Οι εξορκισμοί, που είναι ειδικές φράσεις ή ευχές που διαβάζονται από τον κληρικό σε διάφορες περιπτώσεις και που σκοπεύουν στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων. Στην πλούσια σχετική λαογραφία, οι εξορκισμοί (ξόρκια) ή επωδοί, είναι «μαγικά τραγούδια» που συνήθως απαγγέλλονται με πολύ σιγανή φωνή από τις ξορκίστρες, κάποτε μάλιστα συνοδευόμενα και από «μαγικές» πράξεις. Πρόκειται για εκδηλώσεις που στηρίζονται στη λαϊκή αντίληψη περί υπάρξεως πνευμάτων στη φύση τα οποία επηρεάζουν τους ανθρώπους και τα ζώα με διάφορους τρόπους. Τα κακά πνεύματα προκαλούν κακό που αντιμετωπίζεται με εξορκισμούς που στοχεύουν στην εκδίωξη των πνευμάτων αυτών και στη σωτηρία/θεραπεία του επηρεαζόμενου.
Η προέλευση των εξορκισμών βρίσκεται στην Αρχαιότητα. Επειδή δε συνοδεύονταν και με επικλήσεις στη θεία δύναμη και επέμβαση, σταδιακά μεταβλήθηκαν και σε ευχές. Πολλοί εξορκισμοί είναι σύντομα ποιητικά ή πεζά κείμενα, γνωστά στην Κύπρο και με την ονομασία γητειές (βλέπε λήμμα γητειά ή γηδκειά ή γήτεμαν).
Πολλά ξόρκια αρχίζουν με την επίκληση στην Παναγία ή στην Αγία Τριάδα. Τα κείμενά τους είναι, πολλές φορές, ακατανόητα, ενώ υπάρχουν και διάφορα σύμβολα, σχήματα, συνδυασμοί γραμμάτων και αριθμών κλπ. Τα ξόρκια κάνει ειδικός γνώστης, «μάγος», άντρας ή, τις περισσότερες φορές, γυναίκα. Αποσκοπούν δε σ' ο,τιδήποτε: από την αποθεραπεία ασθενών από διάφορες ασθένειες (τόσο ανθρώπων όσο και ζώων) μέχρι την εξυπηρέτηση οικονομικών ή ερωτικών ή άλλων συμφερόντων, ακόμη και για να κερδίσει κάποιος μια δίκη (!) ή για να απομακρυνθούν καταστροφικά για την παραγωγή ζώα (όπως οι ποντικοί) ή μυρμήγκια, και για πάρα πολλά άλλα.
Ένα παράδειγμα εξορκισμού:
Κατά της ηλίασης
[Αφ' εσπέρας γέμισε μιαν ποτίλιαν νερόν. Όταν την γεμίσεις και το φέρεις, να μην μιλήσεις. Βάλε το το βράδυν εις ένα μέρος, να βλέπουν oι αστέραι και το πρωί έπαρέ το και στήσε τον ασθενή αντίκρυ του ηλίου και χύννε του το νερόν επί του προσώπου με την αριστεράν χείραν και με τους 5 δακτύλους της δεξιάς σου τρίφε το νερόν εις το πρόσωπον και αναγίνωσκε την ευχήν αυτήν τρεις φοράς].
Πύρι, πύρι ποταμός,
έχει πύρινα πουλιά,
ήλιον τρώσιν, ήλιον πίννουν,
ήλιον ποκαματίζουσιν
και κλαίουν και κρακίζουσιν
και τα δένδρα μαρανίσκουσιν.
Και ήλθεν η Παναγία μου η Δέσποινα και είπεν των: Είν' τά 'χετε πουλάκια και κλαίετε και κρακίζετε και τα δένδρα μαρανίσκετε; Και είπαν της:
Πύρι, πύρι ποταμός,
έχει πύρινα πουλιά,
ήλιον τρώσιν, ήλιον πίννουν,
ήλιον ποκαματίζουσιν
και κλαίουν και κρακίζουσιν
και τα δένδρα μαρανίσκουσιν.
Και είπεν τους:
Δεν έχει γυναίκαν πενταδάκτυλην, να πιάσει νερόν ασύντυχον να πει ۬ Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος. Λάμνε ήλιε μου στην μάναν σου, άστρα μου στον Ουρανόν, φεγγάρι μου στον κύκλον σου και αναχωρήσατε από τον δούλον του Θεού (δείνα), να ξαπολύσει το βάρος της κεφαλής. Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού αμήν.
Ομοίως και το δείλης [καί] την άλλην ημέραν το πρωί; δηλ. 2 πρωινά και ένα δείλης.
(Κ. Χατζηϊωάννου, Λαογραφικά Κύπρου, 1984, σ. 157).
Τα ξόρκια και οι γητειές αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο της λαογραφίας. Είναι δε κάτι που απαντάται και στη γενικότερη ελληνική λαογραφία αλλά και στη λαογραφία όλων των λαών κατά διάφορους τρόπους. Κυπριακά ξόρκια και γητειές κατεγράφησαν κατά καιρούς από διάφορους μελετητές (βλέπε λήμμα γητειές), αλλά πολλά άλλα παραμένουν αδημοσίευτα και άγνωστα επειδή οι «μάγοι» δεν εδικαιούντο να τα αποκαλύπτουν.
Όπως και στην Ελλάδα και αλλού, έτσι και στην Κύπρο τα ξόρκια βρίσκονταν σε ευρεία χρήση σε παλαιότερες εποχές οπότε κυριαρχούσαν ανάμεσα στον λαό άλλες αντιλήψεις. Σήμερα σπανίως χρησιμοποιούνται.