Ξηροπόταμος μοναστήρι

Image

Το μοναστήρι του Ξηροποτάμου, αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο, βρίσκεται κοντά στο χωριό Πεντάγεια, στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Σύμφωνα προς παλαιά παράδοση, που απαντάται καταγραμμένη και σε δύο χειρόγραφα του 17ου και 18ου αιώνα, τούτο είχε δωρηθεί από κάποιον Βυζαντινό «δούκα Γεώργιον» στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου λίγο μετά την ίδρυσή του, δηλαδή κατά τα τέλη του 11ου αιώνα. Δύο είναι συνεπώς τα ενδεχόμενα: Είτε ο Ξηροπόταμος ήταν μοναστήρι αρχαιότερο του Κύκκου στου οποίου την κατοχή περιήλθε, είτε, το πιθανότερο, ο αναφερόμενος Βυζαντινός αξιωματούχος προικοδότησε το μοναστήρι του Κύκκου προσφέροντάς του κτηματική περιουσία στην περιοχή. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το μοναστήρι του Κύκκου, αξιοποιώντας τη δωρεά, αναβάθμισε την περιοχή σε μετόχι, κτίζοντας εκεί ναό και άλλα υποστατικά.

 

Βλέπε λήμμα: Κύκκου Παναγίας μοναστήρι

 

Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η Mονή Kύκκου ιδρύθηκε στα τέλη του 11ου αιώνα με οικονομική συμβολή του βυζαντινού αυτοκράτορα Aλέξιου Kομνηνού (1081-1118), ο οποίος μερίμνησε και για την εξασφάλιση των αναγκαίων οικονομικών πόρων για την επιβίωσή της με την παραχώρηση τριών μεγάλων Μετοχίων, που αποτελούνταν από τα χωριά Mήλο, Mηλικούρι και Περιστερώνα. Όπως αναφέρεται στα τέσσερα χειρόγραφα της ιστορίας της, των ετών 1614, 1661, 1695 και των αρχών του 18ου αιώνα, που διασώζουν παλαιότερες καταγραφές, κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της προστέθηκε στην κτηματική περιουσία της και το Μετόχιο του Aγίου Γεωργίου της Πεντάγειας, που δωρήθηκε από κάποιο βυζαντινό Δούκα, ο οποίος ονομαζόταν Γεώργιος.

Tο Μετόχιο αυτό ήταν γνωστότερο με την ονομασία «Ξηροπόταμος», όνομα που προέρχεται από παρακείμενο χείμαρρο, ο οποίος πηγάζει στα βόρεια του χωριού Bυζακιά και διέρχεται από την περιοχή. Aποτελείτο από μοναστηριακά κτήρια και μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπων, καθώς και εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, που βρισκόταν σε κοντινή τοποθεσία, πλησίον του νερομύλου του Μετοχίου. Η τελευταία, όμως, κατέπεσε σε ερείπια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, περίοδο κατά την οποία ανηγέρθη η σημερινή εκκλησία, που αφιερώθηκε στους Aγίους Σέργιο και Bάκχο. Σε αυτήν εκκλησιάζονταν και οι κάτοικοι της παρακείμενης Πεντάγειας, μέχρι το 1953, που ανήγειραν δική τους, αφιερωμένη στον Άγιο Nικόλαο.

Στο Μετόχιο εκαλλιεργούντο σιτηρά, ελιές, εσπεριδοειδή, κηπευτικά και διάφορα άλλα προϊόντα. Eξακολούθησε δε να επανδρώνεται από μέλη της αδελφότητας της Mονής μέχρι το 1956, που ενοικιάστηκε στον Κώστα Μαγγλή, ο οποίος δημιούργησε στις γύρω εκτάσεις μεγάλο αγρόκτημα από εσπεριδοειδή. Tελευταίοι μοναχοί που υπηρέτησαν σε αυτό ήταν ο μετέπειτα εκκλησιάρχης της Mονής Kύκκου, π. Eυγένιος, και ο Ιερομόναχος Κλεόπας, οι οποίοι απεχώρησαν το 1957 και το 1959, αντιστοίχως.

 

Γραπτές μαρτυρίες

Πάντως στις υπάρχουσες γραπτές πηγές ο Ξηροπόταμος αναφέρεται πάντοτε ως μετόχι του μοναστηριού του Κύκκου και όχι ως ανεξάρτητο μοναστήρι. Υπάρχει ακόμη και η άποψη ότι ο Ξηροπόταμος αντικατέστησε αρχαιότερο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου που βρισκόταν στην περιοχή.

 

H παλαιότερη μαρτυρία σύνδεσης της Mονής Kύκκου με το Μετόχιο του Ξηροποτάμου ανάγεται στα χρόνια της Λατινοκρατίας (1191-1571) και εντοπίζεται σε έγγραφο, που αφορά έσοδα και έξοδά της, μεταξύ της 21ης Φεβρουαρίου 1553 και της 7ης Μαρτίου 1554. Όπως σημειώνεται σχετικά, η Μονή είχε στην κυριότητά της την περίοδο αυτή μερικά κτήματα γύρω από το κεντρικό μοναστηριακό οικοδόμημά της, καθώς και τα Μετόχια Άγιος Γεώργιος στην Πεντάγεια και Άγιος Nικόλαος στον Aκάμα. Σύμφωνα με το έγγραφο, στον Άγιο Γεώργιο παράγονταν σιτάρι, κριθάρι, κουκιά και φακές, υπήρχε κοπάδι από 200 αιγοπρόβατα, καθώς και δύο νερόμυλοι, που απέδιδαν ένα σταθερό εισόδημα από την ενοικίασή τους στους φραγκομάτες χωρικούς της Πεντάγειας.

 

Ο Αθανάσιος Σακελλάριος γράφει ότι κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα ο Ξηροπόταμος ήταν το καλύτερο από όλα τα μετόχια του Κύκκου: ...Μίαν δέ ὣραν πρός ἀνατολάς τῶν Σόλων κεῖται τό Ξηροπόταμον, τό καλλίτερον μετόχιον τῆς μονῆς Κύκκου, ἒχον πολλούς εὐφόρους ἀγρούς. Ὁ δέ παρά τῶ μετοχίῳ ρέων ποταμός καλεῖται ποταμός τῆς Ἐλαίας ἢ Ξηροπόταμον, ἐξ’ οὗ καί τό μετόχιον ἒλαβε τό ὂνομα....

 

Ο ναός του μοναστηριού, που αντικατέστησε προφανώς αρχαιότερο, είναι αφιερωμένος στους αγίους Σέργιον και Βάκχον και για μεγάλο διάστημα (έως και τα μέσα του 20ού αιώνα) λειτουργούσε και ως ενοριακή εκκλησία της Πεντάγυιας. Είναι μικρός λιθόκτιστος ναός με ξύλινη στέγη και κεραμίδια. Τα μοναστηριακά κτίρια ολόγυρα, σε σχήμα Π, είναι διώροφα, πετρόκτιστα στο ισόγειο και πλινθόκτιστα στον όροφο και με κεραμιδένια στέγη.

 

Περιελάμβαναν κελιά μοναχών, ξενώνες, σταύλους, αποθήκες και ένα ελιόμυλο. Ο χώρος ανακαινίστηκε και εξωραΐστηκε ιδίως κατά τη δεκαετία 1908–1918, όταν την επιστασία είχε ο μοναχός Άνθιμος. Νεότερες ανακαινίσεις έγιναν και αργότερα, ενώ από το 1974, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, ερημώθηκε.

 

Το μετόχι ήταν κάτοχος σημαντικής κτηματικής περιουσίας στη γύρω περιοχή. Μεγάλο μέρος της εκμισθώθηκε το 1956 σε εταιρεία. Στο μετόχι υπηρετούσαν μοναχοί που στέλνονταν από το μοναστήρι του Κύκκου για φροντίδα και εργασία στους αγρούς. Ο αριθμός τους αυξομειωνόταν αναλόγως των αναγκών.

 

Τον Ξηροπόταμο αναφέρει απλώς, χωρίς να δίνει πληροφορίες, η επισκέπτρια Άννυ Μπράσσεϋ που πέρασε από εκεί το 1878 μαζί με τη συνοδεία της, αλλά και με τον σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ, τον πρώτο Άγγλο ύπατο αρμοστή. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1892, επεσκέφθη τον Ξηροπόταμο ο Γάλλος επισκέπτης Εμίλ Ντεσιάμπς, που γράφει ότι είχε βρει τον «ηγούμενο»«μαυρισμένο από τον ήλιο, ιδρωμένο και σκονισμένο», προφανώς λόγω εργασίας στα κτήματα. Ο επισκέπτης αναφέρει ότι το μετόχι ήταν κάτοχος 3.000 σκαλών γης που καλλιεργούνταν με φροντίδα του «ηγουμένου» και άλλων τριών μοναχών. Με τον όρο «ηγούμενος» ο επισκέπτης πρέπει να εννοούσε τον επικεφαλής του κλιμακίου των Κυκκωτών μοναχών που υπηρετούσαν τότε στον Ξηροπόταμο.

 

Γραπτές μαρτυρίες

Αρκετές πληροφορίες για το Μετόχιο σώζονται επίσης σε χειρόγραφα και έγγραφα του Αρχείου της Μονής των χρόνων της Αγγλοκρατίας, καθώς και σε δημοσιεύματα του κυπριακού τύπου. Για παράδειγμα, από αντίγραφο επιστολής, ημερομηνίας 12 Μαρτίου 1879, του Ηγουμένου Κύκκου (1862-1890) Σωφρονίου προς τη βρετανική διοίκηση, που αναγράφεται στον Κώδικα 53, σημειώνεται ότι υπήρχαν σε αυτό δύο νερόμυλοι, οι οποίοι άλεθαν σιτηρά μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο, αφού δεν υπήρχε επαρκής ποσότητα νερού για ολόχρονη χρήση τους. Ακόμη, σε επιστολή, ημερομηνίας 21/3 Φεβρουαρίου 1891, του Ηγουμένου Κύκκου (1890-1891) Γερασίμου προς τον διευθυντή του Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας, αναφέρεται ότι είχε στην κυριότητά του 500 στρέμματα γης, που χρησιμοποιούνταν ως βοσκότοποι. Επίσης, σε αντίγραφο εγγράφου, ημερομηνίας 18 Ιανουαρίου 1897, σημειώνεται ότι διέμεναν σε αυτό πέντε Ιερομόναχοι, που καταδεικνύει και τη σημαντική στελέχωσή του από μέλη της αδελφότητας.

Σύμφωνα με τους ισολογισμούς των οικονομικών ετών της πρώτης δεκαετίας του 1910, που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής, τα εισοδήματα του Μετοχίου ξεπερνούσαν πολλές φορές τα αντίστοιχα της κεντρικής Μονής και υστερούσαν μόνο αυτών του Μετοχίου του Αγίου Προκοπίου. Για παράδειγμα, κατά το οικονομικό έτος 1910-1911, τα έσοδα από το Μετόχιο του Αγίου Προκοπίου ανέρχονταν στις 1,806 λίρες, από τον Ξηροπόταμο στις 1,548 και από την κεντρική Μονή στις 1,334.

Η αδελφότητα της Μονής Κύκκου απέδιδε πάντοτε μεγάλη σημασία στο Μετόχιο και τη συμβολή του στην οικονομική αυτάρκεια της Μονής. Γι’ αυτό και το 1912, ο τότε Ηγούμενος (1911-1937) Κλεόπας μερίμνησε για την ανοικοδόμησή του, τον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος χώρου και τη δενδροφύτευση των παραθαλάσσιων εκτάσεών του. Σταδιακά, η καλλιεργήσιμη γη και οι βοσκότοποί του αυξήθηκαν σε σχέση με τους αντίστοιχους των χρόνων της Τουρκοκρατίας και το 1928 ανήλθαν στα 4,134 στρέμματα. Από την απογραφή του 1931, πληροφορούμαστε ότι 2,000 σκάλες από αυτά ήταν καλιεργήσιμες και πως στο Μετόχιο ήταν φυτευμένα 1,000 ελαιόδενδρα και υπήρχαν 59 άλογα, μουλάρια γαϊδούρια και βόδια, για τις γεωργικές εργασίες. Στην ίδια απογραφή σημειώνεται επίσης ότι διέμενε σε αυτό σημαντικός αριθμός εργαζομένων, που ανερχόταν στους 47 άρρενες και 44 γυναίκες, προφανώς σύζυγοι και θυγατέρες των πρώτων.

 

Κατεχόμενη σήμερα περιοχή

Η διερεύνηση του χώρου είναι απαγορευμένη, αφού εκεί βρίσκεται στρατόπεδο των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων. Πάντως πρόχειρη εξέταση δείχνει ότι το μόνο που απομένει πλέον από το όλο μοναστηριακό συγκρότημα είναι η εκκλησία, μονόκλιτη και καμαροσκέπαστη. Η εκκλησία φαίνεται να είναι σχετικά νεότερο οικοδόμημα, ίσως κτίσμα του 19ου αιώνα, αλλά ίσως να δίνει αυτή την εντύπωση ύστερα από κάποια ανακαίνιση. Η εκκλησία έχει διαστάσεις περίπου 9Χ4 μέτρα, χωρίς τη μικρή αψίδα στα ανατολικά.

 

Κατά τον R. Gunnis, 1936, το μοναστήρι ήταν τότε αρκετά μεγάλο, περιέργως δε αναφέρει ότι η εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στους αγίους Κοσμά και Δαμιανό, κτίσμα του 18ου αιώνα. Εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο, γράφει, βρισκόταν 1.5 μίλι από την Πεντάγεια, στο μέσον περιοχής όπου υπήρχαν αρχαίοι τάφοι των Ρωμαϊκών χρόνων.

 

Ενωρίτερα, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, προγενέστερος μελετητής, ο George Jeffery, σημείωνε ότι επρόκειτο για μεγάλο πλινθαρένιο οικοδόμημα με μικρό ναό όχι πολύ παλαιό. Αρχιτεκτονικά μέλη από την αρχαία πόλη των Σόλων είχαν χρησιμοποιηθεί, γράφει, στο οικοδόμημα ενώ άλλα βρίσκονταν σκόρπια στην περιοχή στην οποία θεωρεί ότι είχε ακμάσει κάποιος αρχαίος οικισμός. Ο ίδιος μελετητής γράφει ότι είχε δει και ερείπια παλαιοτέρων και σημαντικών μοναστηριακών οικοδομημάτων.

 

Βλέπε λήμμα: Σόλοι

 

Ένα και πλέον αιώνα ενωρίτερα, το 1815, είχε φιλοξενηθεί στο μοναστήρι ο επισκέπτης Γουίλλιαμ Τέρνερ. Το μοναστήρι, σημειώνει, ήταν τότε «πολύ μεγάλο αλλά αποτελούμενο από άθλια χαμηλά κτίρια από λάσπη, σε τετράπλευρο σχήμα». Ο ναός του μοναστηριού, αναφέρει, ήταν αφιερωμένος στους αγίους Σέργιον και Βάκχον και φαινόταν να ήταν βυζαντινός. Ο επισκέπτης σημειώνει ότι είχε δει και εντοιχισμένη επιγραφή στην ελληνική, που ήταν της περιόδου της Βενετοκρατίας. Το μοναστήρι είχε τότε, γράφει ο Τέρνερ, 20–25 μοναχούς. Είναι όμως πολύ πιθανό ο επισκέπτης αυτός να μη αναφερόταν στο μοναστήρι του Ξηροποτάμου, όπως θεώρησε ο Jeffery, αλλά σ’ εκείνο του Πάρατζ΄η ή Μπάρατζ΄η που βρισκόταν στην ίδια περιοχή αλλά βορειότερα.

 

Το μοναστήρι του Ξηροποτάμου, όπως και εκείνο του Αρχαγγέλου κοντά στη Λευκωσία, είχαν ενοικιαστεί το 1958 από το μοναστήρι του Κύκκου, και για μεγάλη χρονική περίοδο, στον επιχειρηματία Κ. Μαγγλή, υπό τον όρο ότι αυτός θα δημιουργούσε στις εκτάσεις τους φυτείες με οπωροφόρα δέντρα, θα έκανε διατρήσεις και μεταφορές νερού κλπ., και ότι αργότερα και τα δύο μετόχια θα επανέρχονταν στη διοίκηση της μονής του Κύκκου.

 

Ο τουρκικός στρατός κατοχής μετέτρεψε την όλη έκταση του μοναστηριού σε στρατόπεδο. Σώζεται, ωστόσο, ο ναός του μοναστηριού, που χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη στρατιωτικού υλικού.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Ιερά Βασιλική Σταυροπηγιακή Μονή του Κύκκου