |
1976 | 463 |
1982 | 363 |
1992 | 254 |
2001 | 219 |
Οι πληθυσμιακές αυξομειώσεις σ' ένα μεγάλο βαθμό απηχούν τις οικονομικές καταστάσεις του μεταλλείου του Αμιάντου. Ο αριθμός των εργατών στο μεταλλείο του Αμιάντου, μειώθηκε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 1929-1933, κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου πολέμου και κατά τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του με την πλήρη μηχανοποίηση των εργασιών του μεταλλείου και την υιοθέτηση σύγχρονης τεχνολογίας.
Βλέπε: Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ
Τοπίο- αρχιτεκτονική
Πλησιάζοντας τον Κάτω Αμίαντο από τον Καρβουνά, ξεπροβάλλουν πρώτα οι κεραμιδένιες και τσίγγινες στέγες των σπιτιών, που όλες σχεδόν είναι επικλινείς ή αμφικλινείς. Στο κέντρο του χωριού τα πανύψηλα κυπαρίσσια, τα πλατάνια και οι λεύκες ξεχωρίζουν με το ανάστημά τους, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις αποχρώσεις του πράσινου. Περνώντας πάνω από το ψηλό γεφύρι του χωριού, που αντικατέστησε το παλιό, διακρίνεις, στα δεξιά το γυμνό τοπίο που δημιούργησε το μεταλλείο του Αμιάντου.
Η χρήση του τοπικού γάββρου στους τοίχους αντιστήριξης, μέσα στον οικισμό, είναι εμφανής. Όμως την άνοιξη ένα μικρό φυτό με λιλά χρώμα, στις πλαγιές του βουνού θα προσελκύσει την προσοχή. Πρόκειται για το κτηνοτροφικό φυτό που αφθονεί σε όλη σχεδόν την Πιτσιλιά και που οι χωρικοί το ονομάζουν άχερο ή μαυράχερο.
Η διαδρομή από τον Κάτω Αμίαντο σε όλη την έκταση των διοικητικών ορίων του χωριού, είναι μέσα από ένα βουνίσιο γραφικό τοπίο που ξετυλίγει ποικίλες μορφές στα μάτια του επισκέπτη. Ψηλές βουνοκορφές, απότομες σχεδόν κάθετες ορθοπλαγιές, βαθιές χαράδρες, στενά φαράγγια, δροσερές ρεματιές. Η θαμνώδης βλάστηση του λάδανου, της λεβάντας, του κόνιζου, της φασκομηλιάς και του δεντρολίβανου, αναδίδει μια ευφρόσυνη μυρωδιά.
Ο δρόμος από τον Καρβουνά προς τον Σαϊττά μέσω του Κάτω Αμιάντου έχει διαπλατυνθεί και ευθυγραμμιστεί και η όλη διαδρομή είναι πολύ ευχάριστη.
Σύμφωνα με τον Ν. Κληρίδη, στον Κάτω Αμίαντο υπήρχαν αρχικά 2-3 νερόμυλοι με το όνομα «μύλοι του Αμιάντου» στους οποίους κατέφευγαν όλοι οι κάτοικοι της Πιτσιλιάς για το άλεσμα των σιτηρών τους, ιδίως το καλοκαίρι. Ακόμα στα παλιά χρόνια στο χωριό υπήρχε χάνι όπου στάθμευαν οι αγωγιάτες και οι καμήλες που μετέφεραν τα πορτοκάλια της Λεύκας προς τη Λεμεσό. Είναι γύρω από το πρώτο αυτό χάνι που δημιουργήθηκε σταδιακά ο οικισμός του Κάτω Αμιάντου (Βλέπε: Ν. Κληρίδη, Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου, Λευκωσία, 1961, σσ. 33-35).
Βλέπε λήμμα: Η καμήλα ως μεταφορικό μέσο στην Κύπρο
Στα βόρεια του Κάτω Αμιάντου βρίσκεται μια τοποθεσία που ονομάζεται «Λουτρόν της ρήγαινας». Τα παλιά χτίσματα τώρα δεν φαίνονται. Σύμφωνα με την παράδοση η ρήγαινα ερχόταν στην περιοχή αυτή το καλοκαίρι κι έκανε τα μπάνια της (βλέπε Ν. Κληρίδη, Θρύλοι και Παραδόσεις της Κύπρου, Λευκωσία 1954, σ. 30).
