Άγγλος ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1912 στην Ινδία και πέθανε στη Νότια Γαλλία στις 7 Νοεμβρίου 1990. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε σε χώρες της Μεσογείου, περιλαμβανομένης της Κύπρου. Εξάλλου οι χώροι και οι άνθρωποι της Μεσογείου, τα τοπία και το δυνατό φως της, είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή του. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς Άγγλους συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Γνωστότερος είναι για την τετραλογία του με τίτλο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο (Alexandria Quartet) , που αποτελείται από τις νουβέλες Justine (1957), Balthazar (1958), Mountolive (1958) και Clea (1960). Το πρώτο ποιητικό του έργο έχει τίτλο Ιδιωτική χώρα (1943). Εξέδωσε επίσης: Πόλεις, πεδιάδες και λαοί (1946), Το δέντρο της οκνηρίας (1953), Συλλογή Ποιημάτων (Collected Poems, 1960). Εξέδωσε επίσης τα ταξιδιωτικά βιβλία Prospero’s Cell (1945), Reflections on a Marine Venus (1953) και Bitter Lemons (1957). Στα τρία αυτά ταξιδιωτικά του έργα περιγράφει τρία ελληνικά νησιά: στο πρώτο την Κέρκυρα όπου είχε ζήσει με την πρώτη του σύζυγο το 1937-38 (Βλέπε Βίντεο) στο δεύτερο τη Ρόδο όπου υπηρέτησε υπό τη συμμαχική διακυβέρνηση του νησιού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και στο τρίτο Τα πικρολέμονα (Bitter Lemons) την Κύπρο όπου έζησε το 1952-56.
Στην Κύπρο ο Λώρενς Ντάρρελ είχε σπίτι στο χωριό Πέλλα Πάις που ήταν εντευκτήριο αρκετών προσωπικοτήτων (είναι ο «παράξενος» και «σνομπ» ποιητής στον οποίο αναφέρεται ο Γιώργος Σεφέρης στο γνωστό ποίημά του Στά περίχωρα τῆς Κερύνειας˙ είχε μάλιστα συνδεθεί με τον Σεφέρη προσωπικά) αλλά και τον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή. Εργάστηκε επίσης ως καθηγητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Όμως η καλή εντύπωση και φιλία που είχε δημιουργήσει με Έλληνες και Ελληνοκυπρίους επλήγη ανεπανόρθωτα όταν, με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων (1955), ο Λώρενς Ντάρρελ ταυτίστηκε προς το αποικιοκρατικό καθεστώς της Κύπρου και ανέλαβε ως διευθυντής του Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών (Βλέπε Μια Ιστορία Προπαγάνδας) στη Λευκωσία, όπου μεταξύ άλλων διηύθυνε την αγγλική προπαγάνδα κατά του κυπριακού αγώνα. (Βλέπε Βίντεο ο Ρόλος του Λώρενς Ντάρελ και Κύπρος)
Τα πικρολέμονα
Ο Ντάρελ, υιοθετώντας στα Πικρολέμονα την προοπτική του άγγλου υπηκόου και υπηρέτη του στέμματος, αιφνιδιάζει τον αναγνώστη που γνωρίζει το περιεχόμενο των υπόλοιπων νησιωτικών αφηγήσεών του. Η μεταστροφή γίνεται ακόμη πιο έντονα αντιληπτή στην προσωπική του ζωή, όταν το 1954 διορίζεται διευθυντής του γραφείου πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων, καθώς και του ραδιοφωνικού σταθμού της αποικιακής βρετανικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Η επιλογή αυτή, εν μέσω κρίσιμων πολιτικά περιστάσεων, αποτέλεσε και την αιτία δυσφορίας του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά σε επιστολή του στον Γ.Π. Σαββίδη:
«Οι περισπούδαστοι κύριοι των Commons που υποστηρίζουν ότι οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες, ούτε έχουν συμφέρον να είναι Έλληνες, αλλά ουρανοκατέβατοι που πρέπει να κοιτάζουν πώς θα καλοπεράσουν γλείφοντας τον αφέντη που τους έστειλε ο Πανάγαθος -τους Λουζινιάν, τους Βενετσάνους, τον Γκρατσινόρη ή τους αποικοβοσκούς της Ταγκανίκας-, οι περισπούδαστοι αυτοί κύριοι δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι -σύμφωνοι και σε αυτό. Όταν όμως βλέπω πνευματικά ιδρύματα, με πολλή τέχνη είναι αλήθεια, να μπαίνουν στη δούλεψη αυτών των κυρίων, αρχίζω να κουμπώνομαι. Και όταν βλέπω πνευματικούς ανθρώπους και φίλους μας (π.χ. Ντάρελ) να γίνονται προπαγανδιστές αυτών των κυρίων και να χρησιμοποιούν και τις φιλίες που είχαν στην Ελλάδα ακόμη, για να εισδύσουν και να εξανδραποδίσουν συνειδήσεις στο νησί -ε, τότε κουμπώνομαι ολωσδιόλου».
Το έργο Bitter Lemons πρωτοεκδόθηκε το 1957 από τις εκδόσεις Faber and Faber Ltd και επαινέθηκε από τον βρετανικό τύπο, ενώ του απονεμήθηκε το λογοτεχνικό βραβείο Duff Cooper Memorial Price. Όμως δεν έλειψαν και τα αρνητικά σχόλια από αρκετούς, ακόμα και τον πολεοδόμο του βρετανικού θρόνου στο νησί σερ Ώστεν Χάρισον, στον οποίο ήταν αφιερωμένα τα Πικρολέμονα, αλλά και τον θετό γιο του, τον Έλληνα φωτογράφο Δημήτρη Παπαδήμο. Ο Έλληνας διπλωμάτης Ρόδης Ρούφος γράφει το δικό του μυθιστόρημα-απάντηση στα Πικρολέμονα, προκειμένου να αναιρέσει τις αντικυπριακές θέσεις του Ντάρελ: είναι το The Age of Bronze που κυκλοφορεί ταυτόχρονα και στην Ελλάδα το 1960 με τίτλο "Η Χάλκινη εποχή". Ο ποιητής Κώστας Μόντης έγραψε το 1964 το βιβλίο "Κλειστές πόρτες" ως απάντηση στις ταξιδιωτικές αναμνήσεις του Ντάρελ.
Στα ελληνικά
Η πρώτη έκδοση στα ελληνικά έγινε το 1959 σε μετάφραση Αιμίλιου Χουρμούζιου από τις εκδόσεις Γρηγόρη, με θετικότερα σχόλια. Το προλογίζει ως εξής: «Μια τολμηρή μαρτυρία για τον επικό απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων - μαρτυρία που όσο κι αν επηρεάζεται από την εθνικότητα και την πολιτική του συγγραφέα, δεν παύει να είναι πολύτιμη και ιστορικά χρήσιμη γιατί δεν αποσιωπά ούτε και προσπαθεί ν’ αλλοιώσει το βασικό, το πυρηνικό κίνητρο του αγώνα. Ένα βιβλίο γραμμένο με αληθινή αγάπη για την Κύπρο και τους ανθρώπους της, άσχετα από τις οποιεσδήποτε πολιτικές του απόψεις που ο Έλληνας αναγνώστης δικαιολογείται να παραμερίσει για να σταθεί στην αφτειασίδωτη αλήθεια του που προβάλλει επιβλητική, αναδεικνύοντας την ευγένεια και την αντοχή του εθνικού κυττάρου, ενώ παράλληλα αποτελεί έναν ύμνο στα κυπριακά νιάτα και στην ακαταδάμαστη θέλησή τους για τη μαχητική κατάκτηση της ελευθερίας τους.»
Ο Λώρενς Ντάρρελ πέθανε το 1990 στη Νότια Γαλλία όπου πέρασε τα τελευταία του χρόνια.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια