Η Κύπρος, επειδή είναι νησί, εξ ανάγκης επικοινωνούσε με τις γειτονικές της χώρες διά θαλάσσης από τα αρχαιότατα χρόνια. Η θαλάσσια συγκοινωνία ήταν ο μόνος τρόπος επαφής της Κύπρου με τον υπόλοιπο κόσμο από τα βάθη της Προϊστορίας μέχρι και τον 20ό αιώνα, αφού ο άλλος τρόπος, το αεροπλάνο, δεν εμφανίστηκε παρά μόνο κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα αυτού. Ήταν λοιπόν φυσικό, τόσο για τις πυκνές εμπορικές όσο και για όλες τις άλλες επαφές των Κυπρίων με άλλους ανθρώπους και άλλες χώρες σ' Ανατολή και Δύση, η Κύπρος να είχε αναπτύξει τη ναυτιλία της. Εξάλλου, λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης της, μεταξύ τριών ηπείρων (Ευρώπη, Ασία, Αφρική) η Κύπρος εχρησιμοποιείτο εκτεταμένα και από πολλούς άλλους ναυτιλλομένους, από εμπόρους και πολεμιστές, ακόμη και από πειρατές, ως σταθμός.
Κατά την Αρχαιότητα η Κύπρος απετέλεσε σημαντική ναυτική δύναμη που, μάλιστα, αναφέρεται και ως θαλασσοκράτειρα για ένα διάστημα (βλέπε λήμμα θαλασσοκρατορία Κυπρίων). Σχετική με τη ναυτιλία ήταν και η εκτεταμένη ναυπήγηση καραβιών στην Κύπρο κατά την Αρχαιότητα, με πρώτη ύλη το ξύλο των άφθονων δασών του νησιού.
Γενική αναφορά της σχέσης των Κυπρίων με τη θάλασσα γίνεται στο λήμμα θάλασσα (κεφάλαια α, δ, ε, ζ), ενώ στο λήμμα αυτό δίνονται περαιτέρω πληροφορίες σ' ό,τι αφορά τη ναυτιλία σήμερα.
Σύγχρονη εποχή: Με την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, το 1960, η ανάπτυξη της ναυτιλίας, όπως και όλων των άλλων τομέων, υπήρξε φυσικό επακόλουθο, δεδομένης μάλιστα της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου, που παραμένει το ίδιο σημαντική όπως και στην Αρχαιότητα. Οι πρώτοι νόμοι περί Εμπορικής Ναυτιλίας, που βασίζονταν στην αντίστοιχη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, θεσπίστηκαν το 1963 και αρμόδιος κυβερνητικός φορέας ήταν το υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και το Τμήμα Λιμένων που υπαγόταν σ' αυτό. Το πρώτο λιμάνι νηολόγησης κυπριακών πλοίων ήταν η Αμμόχωστος. Βάσει της νομοθεσίας, ξένοι πλοιοκτήτες μπορούν να εγγράψουν πλοία τους στο κυπριακό νηολόγιο, αφού προηγουμένως ιδρύσουν κυπριακή εταιρεία στο όνομα της οποίας θα είναι γραμμένα τα πλοία.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων, μετά το 1963, χρόνων ο αριθμός των πλοίων που ήσαν εγγεγραμμένα στο Κυπριακό Νηολόγιο ήταν αμελητέος, πράγμα που θεωρείται φυσικό αφού η ναυτιλιακή κοινότητα χρειάστηκε κάποιο χρόνο μέχρι να αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες που προσέφερε η σχετική κυπριακή νομοθεσία. Όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο κυπριακός εμπορικός στόλος άρχισε να αυξάνεται με γοργότερους ρυθμούς σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του νηολογίου, κατά τη διάρκεια των οποίων μεγάλη σημασία δινόταν στη θέσπιση της κατάλληλης νομοθεσίας και στη συγκρότηση της αναγκαίας διοικητικής υποδομής. Το 1971 η Κύπρος κατείχε την 17η θέση στον παγκόσμιο εμπορικό στόλο με πλοία ολικής χωρητικότητας 1,74 εκατομμυρίων κόρων, γεγονός που της επέτρεψε να συμμετάσχει στον παγκόσμιο εμπορικό στόλο με ποσοστό 0,7%.
Το 1973, ένα χρόνο πριν από την τουρκική εισβολή, στο κυπριακό νηολόγιο ήσαν γραμμένα 876 σκάφη που είχαν ολική χωρητικότητα 3.637.679 κόρων. Η εισβολή επηρέασε αναπόφευκτα και τον τομέα της ναυτιλίας. Σαν λιμάνι νηολόγησης πλοίων ορίστηκε η Λεμεσός μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου. Η πολιτική αβεβαιότητα που επικρατούσε είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του κυπριακού εμπορικού στόλου. Παράλληλα, οι καταστάσεις που δημιουργήθηκαν δεν επέτρεψαν την ενίσχυση του Τμήματος Λιμένων, που ασκούσε τότε τον έλεγχο των κυπριακών πλοίων, και τη βελτίωση και εκσυγχρονισμό της ναυτιλιακής νομοθεσίας. Σαν συνέπεια της παράλειψης αυτής, που συνέπεσε και με περίοδο κρίσης στις διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες, πολλά κυπριακά πλοία, κυρίως υπερήλικα, διατηρούσαν μειωμένα επίπεδα ασφάλειας, για λόγους οικονομίας, και ο αριθμός των σοβαρών ατυχημάτων αυξήθηκε σε ανησυχητικό βαθμό, προκαλώντας δυσμενή σχόλια για την κυπριακή σημαία.
Από το 1977 άρχισαν να λαμβάνονται μέτρα με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση του ονόματος της κυπριακής σημαίας. Ανάμεσα στα μέτρα αυτά ήταν η εισαγωγή ορίου ηλικίας 17 χρόνων για τη νηολόγηση πλοίων και οι αυστηρές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται κατά τον χρόνο της προσωρινής νηολόγησης και κάθε μεταγενέστερης πράξης που αφορά το πλοίο. Κατά τον ίδιο χρόνο άρχισε να λειτουργεί και το νεοσύστατο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας* στο οποίο ανετέθησαν όλες οι αρμοδιότητες και ευθύνες που αφορούσαν τη ναυτιλία, μετά τη δημιουργία της Αρχής Λιμένων και τη διάλυση, στη συνέχεια, του Τμήματος Λιμένων. Πρώτη υφυπουργός Ναυτιλίας διορίστηκε η κ. Νατάσα Πηλείδου.
Η δυσμενής κατάσταση στην οποία βρέθηκε ξαφνικά η κυπριακή εμπορική ναυτιλία κράτησε μέχρι και το 1978. Το έτος αυτό ο συνολικός αριθμός των υπό κυπριακή σημαία πλοίων ανερχόταν σε 1.200, με συνολική δυναμικότητα 2,7 εκατομμυρίων τόνων. Το 1978 υπήρξε σημαντικός σταθμός στην ανάκαμψη και περαιτέρω ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας της Κύπρου, όταν η κυπριακή κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που υπήρχε, πήρε μια σειρά μέτρων. Τα μέτρα αυτά, όπως και άλλοι παράγοντες, είχαν ως αποτέλεσμα τη θεαματική άνοδο της ναυτιλίας της Κύπρου τα επόμενα χρόνια. Η ανάπτυξη της κυπριακής ναυτιλίας, κατά την πιο πάνω περίοδο, υπήρξε τόσο ραγδαία και σημαντική, ώστε ο εμπορικός στόλος της Κύπρου όχι μόνο ξεπέρασε τη συρρίκνωση που παρατηρήθηκε στα προηγούμενα χρόνια, αλλά και αυξήθηκε πολύ πιο πέρα από τα επίπεδα του 1974. Έτσι, το 1986 η Κύπρος κατείχε την 7η θέση στην παγκόσμια εμπορική ναυτιλία με εμπορικό στόλο συνολικής χωρητικότητας 13,38 εκατομμυρίων κόρων και με ποσοστό συμμετοχής στον παγκόσμιο εμπορικό στόλο 3,5%.
Η δεκαετία του 1990 άρχισε με ευνοϊκούς οιωνούς τόσο για τη διεθνή, όσο και για την κυπριακή εμπορική ναυτιλία. Παγκοσμίως παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση της ναυαγοράς σε βαθμό ώστε να αρχίσουν πάλι οι παραγγελίες πλοίων στα ναυπηγεία. Ταυτόχρονα όμως, λόγω των πολλών και σοβαρών ατυχημάτων σε πλοία που κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του 1970 και της μεγάλης έκτασης ρύπανσης της θάλασσας που προκλήθηκε σε πολλές περιπτώσεις, η αντίδραση των κυβερνήσεων και των ασφαλιστικών και χρηματοδοτικών οργανισμών στα ατυχήματα αυτά ήταν πολύ πιο έντονη και αυστηρή παρά προηγουμένως.
Παρά το ότι τέτοια προβλήματα αντιμετώπισε και η Κύπρος, γεγονός που φαίνεται τόσο από τα ποσοστά ολικών απωλειών, όσο και από τα ποσοστά κρατήσεων κυπριακών πλοίων σε ξένα λιμάνια λόγω ελλείψεων, η κυπριακή εμπορική ναυτιλία στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 συνέχισε την ανοδική της πορεία. Έτσι, το 1994 ο ολικός αριθμός των υπό κυπριακή σημαία πλοίων έφθασε τις 2.650 και η χωρητικότητά τους ξεπέρασε τα 25,6 εκατομμύρια κόρους ολικής χωρητικότητας (GT), γεγονός που κατέτασσε την Κύπρο ως την τέταρτη μεγαλύτερη ναυτιλιακή χώρα διεθνώς. Τη θέση αυτή κράτησε για 10 περίπου χρόνια.
Αρχές του 21ου αιώνα ο κυπριακός εμπορικός στόλος κατείχε την 10η θέση παγκοσμίως, με ολική χωρητικότητα πέραν των 20 εκατομμυρίων κόρων και την τρίτη θέση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ποσοστό πέραν του 12% του συνολικού στόλου των 27 κρατών μελών. Η Κύπρος είναι επίσης ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα πλοιοδιαχείρισης παγκοσμίως. Στην επικράτειά της έχουν εγκατασταθεί και λειτουργούν πέραν των 60 πλοιοδιαχειριστριών εταιρειών, πολλές από τις οποίες συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες του είδους τους παγκόσμια. Αυτό την κατατάσσει ανάμεσα στις πρώτες 5 χώρες παγκοσμίως με το μεγαλύτερο αριθμό πλοιοδιαχειριστριών εταιρειών με αυτή τη δραστηριότητα να συνεισφέρει στο ΑΕΠ της χώρας ποσοστό 4%. Πέρα από τα πιο πάνω, η Κύπρος αποτελεί την έδρα 100 και πλέον διεθνών εταιρειών οι οποίες δραστηριοποιούνται σε συναφή με τη ναυτιλία επαγγέλματα, όπως ναυτασφαλιστές, ναυλομεσίτες, νηογνώμονες κλπ.
Με βάση στοιχεία του 2019 η Κύπρος έκανε περαιτέρω άλματα. Είναι πρώτη χώρα στην ΕΕ και η τρίτη παγκοσμίως στη διαχείριση πλοίων. Την ίδια στιγμή, η κυπριακή σημαία κατέχει την τρίτη θέση στην ΕΕ και την 11η παγκοσμίως (24 εκατ. τόνους) σε χωρητικότητα πλοίων. Η βιομηχανία αυτή απασχολεί άμεσα 4.500 άτομα στην ξηρά, ενώ 55.000 ναυτικοί απ’ όλο τον κόσμο εργάζονται σε ναυτιλιακές εταιρείες που εδρεύουν στην Κύπρο. Διαθέτει πάνω από 180 πλοιοκτητικές εταιρείες, εταιρείες διαχείρισης και ασφάλισης πλοίων, και εταιρείες που ασχολούνται γενικά με τη ναυτιλία, οι οποίες διατηρούν πλήρως λειτουργικά γραφεία και διεξάγουν τις διεθνείς τους επιχειρήσεις και δραστηριότητες κυρίως από τη Λεμεσό. Από τις εταιρείες που ιδρύθηκαν στην Κύπρο, γύρω στο 87% είναι ευρωπαϊκών συμφερόντων, περιλαμβανομένων και κυπριακών. Πρόκειται για μια βιομηχανία που συνεισφέρει σε ποσοστό 7% στο Ακαθάριστο Εθνικό μας Προϊόν.
Τα τελευταία χρόνια η ναυτιλιακή πολιτική της Κύπρου εστιάστηκε στη βελτίωση της ναυτικής ασφάλειας, εφαρμόζοντας μια σειρά από αυστηρά και αποτελεσματικά μέτρα. Η πολιτική αυτή συνάδει τόσο με τις Ευρωπαϊκές οδηγίες, όσο και με τους στόχους της εγχώριας ναυτιλιακής βιομηχανίας αλλά και την εικόνα που η Κύπρος επιθυμεί να προβάλλει στο ναυτιλιακό κόσμο. Τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν αρκετά επιτυχή επιτρέποντας στην Κύπρο να συμπεριληφθεί στη Λευκή Λίστα τόσο του Μνημονίου των Παρισίων για τον έλεγχο των Πλοίων όσο και του Μνημονίου του Τόκιο. Έχει επίσης αφαιρεθεί από τη Λίστα Προτεραιότητας Ελέγχου της Ακτοφυλακής των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μεταξύ των μέτρων που συνέβαλαν στην αλματώδη ανάπτυξη της κυπριακής εμπορικής ναυτιλίας ήταν και η εισαγωγή ορίου ηλικίας για την εγγραφή πλοίων όλων των τύπων. Με βάση το μέτρο αυτό, επιτρέπεται η εγγραφή στο Κυπριακό Νηολόγιο ή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης πλοίων οποιουδήποτε τύπου και οποιασδήποτε χωρητικότητας, ηλικίας μέχρι 15 χρονών, εκτός από φορτηγά πλοία με ολική χωρητικότητα μικρότερη από 1.000, επιβατηγά πλοία, αλιευτικά σκάφη, ακτοπλοϊκά επιβατηγά και μικρά επιβατηγά σκάφη, νοουμένου ότι αυτά τηρούν τις πρόνοιες της νομοθεσίας και τις εγκυκλίους του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας (ΤΕΝ). Επιτρέπεται η εγγραφή στο Κυπριακό Νηολόγιο ή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης πλοίων ηλικίας άνω των 15 χρονών, φορτηγών πλοίων με ολική χωρητικότητα μικρότερη από 1.000, επιβατηγών πλοίων, αλιευτικών σκαφών, ακτοπλοϊκών επιβατηγών και μικρών επιβατηγών σκαφών κάτω από επιπρόσθετους όρους, που θα πρέπει να ικανοποιούνται ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης για νηολόγηση ή σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη νηολόγηση, και οι όροι αυτοί πρέπει να τηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια που το πλοίο είναι γραμμένο στο Κυπριακό Νηολόγιο, ανεξάρτητα οποιασδήποτε μεταγενέστερης μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου.
Το 2008 ιδρύθηκε το Κυπριακό Ναυτιλιακό Επιμελητήριο το οποίο προήλθε από τη μετεξέλιξη και μετονομασία του Κυπριακού Ναυτιλιακού Συμβουλίου. Το Ναυτιλιακό Επιμελητήριο αριθμεί σήμερα 130 πλοιοκτήτριες, πλοιοδιαχειρίστριες και ναυτιλιακά συναφείς εταιρείες, που συλλογικά ελέγχουν ένα στόλο 2.170 ποντοπόρων πλοίων, με 43 εκατομμύρια τόνους ολικής δυναμικότητας, και λειτουργεί σαν το επαγγελματικό εκφραστικό σώμα της Ναυτιλιακής Βιομηχανίας στην Κύπρο.
Το τουρκικό εμπάργκο: Ένα σοβαρό πρόβλημα για την κυπριακή ναυτιλία είναι το τουρκικό εμπάργκο. Η Τουρκία επέβαλε από το 1987 απαγόρευση κατάπλου των υπό κυπριακή σημαία πλοίων στα λιμάνια της, ενώ από το 1997 απαγορεύει την προσέγγιση στα λιμάνια της όχι μόνο κυπριακών πλοίων αλλά πλοίων ανεξαρτήτως σημαίας τα οποία είναι νηολογημένα εκ παραλλήλου στο νηολόγιο της Κύπρου και σε νηολόγια άλλης χώρας,διενεργούν εμπορικές πράξεις μεταξύ Κύπρου-Τουρκίας ή αντίστροφα ή μεταφέρουν φορτίο προερχόμενο από την Κύπρο. Το πρόβλημα αυτό προκάλεσε την έξοδο εκατοντάδων πλοίων από το κυπριακό νηολόγιο και επίσης συνέτεινε ώστε άλλες εκατοντάδες πλοίων να μη εγγραφούν στο κυπριακό νηολόγιο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε επανειλημμένα από την Τουρκία την άρση των περιοριστικών μέτρων, χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρξει οποιαδήποτε ανταπόκριση από τουρκικής πλευράς.
Α. ΧΑΤΖΗΛΟΙΖΟΥ