Πάνω Αμίαντος
Ο Πάνω Αμίαντος βρίσκεται στα ανατολικά της πιο ψηλής κορφής της Κύπρου, του Ολύμπου (υψόμετρο 1.952 μέτρα), τοποθετημένος σε υψόμετρο 1.360 μ. και είναι ένα από τα πιο ψηλά χωριά της Κύπρου. Συγκεκριμένα ο Πάνω Αμίαντος είναι το δεύτερο ψηλότερο χωριό της Κύπρου μετά το χωριό Πρόδρομος. Ολόκληρη η διοικητική έκταση του Πάνω Αμιάντου αποτελεί κρατική δασική γη που ανήκει στο δάσος του Τροόδους.
Ο οικισμός βρίσκεται δίπλα στο μεταλλείο του Αμιάντου και σε αυτό οφείλει την ύπαρξή του. Η όλη έκταση του χωριού βρίσκεται πάνω στις σερπεντίνες, η εξόρυξη δε του ορυκτού του αμιάντου και οι εγκαταστάσεις του μεταλλείου δημιούργησαν μια μεγάλη πληγή στο όμορφο τοπίο του Τροόδους.
Γεωλογία- κλίμα
Το χωριό είναι χτισμένο κοντά στα διοικητικά σύνορα Λευκωσίας - Λεμεσού, το δε τοπίο του έχει διαμελιστεί από τους παραποτάμους του Κούρη. Τόσο το χωριό όσο και το μεταλλείο είναι τοποθετημένα σε πλαγιά με αισθητή την κλίση προς τα νότια και ανατολικά.
Ο Πάνω Αμίαντος δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 1.072 χιλιοστόμετρα, που είναι από τις πιο ψηλές της Κύπρου. Κατά γενικό μέσο όρο δέχεται βροχόπτωση όλο σχεδόν το χρόνο, περιλαμβανομένων και των θερινών μηνών. Αξίζει να αναφερθεί πως η μέση ετήσια βροχόπτωση του Ιουνίου είναι 19 χιλιοστόμετρα, του Ιουλίου 7 χιλιοστόμετρα, του Αυγούστου 4 και του Σεπτεμβρίου 18. Κατά τους πρώτους τρεις μήνες του χρόνου δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 551 χιλιοστόμετρα, που ξεπερνά τη μέση όμβρηση της Κύπρου ως συνόλου (489 χιλιοστόμετρα).
Οι βροχοπτώσεις είναι συχνά ραγδαίες και οι χιονοπτώσεις βαριές. Έχει σημειωθεί πως στις 4.12.1936 το χωριό δέχτηκε 237,5 χιλιοστόμετρα βροχής σε μόνο 24 ώρες. Πιο πρόσφατα, στις 24- 25 Δεκεμβρίου, 1968, το χωριό δέχτηκε 294,1 χιλιοστόμετρα βροχής σε 48 ώρες.
Κατά τους χειμερινούς μήνες η υγρασία είναι αρκετά υψηλή και ξεπερνά τα 70%. Αρκετές μέρες κατά τους χειμερινούς μήνες η θερμοκρασία είναι κάτω του 0°C. Κι αυτή η μέση μηνιαία μεγίστη θερμοκρασία του Αυγούστου φθάνει μόνο στους 31,2 βαθμούς Κελσίου. Συχνά το μεταλλείο του Αμιάντου διέκοπτε τις εργασίες του ή περιόριζε το εργατικό δυναμικό κατά τους πρώτους δυο χειμερινούς μήνες, κυρίως εξαιτίας της χιονόπτωσης και της βροχόπτωσης.
Επειδή πρόκειται περί καθαρά μεταλλευτικού οικισμού, σχεδόν δεν παρατηρείται γεωργική απασχόληση.
Πληθυσμός
Υπάρχουν πληθυσμιακά στοιχεία από το 1946 μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1946 | 656 |
1960 | 430 |
1973 | 200 |
1976 | 205 |
1982 | 106 |
1992 | 8 |
2001 | 3 |
Και πριν από την απογραφή του 1946 ζούσαν στο χωριό, χωρίς να έχουν μόνιμη κατοικία, αρκετοί εργάτες (βλ. J. Goodwin, An Historical Toponymy of Cyprus, 3rd edition, σ. 80). Ο πληθυσμός του οικισμού επηρεάστηκε, όπως κι εκείνος των γειτονικών χωριών, από την οικονομική κρίση του 1929-1933, κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου πολέμου και πρόσφατα με την πλήρη μηχανοποίηση των εργασιών του μεταλλείου και την υιοθέτηση σύγχρονης τεχνολογίας.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια