Άγγλος συντηρητικός πολιτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1804 και πέθανε το 1881. Καταγόταν από εκχριστιανισθείσα οικογένεια. Ως πρωθυπουργός της Αγγλίας κατά την περίοδο 1874-1880 διαμόρφωσε και προώθησε την ανατολική πολιτική της χώρας του, η οποία το 1878 κατέληξε, ανάμεσα σ’ άλλα, και στην κατάληψη της Κύπρου, που ως τότε κατεχόταν από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Όταν τον Απρίλιο του 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εξαιτίας της βαλκανικής κρίσης που προκάλεσαν οι τουρκικές ωμότητες στη Βουλγαρία, η κυβέρνηση του Ντισραέλι, παρά την επιθυμία της, δεν μπόρεσε να παράσχει αποτελεσματική βοήθεια προς την Τουρκία, επειδή η αγγλική κοινή γνώμη ήταν εχθρική προς την Τουρκία, και δεν θα επέτρεπε την αποστολή ενισχύσεων. Η Τουρκία έμεινε αβοήθητη και στις 3.3.1878 αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να υπογράψει, με τους Ρώσους στα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως, τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Με τη συνθήκη εκείνη θα σχηματιζόταν ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος εις βάρος της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών κρατών, που θα βρισκόταν κάτω από την επιρροή της Ρωσίας. Η Ρωσία επίσης θα κρατούσε εδάφη που κατέλαβε στην περιοχή του Καυκάσου και πιθανόν να ρύθμιζε και το θέμα των Στενών του Βοσπόρου, που είχαν μεγάλη στρατηγική σημασία, όπως η ίδια θα επιθυμούσε.
Μπροστά σ’ αυτή τη νέα κατάσταση η κυβέρνηση του Ντισραέλι αντέδρασε με αποφασιστικότητα, γιατί πίστευε ότι η ρωσική προέλαση στα Βαλκάνια, μαζί με την ταυτόχρονη εξασθένιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα έθεταν τα βρετανικά αυτοκρατορικά συμφέροντα σε σοβαρότατο κίνδυνο. Με τη στενή συνεργασία του νέου υπουργού Εξωτερικών Σώλσμπερυ* (Salisbury) ο Ντισραέλι διαμόρφωσε σταδιακά την εξωτερική ανατολική πολιτική του, που απέβλεπε στην εξουδετέρωση του ρωσικού κινδύνου. Χρησιμοποιώντας την αγγλική ναυτική και στρατιωτική δύναμη από τη μια και τη διπλωματία από την άλλη κατάφερε να ανατρέψει τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και να συγκληθεί το Συνέδριο του Βερολίνου, στο οποίο πήραν μέρος οι μεγάλες δυνάμεις και άλλα ενδιαφερόμενα στο Ανατολικό ζήτημα μέρη. Ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις υπογράφτηκε η Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος, 1878), με την οποία περιοριζόταν σε αρκετό βαθμό η ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια.
Ενώ οι εργασίες του Συνεδρίου του Βερολίνου συνεχίζονταν, ο Ντισραέλι κατέληξε, ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις με την Πύλη, στη σύναψη της γνωστής ως Αγγλοτουρκικής Σύμβασης της 4 Ιουνίου 1878 (Convention of Defensive Alliance between Great Britain and Turkey with respect to the Asiatic Provinces of Turkey. Signed at Constantinople, 4th June 1878), με την οποία η Αγγλία, σ’ αντάλλαγμα για τη βοήθεια που έδωσε στον σουλτάνο για ανατροπή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, κατελάμβανε την Κύπρο υπό τύπον προσωρινής κατοχής. Τη συνθήκη αυτή συμπλήρωσαν τρεις άλλες επί μέρους συμφωνίες, οι οποίες έγιναν λίγο αργότερα (1η Ιουλίου 1878, 14 Αυγούστου 1878 και 3 Φεβρουαρίου 1879).
Οι κυριότεροι όροι της Συνθήκης της 4ης Ιουνίου 1878 ήσαν οι ακόλουθοι:
«Εάν το Βατούμ, το Αρδαχάν, το Καρς, ή οποιοδήποτε απ’ αυτά κρατηθεί από τη Ρωσία, και εάν γίνει οποιαδήποτε απόπειρα στο μέλλον από τη Ρωσία να καταλάβει οποιαδήποτε άλλα εδάφη της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος του Σουλτάνου στην Ασία, όπως καθορίστηκαν από την Οριστική Συνθήκη Ειρήνης, η Αγγλία αναλαμβάνει να συμπράξει με την Α.Α.Μ. τον Σουλτάνο, για να τα προστατεύσει με τη βία των όπλων.
Σ’ αντάλλαγμα, η Α.Α.Μ. ο Σουλτάνος υπόσχεται στην Αγγλία να εισαγάγει τις αναγκαίες Μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα συμφωνηθούν αργότερα μεταξύ των δύο Δυνάμεων, στη διοίκηση, και για την προστασία των Χριστιανών και άλλων υπηκόων της Πύλης σ’ αυτά τα εδάφη.
Και για να διευκολύνει την Αγγλία να κάμει τις αναγκαίες προετοιμασίες, για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της, η Α.Α.Μ. ο Σουλτάνος επί πλέον συγκατατίθεται να παραχωρήσει τη Νήσο Κύπρο, για να κατέχεται και διοικείται από την Αγγλία» (βλ. το πλήρες κείμενο στα αγγλικά: Accounts and Papers, LXXXII [1878], C. 2057. G. Hill, A History of Cyprus, vol. IV, σσ. 300-1, και στα ελληνικά: Φ. Ζαννέτου, Ἱστορία τῆς Νήσου Κύπρου, τόμ. Β΄, 1911, σσ. 15 κ.ε.).
Σύμφωνα με τους πιο πάνω όρους η κατοχή της Κύπρου από την Αγγλία είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι το μέγεθος του νησιού και η μακρόχρονη εγκατάλειψή του και παραμέλησή του υπό τον οθωμανικό ζυγό μπορούσε να υποβάλει. Η Κύπρος για την κυβέρνηση του Ντισραέλι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν μια προκεχωρημένη στρατιωτική και ναυτική βάση στην ανατολική Μεσόγειο, από την οποία θα προστατεύονταν αποτελεσματικά τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Η επιλογή της Κύπρου είχε γίνει από στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες ύστερα από προσεκτική μελέτη πολλών νησιών του Αιγαίου και τοποθεσιών στη Μέση Ανατολή. Η Κύπρος, λόγω της θέσης της, του μεγέθους της, της σύνθεσης του πληθυσμού της, των πλουτοπαραγωγικών της πόρων και των δυνατοτήτων της, προσφερόταν θαυμάσια για να μετατραπεί σε μια ισχυρή στρατιωτική και ναυτική βάση, από την οποία οποιαδήποτε μελλοντική προέλαση ρωσικών δυνάμεων από την περιοχή του Καυκάσου προς τη διώρυγα του Σουέζ ή τον Περσικό κόλπο θα μπορούσε να ανακοπεί από βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που γρήγορα θα μεταφέρονταν στο θέατρο των επιχειρήσεων.
Ο Ντισραέλι, έχοντας διαγνώσει πολύ σωστά τη σημασία της διώρυγας του Σουέζ για τις επικοινωνίες με τις Ινδίες, οι οποίες αποτελούσαν τη σημαντικότερη βρετανική αποικία, είχε αγοράσει τον Νοέμβριο του 1875 από τον χρεωκοπήσαντα χεδίβη της Αιγύπτου Ισμαήλ 177.000 μετοχές της διώρυγας και είχε καταστήσει τη χώρα του μαζί με τη Γαλλία τον σπουδαιότερο παράγοντα στην περιοχή. Ταυτόχρονα με τη σημασία που αποδιδόταν στη διώρυγα από αγγλικής πλευράς, είχαν αρχίσει στην Αγγλία να υπολογίζουν, για μελλοντική αξιοποίηση, και την από ξηράς διαδρομή προς τις Ινδίες από τον απέναντι από την Κύπρο κόλπο της Αλεξανδρέττας μέχρι τον Περσικό κόλπο και τις Ινδίες. Και για τις δυο στρατηγικές οδούς προς τις Ινδίες η Κύπρος βρισκόταν στην πιο κατάλληλη περιοχή.
Μια δεύτερη σκέψη που βάρυνε στην επιλογή της Κύπρου, και που καθορίζεται με σαφήνεια στη Συνθήκη παρόλο που οι λεπτομέρειες θα συζητούνταν αργότερα, ήταν η ενίσχυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε να ξαναγίνει ισχυρή και να είναι σε θέση να προστατεύει τα εδάφη της, κυρίως τα ασιατικά, γιατί τα ευρωπαϊκά χάθηκαν σε μεγάλο βαθμό και — αυτό πιστευόταν από την κυβέρνηση Ντισραέλι — θα χάνονταν σταδιακά λόγω των εθνικών διεκδικήσεων των βαλκανικών κρατών. Για να μπορέσει όμως η Τουρκία να γίνει κράτος ισχυρό, έπρεπε να εκσυγχρονιστεί με μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, οι οποίες θα συνέβαλλαν ώστε να εκλείψουν και οι αιτίες δυσαρέσκειας των Χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι εξεγέρσεις των οποίων έδιναν την ευκαιρία στη Ρωσία και σ’ άλλες δυνάμεις να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της. Στην Κύπρο θα μπορούσε να μελετηθεί το οθωμανικό διοικητικό σύστημα σε μικρογραφία και να απαιτηθεί η αναγκαία πείρα από Άγγλους διοικητικούς υπαλλήλους, για να βοηθήσουν στην εισαγωγή ανάλογων μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Το παράδειγμα επί πλέον της γρήγορης — όπως πιστευόταν ότι θα συνέβαινε — ανάπτυξης της Κύπρου θα επηρέαζε και τους γειτονικούς λαούς και θα τους διέθετε ευμενώς προς την Αγγλία, το γόητρο της οποίας θα ενισχυόταν στην περιοχή.
Για να φανεί ότι η Αγγλία δεν παραβίαζε την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που είχε εγγυηθεί με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1856, η κυβέρνηση του Ντισραέλι φρόντισε ώστε να εισαχθούν στην Προσθήκη της 1.7.1878 δύο ειδικοί όροι. Ο ένας όρος προνοούσε ότι το πλεόνασμα, το οποίο η Πύλη έπαιρνε από την Κύπρο, αφού θα αφαιρούνταν τα έξοδα διοικήσεως, θα συνέχιζε να το καρπούται όπως και στο παρελθόν. Το πλεόνασμα, που λίγο αργότερα ονομάστηκε λανθασμένα «υποτελικός φόρος» (tribute) καθοριζόταν στην Προσθήκη στο ποσό των 22.936 πουγγιών τον χρόνο (11.468.000 γρόσια) και θα επιβεβαιωνόταν αργότερα. Ο άλλος όρος προνοούσε ότι η Αγγλία θα αποχωρούσε από την Κύπρο, αν η Ρωσία επέστρεφε στην Τουρκία τις κατακτήσεις της στον Καύκασο.
Η ανακοίνωση της υπογραφής της Αγγλοτουρκικής Σύμβασης προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Δεν είναι αβάσιμη η υπόθεση ότι η κατάληψη της Κύπρου από την Αγγλία έδωσε ένα καινούργιο έναυσμα στον αποικιακό ανταγωνισμό μεταξύ των δυνάμεων. Όταν ο Ντισραέλι επέστρεψε στην Αγγλία από το Συνέδριο του Βερολίνου ανακοίνωσε ότι «έφερε ειρήνη με τιμή», και αργότερα υπερασπιζόμενος τη σύναψη της Συμφωνίας με την Τουρκία και απαντώντας στις σφοδρές επικρίσεις της αντιπολίτευσης — του υπό τον Γλάδστωνα κόμματος των Φιλελευθέρων — ότι η Αγγλία είχε αναλάβει πολύ βαριές υποχρεώσεις, δήλωσε ότι η κίνηση προς κατάληψη της Κύπρου δεν ήταν μεσογειακή, αλλά ινδική, υπονοώντας ότι η κατάληψη του νησιού αφορούσε την προστασία των αυτοκρατορικών συμφερόντων της χώρας του.
Η κατάληψη της Κύπρου έγινε από τον υποναύαρχο Sir John Hay στις 12 Ιουλίου 1878. Δέκα μέρες αργότερα αποβιβάστηκε στη Λάρνακα ο πρώτος Άγγλος ύπατος αρμοστής Sir Garnet Wolseley. Η μακρά και ζοφερή περίοδος της Τουρκοκρατίας (1570-1878) έληγε για την Κύπρο και άρχιζε η Αγγλοκρατία (1878-1960). Οι Κύπριοι χαιρέτισαν τους Άγγλους σαν ελευθερωτές και εξέφρασαν τους εθνικούς τους πόθους. Δεν είχαν βέβαια υπόψη τους τις σκέψεις και τα πολύπλοκα σχέδια των νέων κυβερνητών και υπολόγιζαν ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί και στην περίπτωσή τους το προηγούμενο των Επτανήσων, που είχαν παραχωρηθεί 15 χρόνια πρωτύτερα από την Αγγλία στην Ελλάδα. Πολύ γρήγορα όμως θα αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα, η οποία με τη στρατιωτική και δεσποτική διακυβέρνηση του Wolseley καθώς και με τους δυο όρους της Συνθήκης — τον λεγόμενο «υποτελικό φόρο» που αποτελούσε μια διαρκή αφαίμαξη των προσόδων, και την προσωρινότητα της αγγλικής κατοχής — άφηνε πολλά ερωτηματικά για την τύχη του νησιού και την ειρηνική μελλοντική του ανάπτυξη. Όταν λίγο αργότερα, τον Απρίλιο του 1880, ο Ντισραέλι έχασε τις εκλογές, η ανατολική του πολιτική αναθεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον φιλελεύθερο Γλάδστωνα, ο οποίος τον διαδέχθηκε. Η Κύπρος όμως, από τότε και μέχρι την εποχή μας, δεν έπαψε να θεωρείται στην Αγγλία ότι έχει τη στρατηγική σημασία που διέβλεψαν ο Ντισραέλι, ο Σώλσμπερυ και οι στρατιωτικοί της εποχής του.