Σώμα που λειτούργησε στην Κύπρο κατά την περίοδο της αγγλικής κυριαρχίας. Ήταν ένα είδος «βουλής», που νομοθετούσε. Αν και η απόφαση για την εγκαθίδρυση του Σώματος αυτού είχε παρθεί μόνο λίγους μήνες μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους, με εκτελεστική απόφαση του Σεπτεμβρίου του 1878 του πρώτου ύπατου αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ, ωστόσο την τελική του μορφή πήρε το 1882. Συγκεκριμένα με διάταγμα της βασίλισσας Βικτώριας, στις 30 Νοεμβρίου 1882, καθορίστηκε σαφώς το πολίτευμα της Κύπρου κι έγινε απονομή συνταγματικού χάρτη που περιείχε τα όρια των εξουσιών της αποικιακής κυβέρνησης της Κύπρου και παρείχε κάποιες ελευθερίες στο λαό του νησιού. Οι πρώτες εκλογές έγιναν στις 28 και 29 Μαϊου 1883.
Την υλοποίηση των νέων μέτρων ανέλαβε και προώθησε ο Τζον Γούντχαουζ, υπουργός Αποικιών (1880 - 1882) ο οποίος ανέλαβε από τις 6 Δεκεμβρίου 1880 τις υποθέσεις της Κύπρου.
Το Νομοθετικό Συμβούλιο ήταν 18μελές. Από τα μέλη του, τα μεν 6 ήσαν ανώτεροι Άγγλοι διοικητικοί υπάλληλοι που λέγονταν «επίσημα μέλη» και διορίζονταν από τον ύπατο αρμοστή. Τα υπόλοιπα 12 μέλη ήσαν αιρετά — δηλαδή εκλέγονταν από τον λαό — και απ’ αυτά τα 3 ήσαν Μωαμεθανοί (εκλεγόμενα από την τουρκοκυπριακή μειοψηφία) ενώ τα άλλα 9 ήσαν «Μη Μωαμεθανοί» (εκλεγόμενα από την ελληνοκυπριακή πλειοψηφία). Ο όρος «Μη Μωαμεθανοί» υιοθετήθηκε προς ικανοποίηση των Τούρκων, με αποφυγή των όρων «Χριστιανοί» ή «Έλληνες». Δημιούργησε όμως μερικές φορές παρεξηγήσεις, με σοβαρότερη περίπτωση την υποβολή υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα του Άγγλου διοικητή της Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ, κατά τις εκλογές του 1891˙ η υποψηφιότητά του, που προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου, βασίστηκε ακριβώς στο ότι ήταν μη Μωαμεθανός.
Πρόεδρος του Νομοθετικού Συμβουλίου ήταν ο εκάστοτε ύπατος αρμοστής (και αργότερα ο κυβερνήτης) της Κύπρου. Οι εξουσίες του σώματος ήσαν πολύ περιορισμένες και η πλειοψηφία των εκπροσώπων των Ελλήνων της Κύπρου ήταν εικονική. Και τούτο, επειδή οι ενωμένες ψήφοι των Άγγλων και των Τούρκων βουλευτών (6+3) ισοβαθμούσαν προς τις 9 ψήφους των Ελλήνων βουλευτών, οπότε εγίνετο η χρήση της νικώσας ψήφου του ύπατου αρμοστή. Αργότερα, και συγκεκριμένα μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Στέμματος (1925) ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών αυξήθηκε από 9 σε 12, ενώ των Τούρκων παρέμεινε ο ίδιος˙ αυξήθηκε όμως και ο αριθμός των διοριζομένων «επισήμων» μελών από 6 σε 9, κι έτσι η αναλογία μεταξύ των ελληνικών ψήφων αφ’ ενός και των υπολοίπων αφ’ ετέρου, διατηρήθηκε (12-12)˙ την δε νικώσα ψήφο είχε ο κυβερνήτης.
Τα τουρκικά μέλη του Σώματος τάσσονταν σχεδόν πάντοτε με τους Άγγλους, οπότε δεν υπήρχε προοπτική να εγκριθεί κάποια ανεπιθύμητη για τους Άγγλους κατάσταση. Σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις Τούρκοι βουλευτές ένωσαν τις ψήφους τους με τις ελληνικές, προς μεγάλη δυσφορία και ανησυχία των Άγγλων.
Ο αρμοστής δεν είχε δικαίωμα ψήφου σε περίπτωση πλειοψηφίας, είχε όμως τη νικώσα ψήφο σε περιπτώσεις ισοψηφίας που ήσαν και οι συνηθέστερες. Σε περίπτωση απουσίας του αρμοστή (ή του κυβερνήτη αργότερα), τον αντικαθιστούσε ο αρχιγραμματέας˙ ο τελευταίος είχε τότε δυο ψήφους (τη δική του και εκείνη του αρμοστή). Πέραν τούτων, αξίζει να σημειωθεί ότι τα αιρετά μέλη (δηλαδή οι εκλεγόμενοι εκπρόσωποι των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου), ενώ συζητούσαν νομοσχέδια που υπέβαλλε στο Σώμα η αποικιακή κυβέρνηση, δεν είχαν το δικαίωμα να προτείνουν κιόλας νομοσχέδια χωρίς την άδεια του ύπατου αρμοστή.
Εκτός από όλους τους άλλους περιορισμούς, υπήρχε και μια ύστατη πρόνοια «ασφαλείας», μήπως τελικά υιοθετείτο από το Νομοθετικό Συμβούλιο κάποια θέση που θα ήταν αντίθετη προς τα αγγλικά σχέδια και συμφέροντα. Η πρόνοια αυτή ήταν το τελικό δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) που είχε η βασίλισσα της Αγγλίας για κάθε νόμο που θα ψηφιζόταν από το Σώμα.
Ουσιαστικά το Νομοθετικό Συμβούλιο αποτελούσε ένα Σώμα μέσω του οποίου παίρνονταν αποφάσεις σύμφωνες προς τη θέληση του ύπατου αρμοστή /κυβερνήτη της Κύπρου, κατ’ επέκταση δε, σύμφωνες προς τη θέληση της ίδιας της κυβέρνησης της Αγγλίας.
Παράλληλα προς το Νομοθετικό Συμβούλιο είχε ιδρυθεί και λειτουργήσει και το λεγόμενο Εκτελεστικό* Συμβούλιο, που βοηθούσε τον ύπατο αρμοστή στο εκτελεστικό του έργο.
Η αποχώρηση Ελλήνων βουλευτών το 1912
Μετά την έκρηξη του πολέμου του συνασπισμού των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το θερμόμετρο της πολιτικής έντασης στο νησί είχε αρχίσει να ανεβαίνει από το φθινόπωρο του 1911, αν και οι εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, είχαν πραγματοποιηθεί μέσα σε κλίμα πρωτοφανούς υποτονικότητας και αδιαφορίας. To γεγονός που πυροδότησε την όξυνση των πολιτικών παθών ήταν η άφιξη του νέου αρμοστή Hamilton Goold – Adams. Ο Άγγλος διοικητής, που μετατέθηκε στη Λευκωσία από την Οράγγη της Νοτίου Αφρικής, έσπευσε από τις πρώτες μέρες της ελεύσεώς του στο νησί, να εκφράσει την έντονη δυσφορία του για την ενωτική δραστηριότητα των Ελλήνων της Κύπρου. Η απάντηση των Ελλήνων πολιτευτών ήταν η αποστολή ενός υπομνήματος στο υπουργείο Αποικιών, όπου, εκτός από την ενωτική αξίωση, έθεταν αιτήματα για σημαντικές οικονομικές και πολιτειακές μεταρρυθμίσεις.
Ο νέος μέγας αρμοστής κατέστησε σαφές ότι θεωρούσε εχθρική ενέργεια την υποβολή του ενωτικού αιτήματος από τους εκπροσώπους των κατοίκων (κοινοτικούς άρχοντες, ιερείς και δασκάλους), και το σημαιοστολισμό των χωριών με τα ελληνικά εθνικά σύμβολα κατά τις περιοδείες του. Αποκορύφωμα της δονκιχωτικής αντιπαράθεσης του ξένου αρμοστή με τις ελληνικές σημαίες των Κυπρίων αγροτών ήταν η «Οδύσσεια της Καρπασίας», το Μάρτιο του 1912, όταν ο Goold – Adams σε πολυήμερη εκδρομή του, απέφυγε να εισέλθει στο Τρίκωμο, τη Γιαλούσα και το Ριζοκάρπασο, επειδή οι κάτοικοι είχαν σημαιοστολίσει τα χωριά τους και τον ανέμεναν για να του διατρανώσουν την απαίτησή τους για ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Η σύγκρουση με τον αρμοστή έφερε την παραίτηση των εννέα Ελλήνων βουλευτών από το Νομοθετικό Συμβούλιο (4 Απριλίου 1912). Ακολούθησε, στις 15 Απριλίου 1912, μια επιβλητική σειρά 11 συλλαλητηρίων στις έξη πόλεις και σε περιοχές της υπαίθρου, που ενέκριναν πανηγυρικά διά βοής την πολιτική των βουλευτών, την εκλογή Κεντρικής Επιτροπής Πολιτικού Αγώνα υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου, και αντίστοιχων επαρχιακών επιτροπών.