Μεγάλος Ιταλός ποιητής και πεζογράφος της νεώτερης εποχής. Γεννήθηκε το 1863 στην Pescara. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Prato και σε ηλικία 16 χρόνων παρουσίασε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Όταν, στη συνέχεια, πήγε στη Ρώμη για σπουδές, απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη ως λογοτέχνης. Το 1882 δημοσίευσε το Canto novo και τον ίδιο χρόνο τις δοκιμές του σε πεζό λόγο με τη συλλογή Terra Vergine (Παρθένα Γη). Από τότε και μέχρι την αρχή του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, ο Ντ’ Αννούντσιο ταξίδεψε σε διάφορες χώρες. Στα ταξίδια του αυτά επισκέφθηκε και την Ελλάδα, δυο φορές, το 1895 και 1899, και διατήρησε αλληλογραφία με Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους και ο Ιάκωβος Πολυλάς. Στα ίδια χρόνια ασχολήθηκε έντονα με τα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του, ενώ ταυτόχρονα συνέθετε το λογοτεχνικό του έργο. Κατά την οικονομική κρίση του 1910 αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία, όπου έζησε πέντε χρόνια και έγραψε έργα στη γαλλική γλώσσα.
Συμμετέσχε στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο διακρίθηκε ως αεροπόρος και σε μια από τις επιδρομές έχασε το δεξί του μάτι. Το 1919 πρωταγωνίστησε στην κατάληψη της πόλης Fiume που είχε παραχωρηθεί στην Ιταλία από τους συμμάχους του πολέμου, και έμεινε εκεί, επιδεικνύοντας αξιόλογες πολιτικές ικανότητες, ως την εγκατάλειψή της το 1920. Το 1921 αποσύρθηκε στην Gardona Riviera, όπου έζησε ως το θάνατό του το 1938.
Ο Ντ’ Αννούντσιο υπήρξε ο ποιητής που γοήτευσε και επηρέασε σημαντικά μιαν ολόκληρη εποχή, δημιουργώντας γύρω του ένα θρύλο: του ποιητή προφήτη και του ήρωα της γενιάς του. Ανάμεσα στα έργα του είναι τα μυθιστορήματα Il trionfo della morte (Ο θρίαμβος του θανάτου), Le vergini della rocce (Οι παρθένες των βράχων), Il fuoco (Η φωτιά). Forse che si forse che no (Ίσως ναι Ίσως όχι), L’ innocente (Ο αθώος) και άλλα, καθώς και τα θεατρικά του La città morta (Η νεκρή πολιτεία), Francesca da Rimini, La fiaccola sotto il moggio (Ο λύχνος υπό τον μόδιον), Pisanella και άλλα. Σημαντικό έργο του είναι επίσης το ποιητικό με τον τίτλο Laudi (Ωδές).
Στο έργο του Ντ’ Αννούντσιο υπάρχουν πολλά στοιχεία και αναφορές που βεβαιώνουν τη γνωριμία του με τη μυθολογία, την ιστορία, τη γεωγραφία και τη λογοτεχνία της Κύπρου παλαιότερων και νεώτερων εποχών.
Ήδη στο δράμα του Francesca da Rimini (1901) μιλά για το βασίλειο των Λουζινιάν στην Κύπρο και το νεαρό βασιλιά Ουγέττο (1253-1267). Ανάμεσα στις θεραπαινίδες της Φραντσέσκα βρίσκεται και μια σκλάβα από την Κύπρο, που έχει το ελληνικό όνομα Σμαραγδή. Στην τρίτη πράξη ζητά από ένα Φλωρεντινό έμπορο να της πει νέα για το νησί της κι αν ακόμη είναι βασιλιάς ο Ουγέττος. Ο έμπορος της απαντά ότι ο νεαρός Ουγέττος έχει πεθάνει, ότι βασιλιάς είναι ο ξάδερφός του Ούγος κι ότι η Κύπρος χειμάζεται από εγκλήματα, προδοσίες, απατεώνες, λοιμούς, ακρίδες, σεισμούς και γενικά από τη «δαιμονισμένη Αφροδίτη». Μολαταύτα η Σμαραγδή παραγγέλλει στον έμπορο να χαιρετήσει την πατρίδα της: «Χαιρέτησέ μου τη Χιονίστρα, τ’ ωραίο βουνό/ που έχει χιόνια στην κορφή κι ελιές εις τα ριζά του/ κι από τη βρύση της Κυθραίας πιες/ μια ρουφηξιά νερό για μένα». Και η απάντηση του εμπόρου που ακολουθεί καθώς και η παράκληση της Σμαραγδής είναι παραφράσεις από το κείμενο του χρονογράφου Βουστρώνιου που είχε εκδοθεί στο Παρίσι από τον de Mas Latrie το 1884 και ο Ντ’ Αννούντσιο είχε διαβάσει.
Στο τρίτο βιβλίο των Ωδών, που δημοσιεύθηκε το 1904, στην ενότητα ‘‘Sogni di terre lontane’’ («Όνειρα τόπων μακρινών») περιλαμβάνεται και ένα ποίημα στο οποίο ο Ντ’ Αννούντσιο μιλά για την Κύπρο, τα προϊόντα της και τη μυθολογία της. Στο ποίημα αυτό που έχει τον τίτλο ‘‘Le carrube’’ («Τα χαρούπια»), ο ποιητής απευθύνεται στο Σεπτέμβριο, το γλυκό μήνα, όπως λέει, στον οποίο ωριμάζουν τα χαρούπια. Ένα καΐκι φορτωμένο μ’ αυτά ξεκινά από την ακρογιαλιά της Κύπρου (‘‘dalla riva cipriota’’) και διασχίζει τη ζεστή γαληνεμένη θάλασσα της Κιλικίας με προορισμό τη Σαρδηνία. Είναι, λέει ο ποιητής, ένα από τα θαλάσσια ξύλα (‘‘legni levantini’’) που διασχίζουν τα νερά της ανατολικής Μεσογείου. Καθώς το καΐκι ταξιδεύει αναδίνεται απ’ αυτό μια γλυκιά μυρωδιά σκουρόχρωμου μελιού, αυτό που βγαίνει από τα χαρούπια. Και σίγουρα, προσθέτει ο ποιητής, ο Σεπτέμβριος που οδηγεί το καΐκι, ανακαλύπτει μέσα στη μεγάλη γλύκα της θάλασσας της Κιλικίας το ξεχασμένο τραγούδι που τόσο αγαπούσε η Κύπρις Αφροδίτη στην Αμαθούντα.
Το καλοκαίρι του 1906, σε γράμμα του προς τον Ιταλό μουσουργό Giacomo Puccini, ο Ντ’ Αννούντσιο αναφέρεται σε σχεδιαζόμενη συνεργασία των δυο τους για την ετοιμασία μιας όπερας, της οποίας το κείμενο (libretto) θα έγραφε ο Ντ’ Αννούντσιο και τη μουσική ο Πουτσίνι. Η συνεργασία δεν πραγματοποιήθηκε, ο Ντ’ Αννούντσιο όμως είχε αρχίσει να εργάζεται και είχε ήδη δώσει στο έργο τον τίτλο La rosa di Cipro (Το Ρόδο της Κύπρου), που αποτέλεσε τη βάση για τη μεταγενέστερη σύνθεση του δραματικού του έργου La Pisanelle.
Στο γράμμα του ο Ντ’ Αννούντσιο γράφει ότι κάποια στιγμή, καθώς βρισκόταν μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, συνέλαβε μια μουσική εισαγωγή για τη δεύτερη πράξη του «Ρόδου της Κύπρου». Η μουσική αυτή γεννήθηκε μέσα του όταν, στην κατάσταση που βρισκόταν, άκουσε ένα πετεινό να κράζει και έναν άλλο να του απαντά. Αυτό του θύμισε τα «ελληνικά πρωινά» στην Κόρινθο και την Κέρκυρα. «Όμως εκείνο που αναδυόταν μέσα μου, γράφει, δεν ήταν το βραχώδες νησί (η Κέρκυρα) αλλά το νησί της Αφροδίτης. Η Κύπρος ξυπνούσε μέσα στο άρωμα των πορτοκαλιών της, των κέδρων της και των ροδώνων της, όπως τότε που για πρώτη φορά η θεά που γεννήθηκε από τον αφρό πάτησε στην ακρογιαλιά της Πάφου και έκανε να ριγά από έρωτα όλη η γη... Α, να μπορούσα να σε καταστήσω κοινωνό της μουσικής που άκουσα!....». Τελειώνοντας το γράμμα του δηλώνει στον Πουτσίνι ότι ο τίτλος Το Ρόδο της Κύπρου πρέπει να είναι ο οριστικός.
Στο έργο του Canzone dei Dardanelli (Τραγούδι των Δαρδανελλίων), γραμμένο τον Νοέμβριο του 1911, υπάρχουν επιδράσεις από το κυπριακό δημοτικό τραγούδι της Αροδαφνούσας. Ο ποιητής, απευθυνόμενος στον Τάραντα, γράφει: «Δεν αστράφτει ούτε βροντά στη μεγάλη θάλασσα...», που είναι επανάληψη του στίχου της Αροδαφνούσας «κάπου ’στράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζιν ρίφκει». Η γνωριμία του Ντ’ Αννούντσιο με το τραγούδι της Αροδαφνούσας χρονολογείται από το 1906, ίσως και το 1900, όταν διάβασε τη γαλλική μετάφραση του Χρονικοῦ του Λεοντίου Μαχαιρά στην παρισινή του έκδοση (δυο τόμοι 1891-1892). Στην έκδοση αυτή είχε περιληφθεί από τους εκδότες και το τραγούδι της Αροδαφνούσας, που θεωρείται ότι γράφτηκε με αφορμή ένα επεισόδιο σχετικό με τους έρωτες του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α΄ Λουζινιάν (1359-1369).
Και το Χρονικόν του Μαχαιρά και το τραγούδι προκάλεσαν ιδιαίτερη εντύπωση στον Ντ’ Αννούντσιο και η επίδρασή τους είναι φανερή και στο Canzone dei Dardanelli και στη Francesca da Rimini και στο λιμπρέττο La rosa di Cipro καθώς και στην Pisanella.
Η Pisanella (Το κορίτσι της Πίζας) γράφτηκε στη Γαλλία, στη γαλλική γλώσσα ως ανάπτυξη της υπόθεσης που περιλαμβάνεται στο «σενάριο» του Ρόδου της Κύπρου, με τον τίτλο La Pisanelle, και παραστάθηκε στο Παρίσι στις 12.6.1913. Αποτελείται από ένα πρόλογο και τρεις πράξεις. Η υπόθεση είναι παρμένη από την αφήγηση του Λεοντίου Μαχαιρά και το τραγούδι της Αροδαφνούσας, ο Ντ’ Αννούντσιο όμως τοποθετεί τα γεγονότα εκατό χρόνια πριν, όταν βασιλιάς της Κύπρου ήταν ο νεαρός Λουζινιάν Ουγέττος (1253-1267) και τροποποιεί την εξέλιξή τους.
Το περιβάλλον είναι κυπριακό: τα χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, η δυναστεία των Λουζινιάν, ο νεαρός βασιλιάς, η βασίλισσα μητέρα, η κυριαρχούσα Δυτική Εκκλησία και η διωκόμενη Ορθοδοξία. Ο πρόλογος διαδραματίζεται στη βασιλική αυλή της Λευκωσίας· η πρώτη πράξη στο λιμάνι της Αμμοχώστου˙ η δεύτερη πράξη στο γυναικείο μοναστήρι των Κλαρισσών (μοναχών της Αγίας Κλάρας της Ασσίζης) στην Αμμόχωστο˙ και η τρίτη πράξη στο κάστρο της Κερύνειας.
Σε όλο το έργο ο συγγραφέας κάνει πλούσιες αναφορές στη γεωγραφία του νησιού (πόλεις, αρχαίες και νεώτερες, βουνά, πεδιάδες), στη μυθολογία του, στους τοπικούς αγίους του, στις πολιτικές, κοινωνικές, εκκλησιαστικές συνθήκες της εποχής της Φραγκοκρατίας, καθώς και σε πλήθος άλλα, που αποδεικνύουν το ενδιαφέρον και τις πολλές γνώσεις του για την Κύπρο.