Η παραγωγή κρασιού στην Κύπρο έχει ιδιαίτερα μακρά παράδοση και ξεκινά από τα αρχαιότατα χρόνια. Κατά την Αρχαιότητα αλλά και το Μεσαίωνα και αργότερα, η Κύπρος ήταν γνωστή για τα περίφημα κρασιά της. Όμως το λήμμα αυτό δεν ασχολείται ιστορικά με την παραγωγή οινικών προϊόντων στην Κύπρο γιατί τέτοια στοιχεία δίνονται στα χωριστά αυτοτελή λήμματα για το κάθε ένα προϊόν (όπως στα λήμματα κρασί, ζιβάνα, κουμανταρία). Έτσι εδώ γίνεται αναφορά αποκλειστικά στις υπάρχουσες οινοβιομηχανίες.
Στην Κύπρο λειτουργούν τέσσερις μεγάλες οινοβιομηχανίες που όλες έχουν τις κύριες εγκαταστάσεις τους στην πόλη της Λεμεσού, αλλά και βοηθητικές ή και άλλες εγκαταστάσεις και παραρτήματα σε άλλα αμπελουργικά μέρη της Κύπρου (Πάφος, Πέρα Πεδί, Ζανατζιά, Πολέμι κ.α.). Οι μεγάλες αυτές μονάδες είναι:
1. ΕΤ.Κ.Ο. (=Εταιρεία Κυπριακών Οίνων).
2. Κ.Ε.Ο. (=Κυπριακή Εταιρεία Οίνων).
3. Λ.Ο.Ε.Λ. (=Λαϊκή Οινοπνευματοποιητική Εταιρεία Λεμεσού).
4. Σ.Ο.Δ.Α.Π. (=Συνεργατικός Οργανισμός Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων).
Η σειρά με την οποία οι μονάδες αυτές αναφέρονται, είναι σύμφωνα προς την αρχαιότητά τους.
Υπάρχουν και άλλες μικρότερες βιομηχανικές μονάδες που ασχολούνται με την παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών. Αναφέρουμε τις εταιρείες Περιστιάνη, Πλατάνη, Βίνκο, Παντελίδη, Στυλιανίδη, Τάλια και Θουκή κ.α. Επίσης οινικά προϊόντα και κυρίως κρασί και ζιβάνα εξακολουθούν να παράγονται, σε περιορισμένη όμως κλίμακα, σε διάφορα κρασοχώρια όπου εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται οι παραδοσιακοί τρόποι κατασκευής. Ιδίως η ζιβάνα (ή ζιβανία), της οποίας την παραγωγή στα κρασοχώρια ενθαρρύνει το κράτος.
Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια η παραγωγή κρασιών, ιδίως της φημισμένης κουμανταρίας, γινόταν υπό τον έλεγχο των φεουδαρχών και της Μεγάλης Κομμανταρίας των Ιωαννιτών ιπποτών. Κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας η παραγωγή κρασιού ήταν επίσης σημαντική, το δε προϊόν αυτό ήταν το κυριότερο εξαγωγικό είδος της Κύπρου. Ωστόσο η κατασκευή και εμπορία του αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα. Όταν δε, σε μερικές περιπτώσεις, επιβαλλόταν επί του προϊόντος υψηλότατη φορολογία, η παραγωγή μειωνόταν ιδιαίτερα αισθητά. Δεν υπήρχαν βέβαια τότε οποιεσδήποτε βιομηχανικές μονάδες· η παραγωγή γινόταν από τους ίδιους τους αμπελοκαλλιεργητές και από τα μοναστήρια, και βέβαια δεν ήταν βιομηχανοποιημένη.
Περί τα τέλη της Τουρκοκρατίας ιδρύθηκε η αρχαιότερη από τις υπάρχουσες σήμερα μεγάλες βιομηχανίες, η ΕΤΚΟ. Ιδρύθηκε από το Χριστόδουλο Χατζηπαύλο, που εμπορευόταν τα κυπριακά κρασιά με εξαγωγές στις γύρω χώρες, μάλιστα με δυο δικά του καράβια. Ως χρόνος ίδρυσής της αναφέρεται με επιφύλαξη το 1844, σύμφωνα προς αόριστες καταχωρήσεις στο ημερολόγιο του Χατζηπαύλου. Πάντως η εταιρεία υφίστατο κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, μάλιστα άρχισε να κερδίζει βραβεία και μετάλλια για τα προϊόντα της από το 1882. Αρχικά επρόκειτο περισσότερο για βιοτεχνία που χρησιμοποιούσε τους παραδοσιακούς τρόπους κατασκευής και με περιορισμένες δραστηριότητες, παρά για βιομηχανία. Οι εγκαταστάσεις της βρίσκονταν στο χωριό Ζανατζιά, σε μεγάλο αγροτικό σπίτι που σώζεται μέχρι σήμερα.
Η βιομηχανοποίηση της παραγωγής οινικών προϊόντων έγινε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1878 κ.ε.), με τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν και τις νέες προοπτικές που διαφάνηκαν. Σύντομα η βιοτεχνία του Χατζηπαύλου εξελίχθηκε σε βιομηχανική μονάδα με εγκαταστάσεις και εργοστάσιο στη Λεμεσό, ενώ μικρές βιομηχανίες άρχισαν επίσης να δημιουργούνται τόσο στη Λεμεσό όσο και σε μερικά χωριά. Το 1927 ιδρύθηκε η ΚΕΟ, αρχικά με την επωνυμία Κυπριακή Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων ΛΤΔ. Αργότερα η εταιρεία αυτή διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από την Κυπριακή Εταιρεία Οίνων. Ακολούθησαν η ίδρυση της ΛΟΕΛ το 1943 και του ΣΟΔΑΠ το 1947. Ο ΣΟΔΑΠ , που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Συνεργατισμού στην Κύπρο, εκτός από τη Λεμεσό διαθέτει μεγάλες εγκαταστάσεις και στην Πάφο.
Για αρκετά χρόνια οι οινοβιομηχανίες παρήγαν κρασιά λευκά και κόκκινα, χρησιμοποιώντας τις παραδοσιακές ποικιλίες σταφυλιών που για πολλούς αιώνες καλλιεργούνταν (και ακόμη καλλιεργούνται) στην Κύπρο, όπως το ντόπιο μαύρο και το ντόπιο άσπρο. Οι μέθοδοι παραγωγής και εμφιάλωσης, που αρχικά ήσαν πρωτόγονες, σταδιακά εξελίχθηκαν, και σήμερα οι οινοβιομηχανίες της Κύπρου χρησιμοποιούν προηγμένες μεθόδους και σύγχρονα μηχανήματα. Σημαντική είναι επίσης η διαδικασία αποθήκευσης προϊόντων σε ειδικούς χώρους (σε βαρέλια ή και σε μπουκάλες) για παλαίωση. Στο μεταξύ έγιναν, κατά τα τελευταία χρόνια, κι εξακολουθούν να γίνονται πειραματισμοί με νέες ποικιλίες αμπελιών που εισήχθησαν και καλλιεργούνται στην Κύπρο. Έτσι, οι οινοβιομηχανίες της Κύπρου, εκτός από τα παραδοσιακά είδη κρασιών, προσέφεραν κατά τα τελευταία χρόνια στη διεθνή αγορά αρκετά νέα είδη επιτραπέζιων κρασιών πολυτελείας που εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα. Σοβαρή φροντίδα χαρακτηρίζει όλα τα στάδια παραγωγής, ώστε το τελικό προϊόν να είναι υψηλής στάθμης και, κατ’ ακολουθία, συναγωνιστικό της παραγωγής άλλων χωρών στη διεθνή αγορά.
Οι οινοβιομηχανίες της Λεμεσού παράγουν σήμερα εξαίρετης ποιότητας κρασιά διαφόρων τύπων: λευκά, κόκκινα και ροζέ, ξηρά, ημίγλυκα και γλυκά, ακόμη και τύπου σιαμπανέ. Δίνουν επίσης στην αγορά την παραδοσιακή κουμανταρία, σιέρρυ και διαφόρων τύπων κονιάκ, περιλαμβανομένων και εξαίρετων κονιάκ πολυτελείας. Επίσης, η ΚΕΟ ειδικεύεται και στην παραγωγή μπύρας (από το 1951) ενώ παλαιότερα κατασκεύαζε και αναψυκτικά. Η ΕΤΚΟ, το 1974 διαχωρίστηκε σε δυο βιομηχανίες (κρασιών και κονιάκ). Η ΛΟΕΛ, πάλι, καθιέρωσε το σύστημα διάθεσης προϊόντων με ανταλλαγές από τις τότε σοσιαλιστικές χώρες ۬ τούτο συνέβαλε στην ποσοτική αύξηση των εξαγωγών και άλλων κυπριακών προϊόντων (όπως λ.χ. σταφίδα).
Οι μεγάλες οινοβιομηχανίες της Λεμεσού αποτελούν ζωτικής σημασίας μονάδες για την οικονομία της Κύπρου και ιδιαίτερα των αμπελουργικών επαρχιών Λεμεσού και Πάφου. Εκτός του ότι οι ίδιες οι βιομηχανίες εργοδοτούν πέραν των 1.000 εργατοϋπαλλήλων συνολικά, είναι αυτές που παραλαμβάνουν κι απορροφούν τις μεγαλύτερες ποσότητες των παραγομένων σταφυλιών οινοποιησίμων ποικιλιών (σε τιμές ελεγχόμενες από το κράτος), συμβάλλοντας σημαντικά στην οικονομία των κρασοχωριών των επαρχιών Λεμεσού και Πάφου. Τα προϊόντα τους, εξάλλου, όχι μόνο καταναλώνονται από το ντόπιο πληθυσμό και τους τουρίστες, αλλά αποτελούν επίσης βασικά εξαγωγικά είδη της Κύπρου στην Ευρώπη και αλλού.
Βλέπε λήμμα: Οινοποιεία
Τα κυπριακά οινικά προϊόντα χαίρουν διεθνώς πολύ καλής φήμης και θεωρούνται άριστης ποιότητας. Τούτο αποδεικνύεται και από τον μεγάλο αριθμό τιμητικών μεταλλίων και διακρίσεων που οι οινοβιομηχανίες κέρδισαν κατά καιρούς στον διεθνή χώρο. Όλες οι μεγάλες οινοβιομηχανίες του τόπου έχουν να επιδείξουν συλλογές από τέτοιες τιμητικές διακρίσεις.
Από το 1962 οι 4 μεγάλες αυτές εταιρίες, όπως και πολλές άλλες μικρότερες λαμβάνουν μέρος στη Γιορτή του Κρασιού που διοργανώνεται κάθε χρόνο στη Λεμεσό.
Το συλλαλητήριο των Οινοπαραγωγών
Το 1894 πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο συλλαλητήριο οινοπαραγωγών στο Πέρα Πέδι.
Υπήρξε από ιστορικής πλευράς η πρώτη μαζική και οργανωμένη πολιτική, συνδικαλιστική και εθνική διαμαρτυρία στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Περισσότερα από 4.000 άτομα, από εκατόν σαράντα χωριά, πήραν μέρος στο συλλαλητήριο, το οποίο υπήρξε μαζικό, αν λάβει κανείς υπόψη τα μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας της εποχής. Ενδεχομένως να υπήρξε η μεγαλύτερη παγκύπρια συγκέντρωση για ένα μη αμιγώς εθνικό θέμα, όπως το επόμενο συλλαλητήριο του 1895 στη Λεμεσό, στην πλατεία Στεφανή, το οποίο είχε καθαρά πολιτικά κριτήρια. Αναμφίβολα ήταν μια από τις πρώτες ολοκληρωμένες πολιτικές πράξεις στην Κύπρο κατά την πρώτη περίοδο της Αγγλικής Κατοχής, σχεδόν μια δεκαετία μετά την άφιξη των Βρετανών στην Κύπρο το 1878. Και να τονίσουμε ότι ενώ το συλλαλητήριο αυτό καθεαυτό ήταν μια πράξη που σχετιζόταν με εργασιακά και φορολογικά ζητήματα κυρίως, εντούτοις αξιοποιήθηκε από τους διοργανωτές ώστε να τεθούν ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Οπως αναφέρει ο διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου και Κέντρου Μελετών Λεμεσού Μίμη Σοφοκλέους, οι οινοπαραγωγοί αντέδρασαν δυναμικά λόγω του φόρου «Ζιντζιριέ» . Αν και υπήρξε ένας από τους νόμους της Οθωμανικής Περιόδου, εξακολουθούσε να υπάρχει και να επηρεάζει απόλυτα σχεδόν την τύχη χιλιάδων ανθρώπων στην Κύπρο και κυρίως στο διαμέρισμα Λεμεσού-Πάφου, όπως ήταν διοικητικά και εκλογικά έως το 1929 οι δύο σημερινές επαρχίες Λεμεσού και Πάφου, στις οποίες διαβιούν έως σήμερα οι περισσότεροι αμπελουργοί και οινοπαραγωγοί. Οι ομάδες αυτές πίστευαν ότι ο φόρος αυτός θα καταργείτο με τη νέα τάξη πραγμάτων. Οι Βρετανοί, όμως, παρ’ όλες τις εκκλήσεις εντός και εκτός του Νομοθετικού Συμβουλίου, δεν έκαναν το αναμενόμενο ώστε να καταργηθεί ο «Ζιντζιριέ», που είχε καταντήσει βραχνάς για όσους ασχολούνταν με τα οινικά προϊόντα σε όλη την γκάμα της καλλιέργειας, της παραγωγής και της διάθεσης. Δηλαδή, από τους αμπελώνες έως την εξαγωγή των κρασιών και των άλλων προϊόντων της αμπέλου (ξίδι, σταφίδες κ.λπ.). Ο εν λόγω φόρος είχε ψηφιστεί, δίνοντας έμφαση στο ότι ο φοροεισπράκτορας θα πρέπει να κάνει την εκτίμησή του όσον αφορά το ύψος του φόρου στον τόπο της παραγωγής και όχι της κατανάλωσης του προϊόντος.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια