Το μοναστήρι της Αγίας Νάπας, που όπως και οι εκκλησίες της Αγίας Νάπας, είναι αφιερωμένο στην Παναγία, δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Η Αγία Νάπα αναφέρεται για πρώτη φορά το 1366, όταν, σύμφωνα με τον Λεόντιο Μαχαιρά ὁ ρήγας (Πέτρος Α') ἔγραψεν εἰς τόν πάπαν καί ἔδωκεν τες τοῦ ἀμιράλλη... καί ἐβγαίνοντάς του ὁ ἀμιράλλης ἀπό τήν Ἀμμόχωστον ἦλθεν εἰς τήν Ἁγίαν Νάπαν...
Για δεύτερη φορά ο Μαχαιράς αναφέρει την Αγία Νάπα το 1373 διηγούμενος το ναυάγιο πέντε γενουατικών πλοίων φορτωμένων με λάφυρα που είχαν αρπάξει οι Γενουάτες κατά τη λεηλασία της Κύπρου. Τα γεγονότα αυτά αναφέρει και ο Strambaldi. Καμιά άλλη γραπτή μαρτυρία δεν έχουμε για την Αγία Νάπα από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφορά της Αγίας Νάπας γίνεται στην έκθεση για την Κύπρο που υποβλήθηκε στη Βενετία στα μέσα του 16ου αιώνα. Σημειώνεται επίσης σε βενετσιάνικους χάρτες του 16ου αιώνα.
Βλέπε λήμμα: Γένουα και Κύπρος
Η άποψη ότι στη θέση της Αγίας Νάπας υπήρχε προηγουμένως το μοναστήρι του Sancti Georgi di Dadi είναι τελείως αστήρικτη. Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο ακρωτήρι Δάδες (ή ακρωτήρι της Πύλας) αναφέρεται ήδη από τον 7ο αιώνα και βρίσκεται πολύ μακριά. Κατά συνέπεια και υπόθεση, που στηρίχθηκε στην άποψη αυτή και η επιγραφή που αναφέρει ο Άγγλος Drummond ότι αρχικά το μοναστήρι ήταν λατινικό και όχι ελληνικό ορθόδοξο, είναι λανθασμένη. Άλλωστε το καθολικό του μοναστηριού (δηλαδή η κύρια εκκλησία) είναι ορθόδοξο και μόνο το συνεχόμενο με το καθολικό παρεκκλήσι είναι λατινικό. Τα λατινικά μοναστήρια, άλλωστε, δεν ξαναλειτούργησαν επί Τουρκοκρατίας, σαν ορθόδοξα μοναστήρια, αλλά εγκαταλείφθηκαν και βαθμιαία ερειπώθηκαν, ενώ το μοναστήρι της Αγίας Νάπας αναφέρεται ήδη το 1625 σαν ορθόδοξο γυναικείο μοναστήρι από τον Pietro della Valle που το επισκέφθηκε. Από την αναφορά εξάλλου του Στέφανου Λουζινιανού στις θαυματουργούς εικόνες της Θεοτόκου φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Νάπα ήταν ορθόδοξο μοναστήρι.
Ο Alexander Drummond που επισκέφθηκε την Κύπρο (δυο φορές το 1745 και το 1750) και το μοναστήρι της Αγίας Νάπας, βρήκε μια επιγραφή στα λατινικά που αναφέρεται στην ανοικοδόμηση του μοναστηριού της Αγίας Νάπας το 1530. Η επιγραφή αυτή, που δεν σώζεται σήμερα, έχει ως εξής:
F. Μ. HE. S. Α. F.
HOC OPUS FIERI. FECERUNT
GUBERNATORES, FRATERNITATIS
SANCTAE NAPAE. DUCES ET.
PRO. HIERONYMUS DE.
SALASERIS OREMESIS
CIVIS FAMAGUSTANUS
AD HONOREM. BEATAE. VERGINIS
MDXXX
Η επιγραφή αυτή αναφέρεται ασφαλώς στην καμαροσκέπαστη νοτιοδυτική είσοδο και το διώροφο κτίριο προς την πλευρά της σημερινής πλατείας του χωριού, όπου η δευτερεύουσα είσοδος. Τα κτίρια αυτά, ιδιαίτερα το διώροφο κτίριο με τα χαρακτηριστικά βενετσιάνικα παράθυρα του ορόφου, ανήκουν στον 16ο αιώνα. Στην ίδια εποχή πρέπει να τοποθετηθεί και η φιάλη ή κρήνη που βρίσκεται στο κέντρο της αυλής του μοναστηριού και καλύπτεται από ημισφαιρικό θόλο που στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς. Τα άλλα κτίρια, περιλαμβανομένης και της εκκλησίας, είναι παλαιότερα.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το 1625 το μοναστήρι ήταν γυναικείο. Δεν είναι γνωστό όμως αν ήταν γυναικείο και κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1668, φαίνεται ότι το μοναστήρι ήταν ανδρικό. Δεν φαίνεται εντούτοις να απέκτησε ποτέ το μοναστήρι πολλούς μοναχούς, παρά την τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία που είχε. Όπως φαίνεται από τους κτηματολογικούς κώδικες της Αρχιεπισκοπής, η κτηματική περιουσία του μοναστηριού της Αγίας Νάπας περιελάμβανε τις εκτάσεις γης μέχρι την Ορμίδεια και το Λιοπέτρι στα δυτικά, τα Χορτάκια στα βορειοδυτικά, τον Πρωταρά στα βορειοανατολικά και το ακρωτήρι Κάβο Γκρέκο στα ανατολικά. Είχε ακόμη κτήματα και ελιές στα χωριά Πραστειό, Σίντα, Πυργά, Ορμίδεια και Κάτω Λεύκαρα. Το μοναστήρι είχε δυο μετόχια, ένα στο Πραστειό και το άλλο στην Ορμίδεια. Ακόμη στο μοναστήρι της Αγίας Νάπας είχαν υπαχθεί και τα μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου Χορτακιών, δυτικά της Σωτήρας, και του Αγίου Νικάνδρου. Είχε ακόμη 1.904 αίγες, 431 ρίφια, 506 πρόβατα, 3 βορδόνια, 3 μουλάρια, 3 γαϊδούρια, 2 ονικές, 5 ζευγάρια βόδια και 31 αγριόβουδα.
Όμως κατά την ίδια καταγραφή του 1758 στο μοναστήρι υπήρχαν μόνο 4 στρώματα, 3 παπλώματα και 4 λύχνοι, που φανερώνει ότι ο αριθμός των μοναχών δεν ξεπερνούσε τους 3-4. Άγνωστο γιατί, το 1758 κλείσθηκε το μοναστήρι. Κατά την περίοδο αυτή αναφέρονται δυο ηγούμενοί του: ο Πιερής που το 1668 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έφερε φιρμάνι του Σουλτάν Μεχμέτ με το οποίο αναγνωρίζονταν οι τίτλοι ιδιοκτησίας των κτημάτων του μοναστηριού και ο Νικηφόρος που μεταξύ 1750-1752 είχε διατελέσει και επιστάτης της εκκλησίας της Ορμίδειας. Το 1773 αναφέρεται ως «οἰκονομῶν», δηλαδή διαχειριστής, ο παπά κύρ Μακάριος.
Το μοναστήρι φαίνεται ότι ξαναλειτούργησε λίγο αργότερα. Το 1800 υπήρχαν 3 μοναχοί κάτω από τον «επιστάτη» Ιωαννίκιο που πιθανό να είναι ο πρωτοσύγκελλος Ιωαννίκιος ο οποίος πέθανε πριν από τις 12 Αυγούστου 1801. Για την καλλιέργεια των μεγάλων εκτάσεων γης το μοναστήρι χρησιμοποιούσε μισθωτούς. Το 1801 διέθετε και βάρκα συνεταιρική με κάποιο Αντωνή Ζυμπουλούς από τη Λάρνακα.
Το 1813 ο χωρεπίσκοπος Τριμιθούντος Σπυρίδων, βοηθός του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, επισκεύασε το μοναστήρι της Αγίας Νάπας σύμφωνα με επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στην βορειοανατολική πτέρυγα του μοναστηριού. Πιθανώτατα οι επισκευές του 1813 περιελάμβαναν τις τοξοστοιχίες μπροστά από τα κελλιά του μοναστηριού και τα ερειπωμένα δωμάτια δυτικά της νότιας εισόδου που έχουν ξανά σήμερα επισκευασθεί. Τότε ή και σε προηγούμενες επισκευές περιορίσθηκε το άνοιγμα της εισόδου της εκκλησίας απέναντι από την φιάλη και κατασκευάσθηκε η σημερινή είσοδος με απλό οξυκόρυφο τόξο. Ήδη όμως τότε, ή αμέσως μετά τις σφαγές του 1821, το μοναστήρι διαλύθηκε. Ως γνωστόν ο χωρεπίσκοπος Τριμιθούντος Σπυρίδων κατόρθωσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Έκτοτε η κτηματική περιουσία του μοναστηριού ενοικιαζόταν σε διάφορους γεωργούς.
Το μοναστήρι της Αγίας Νάπας αποτελείται από κτίσματα διαφόρων εποχών που βρίσκονται γύρω από ορθογώνια αυλή. Τα κελλιά και τα άλλα μοναστηριακά κτίρια βρίσκονται στα βόρεια, τα ανατολικά και νότια της αυλής. Η εκκλησία, που είναι εν μέρει λαξευμένη στον βράχο, βρίσκεται στη δυτική πλευρά του μοναστηριού (η τοποθέτηση των κτισμάτων, όπως δίδεται, είναι συμβατική).
Το αρχαιότερο τμήμα του μοναστηριού είναι τα τέσσερα κελλιά της ανατολικής πτέρυγας που είναι καλυμμένα με σταυροθόλια. Τα δυο νοτιότερα κελλιά της πτέρυγας αυτής είναι κάπως μεταγενέστερα και καλύπτονται με οξυκόρυφες καμάρες. Μπροστά από τα κελλιά υπάρχει ανοικτή στοά που στηρίζεται σε τοξοστοιχία. Η τοξοστοιχία είναι μεταγενέστερη. Τα αρχικά κελλιά της πτέρυγας αυτής είναι εφοδιασμένα με ατομικά αποχωρητήρια, που εξωτερικά παρουσιάζονται σαν αντηρίδες του ανατολικού τοίχου.
Στη βάση του τοίχου αυτού και κάτω από τα αποχωρητήρια υπήρχε αυλάκι στο οποίο διακλαδωνόταν το νερό του υδραγωγείου που απομάκρυνε τις ακαθαρσίες και καθάριζε τα αποχωρητήρια. Τα κελλιά της βόρειας πτέρυγας κτίσθηκαν αργότερα, αλλά πριν από το διώροφο κτίριο της βόρειας εισόδου. Τα κελλιά αυτά καλύπτονταν με δώμα που στηριζόταν σε δοκίδες. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στο ανατολικό κελλί της βόρειας πτέρυγας εγκαταστάθηκε ελιόμυλος. Η εκκλησία του μοναστηριού είναι κατά το ήμισυ λαξευμένη στον βράχο και κατά το υπόλοιπο κτισμένη. Το κτιστό τμήμα της εκκλησίας αποτελείται από δυο κλίτη που καλύπτονται με οξυκόρυφη καμάρα. Το ένα από τα κλίτη αυτά χρησιμοποιήθηκε κατά τον 16ο αιώνα σαν λατινικό παρεκκλήσι. Όπως φαίνεται από την αρχική θύρα, το περίθυρο και τη ροζέττα πάνω από τη θύρα, η εκκλησία κτίσθηκε τον 14ο αιώνα. Στο λατινικό παρεκκλήσι σώζονται σε υποφερτή κατάσταση τοιχογραφίες τριών αγίων γυναικών, με ισχυρή ιταλική επίδραση στην τεχνοτροπία, που μπορούν να χρονολογηθούν στον 15ο αιώνα.
Το κτίριο της κύριας εισόδου του μοναστηριού, που αποτελεί τη νότια πτέρυγα, αποτελείται από τρία συνεχόμενα ανοικτά δωμάτια με ημικυκλικά τόξα που καλύπτονται από ημικυκλική καμάρα της οποίας ο άξονας είναι από ανατολικά προς τα δυτικά. Το δυτικό δωμάτιο της εισόδου επικοινωνεί με θύρα με ορθογώνιο δωμάτιο που καλύπτεται με οξυκόρυφη καμάρα της οποίας ο άξονας είναι από βορρά προς νότον. Η τοιχοδομία της πτέρυγας αυτής είναι πολύ επιμελημένη, αλλά απλή και αδιακόσμητη.
Αντίθετα το διώροφο κτίριο της βόρειας εισόδου είναι κτισμένο με πολλή επιμέλεια. Τα παράθυρα του ορόφου περιβάλλονται με περίτεχνους κιονίσκους, ή πεσσίσκους οι οποίοι υποβαστάζουν ημικυκλικά τόξα, που παρουσιάζουν φανερή την επίδραση της βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής. Στο βόρειο άκρο του ορόφου, υπάρχει βεράντα με οξυκόρυφα τόξα. Η στέγη αποτελείται από δώμα που στηρίζεται σε δοκίδες. Στον βόρειο τοίχο υπάρχουν ανάγλυφα οικόσημα πολύ κατεστραμμένα και υποδοχές για ιστούς σημαιών.
Στο μέσο της αυλής υπάρχει φιάλη οκτάπλευρη, στο κέντρο της οποίας υπάρχει μαρμάρινος, κοίλος, κιονίσκος που επιστέφεται από ιωνικό κιονόκρανο, που χρησιμεύει σαν αναβρυτήριο. Οι εξωτερικές πλευρές της φιάλης στολίζονται με ανθοπλοκάμους, μάσκες και οικόσημα πολύ κατεστραμμένα. Μόνο ένα οικόσημο θεωρήθηκε από τον R. Gunnis ότι ανήκει στην οικογένεια de Bries ή την οικογένεια de Veit. Η φιάλη καλύπτεται με ημισφαιρικό θόλο που στηρίζεται σε τέσσερις ισχυρούς πεσσούς που στηρίζουν οξυκόρυφα τόξα. Μεταξύ των πεσσών υπάρχουν κτιστά λίθινα καθίσματα. Όπως φαίνεται από τον διάκοσμό της, με την ισχυρή αναγεννησιακή επίδραση, η φιάλη είναι σύγχρονη με το διώροφο κτίριο και το κτίριο της εισόδου που χρονολογούνται, σύμφωνα με την επιγραφή που είδε ο Alexander Drummond, το 1530. Το νερό στη φιάλη, όπως και το νερό για χρήση του μοναστηριού που αναβρύζει από μαρμάρινο κεφάλι κάπρου της Ρωμαϊκής εποχής, έρχεται στο μοναστήρι από υδραγωγείο κτισμένο κατά τη Μεσαιωνική περίοδο από απόσταση δυο περίπου χιλιομέτρων. Το νερό από το αναβρυτήριο όσο και από το κεφάλι του κάπρου διοχετεύεται με υπόγειο αγωγό σε μεγάλη δεξαμενή έξω από τη νότια πτέρυγα του μοναστηριού και χρησίμευε για την άρδευση των κήπων του μοναστηριού. Ακριβώς δίπλα από τη δεξαμενή υπάρχει μια γιγαντιαία συκομορέα (Ficus sycomorus), πιθανότατα σύγχρονη με το κτίριο της κύριας εισόδου του μοναστηριού.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια