Κύπριος κληρικός που διετέλεσε ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας από το 1887 μέχρι και τον θάνατό του το 1908. Καταγόταν από το χωριό Όμοδος της επαρχίας Λεμεσού και ήταν εξάδελφος του επισκόπου Πάφου Νεοφύτου.
Ο Νικόδημος είχε σπουδάσει στο Σχολαρχείον της Λευκωσίας, και ως διάκονος υπηρέτησε στη Λάρνακα και στη Λεμεσό (και οι δύο πόλεις ανήκαν τότε στη μητροπολιτική περιφέρεια Κιτίου). Έφυγε ύστερα για την Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμεινε για αρκετά χρόνια. Αναφέρεται ότι κατά την παραμονή του εκεί, σε μία περίπτωση έσωσε από τον θάνατο κατά τη διάρκεια σφοδρής ανεμοθύελλας, στην περιοχή Δράμας - Καβάλας, τα δύο παιδιά του τότε μεγάλου βεζύρη οπότε ο βεζύρης, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τον έστειλε πίσω στην Κύπρο, εφοδιασμένο μάλιστα με ειδικό φιρμάνι με το οποίο ζητούσε να προσφερθεί στον Νικόδημο μία «θέση δεσποτική» (Ι.Π. Τσικνόπουλλος, «Παναγία η Χρυσορροϊάτισσα», 1964-1965, σ. 64). Δεν υπήρχε όμως κενή «δεσποτική θέση», οπότε προσφέρθηκε στον Νικόδημο η ηγουμενία του μοναστηριού της Παναγίας της Χρυσορροϊάτισσας. Πάντως, το 1887, οπότε ο Νικόδημος έγινε ηγούμενος, η Κύπρος ευρισκόταν ήδη υπό αγγλική πλέον κατοχή (αν και τυπικά ανήκε ακόμη στο Οθωμανικό κράτος) και έτσι η «επιθυμία» του μεγάλου βεζύρη για άνοδο του Νικόδημου σε επισκοπικό θρόνο δεν μπορούσε να έχει την έννοια διαταγής που θα έπρεπε να εφαρμοσθεί με κάποιον τρόπο.
Μαρτυρείται ότι ο Νικόδημος ήταν άνθρωπος «πολύ καλού χαρακτήρος» αλλά οξύθυμος, «στιγμιαίας νευρικότητος». Ο Hogarth, ο οποίος είχε επισκεφθεί το μοναστήρι της Χρυσορροϊάτισσας κατά το 1888, γράφει ότι αυτό ήταν τότε το πιο φτωχό από τα μεγάλα μοναστήρια της Κύπρου, αλλά χαρακτηρίζει τον ηγούμενο Νικόδημον ως ένα από τους ιδιαίτερα δραστήριους και περισσότερο ικανούς εκκλησιαστικούς της Κύπρου τότε. Το μοναστήρι, προσθέτει ο Hogarth, είχε τότε 12 μοναχούς εκ των οποίων μόνο τέσσερις διέμεναν σ' αυτό. Είχε όμως και έναν «αξιοπρόσεκτο αριθμό ανδρών» που ονομάζονταν «δούλοι».
Αυτοί ήσαν λαϊκοί, κυρίως πάσχοντες, που ζούσαν στο μοναστήρι και εργάζονταν στα κτήματά του. Παρόμοιους «δούλους» είχαν σε παλαιότερες εποχές και άλλα μεγάλα μοναστήρια.
Ο Νικόδημος πέθανε σε προχωρημένη ηλικία, στις 10 Ιανουαρίου του 1908, ύστερα από μακρά ασθένεια. Ετάφη στη γενέτειρά του.