Νικολαΐδης Μελής

Image

Σημαντικός Κύπριος πεζογράφος. Γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1892 και πέθανε στην Αθήνα το 1979. Φοίτησε σε δημοτικό σχολείο, στο γυμνάσιο της Λάρνακας και στο Παγκύριο Διδασκαλείο Λευκωσίας. Ήταν εξάδελφος του ποιητή Ξάνθου ΛυσιώτηΜεταξύ 1910 και 1911 εργάστηκε ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο. Τα επόμενα δυο χρόνια εργάστηκε ως δάσκαλος στο χωριό Αλαμινός και το 1913 βρέθηκε ξανά στη Λάρνακα όπου κι άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Ἠχώ τῆς Κύπρου. Η έκδοσή της κράτησε 7 χρόνια και τα τελευταία της φύλλα εξεδόθησαν στη Λεμεσό το 1920, όπου βρέθηκε ο εκδότης της, ο οποίος κι εργάστηκε για σύντομο διάστημα, από το 1919 μέχρι το 1922, ως υπάλληλος της μητροπόλεως Κιτίου.

 

Στην Αθήνα

Το 1924 εγκατέλειψε την Κύπρο κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου κι έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στην ελληνική πρωτεύουσα επιδόθηκε στη λογοτεχνία αλλά και σε επαγγελματικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με το βιβλίο: ίδρυσε βιβλιοπωλείο σε ημιυπόγειο της οδού Θεμιστοκλέους καθώς και εκδοτικό οίκο με την ονομασία «Λογοτεχνία», με σκοπό την προώθηση του καλού λογοτεχνικού βιβλίου. Ίδρυσε επίσης «Γραφείο Πνευματικών Υπηρεσιών» (1936) και παράλληλα ανέπτυξε κι άλλες σοβαρές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων ήταν και η έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Πνευματική Ζωή από το 1936 μέχρι το 1941 κι από το 1952 μέχρι το 1954. Το 1928 δημοσίευσε το πρώτο του πεζογράφημα που ξεχώρισε· επρόκειτο για το διήγημα Ἡ Καταδικασμένη που δημοσιεύθηκε στη Νέα Ἑστία του Γρηγορίου Ξενοπούλου.

 

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών» (ιδρύθηκε το 1933) της οποίας διετέλεσε γενικός γραμματέας και πρόεδρος. Μεταπολεμικά, υπήρξε ανταποκριτής της κυπριακής εφημερίδας Ἐλευθερία, από το 1945 έως το 1963. Κατά τη διάρκεια του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου (1955-1959) πρόσφερε υπηρεσίες. Από το 1925 ήταν εθναρχικός σύμβουλος στην Αθήνα, και μετά τον θάνατο του Αχιλλέως Κύρου ορίστηκε εκπρόσωπος των Κυπρίων στην «Πανελλήνια Επιτροπή Αυτοδιαθέσεως Κύπρου». Υπηρεσίες προσέφερε και κατά το στάδιο προπαρασκευής του κυπριακού αγώνα, από το 1950 και εξής.

 

Συμμετείχε στην πνευματική ζωή της Αθήνας και ως μέλος άλλων πνευματικών οργανώσεων, όπως η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» της οποίας είχε υπηρετήσει και ως γενικός γραμματέας. Το 1966 τιμήθηκε σε μεγάλη εκδήλωση που οργανώθηκε στη Λευκωσία, στην οποία μίλησε και ο πρόεδρος και αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Βραβεύθηκε επίσης επανειλημμένα, μεταξύ δε άλλων και από την Ακαδημία Αθηνών. Το πρώτο του βιβλίο κέρδισε, το 1927, σε διαγωνισμό της «Νέας Ἑστίας», όπου βραβεύθηκε επίσης ο Ηλίας Βενέζης. Συνεργάστηκε στην έκδοση βιβλίου Νεοελληνικῶν Ἀναγνωσμάτων για τα σχολεία· διηγήματά του περιελήφθησαν σε σχολικά αναγνωσματάρια.

 

Το έργο του 

Το αρκετά ογκώδες πεζογραφικό του έργο διακρίνεται σε δυο, βασικά, κατηγορίες: στο πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, με θεματογραφία κυρίως κοινωνικού χαρακτήρα (που του έδωσε και τον τίτλο του πεζογράφου «των φτωχών και ταπεινών, των τιμίων και καλών ανθρώπων»)˙ και στο μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο έργο του, του οποίου τα θέματα είναι έντονα θρησκευτικού περιεχομένου.

Εκτός από διηγήματα και μυθιστορήματα, έγραψε και ταξιδιωτικά, θεατρικά και χρονογραφήματα. Εκδομένα σε βιβλία έργα του, είναι:

 

1. Χρονογραφήματα (Λεμεσός, 1922).

2. Τό Κλεισμένο Σπίτι (μυθιστόρημα, Αθήνα, 1928).

3. Δυό ἂσπρα γυμνά χέρια, κι ἂλλα διηγήματα (Αθήνα, 1929).

4. Ὁ ἄνθρωπος πού ἐπούλησε τήν γυναίκα του (νουβέλα, Αθήνα, 1931).

5. Ζητώντας τόν ἔρωτα, κι ἄλλα διηγήματα (Αθήνα).

6. Γυναῖκα Σφίγγα (νουβέλα, Αθήνα).

7.  Ἆσμα Ἀσμάτων κι ἄλλα διηγήματα (Αθήνα, 1937).

8. Ἐνῶ δέν τοὕλειπε τίποτα (θεατρικό, Αθήνα).

9. Γιά λίγη ζωή (διηγήματα, Αθήνα, 1944).

10. Μῦρα καί Δάκρυα (διηγήματα, Κύπρος, 1945).

11. Κυπριανός ὁ Μάγος (αφήγημα, Αθήνα, 1958).

12. Τῷ καιρῷ  ἐκείνῳ... (διηγήματα, Αθήνα, 1962).

13. Δύο διαλέξεις πάνω στό δημοτικό τραγούδι (Λευκωσία, 1963).

14. Γύρω ἀπό τόν Ἰησοῦ. Μικρές καί ταπεινές μορφές ἀπό τά Εὐαγγέλια (αφηγήματα. Πρόλογος αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία, 1964).

15. Ἡ Κύπρος μας (ταξιδιωτικό, Αθήνα, 1965).

16. Συνέσιος ὁ Κυρηναῖος (μυθιστόρημα, Αθήνα, 1967).

17. Ἰησοῦς˙ ὅπως τόν εἶδε ἕνας ἄγνωστος μαθητής του (βιογραφία του Ιησού,

Αθήνα, 1970).

18. Λουκᾶς ὁ  ἀγαπητός (αφήγημα, Λευκωσία, 1972).

19. Βαρνάβας ὁ Κύπριος (αφήγημα, Λευκωσία, 1973).

20. Ἀντρειωμένος (δράμα).

 

Το θεατρικό του Ἐνῶ δέν τοὒλειπε τίποτα (είναι κωμωδία) ανεβάστηκε στην Αθήνα το 1944 από τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη.

 

Κείμενά του, ομιλίες, άρθρα, μελέτες κλπ., δημοσίευσε σε διάφορα κυπριακά και ελλαδικά έντυπα. Αποδελτιωμένες αναφέρονται τουλάχιστον 36 ομιλίες και μελέτες του πάνω σε γενικά πνευματικά θέματα, άλλες 24 ομιλίες του για το Κυπριακό ζήτημα και 26 μελέτες του περί πνευματικών προσωπικοτήτων.

Στις 4 Φεβρουαρίου 2015 τα κυπριακά ταχυδρομεία κυκλοφορούν αναμνηστικό φάκελο με γραμματόσημο προς τιμήν του Μελή Νικολαϊδη.

 

Μια περιγραφή της Λαρνακας

Ο Μελής Νικολαΐδης στο βιβλίο του  "Η Κύπρος μας, η Ομορφιά της, η Ζωή της, ο Αγώνας της" (1965), σ. 62-64 δίνει μια αδρή περιγραφή της Λάρνακας την οποία παραθέτουμε αυτούσια:

 

"Από τη στιγμή που το αυτοκίνητο έμπαινε στη Λάρνακα, πλήθος από ωραίες κι αγαπημένες αναμνήσεις με υποδέχτηκε και με ακολούθησε σαν ένα πυκνό και πολυθόρυβο σμήνος από χελιδόνια, που αντί να προαναγγέλλουν την άνοιξη με το κελαδητό τους, τραγουδούσαν μιαν παλιά, περασμένη, μα και αξέχαστη άνοιξη ―την πρώτη άνοιξη της ζωής μου.

     Να οι γραφικές Καμάρες, που αποτελούσαν τότε τον συνηθισμένο χώρο των σχολικών μας εκδρομών. Εκεί αντίκρυ, κάτω από τα τόξα τους, απλώναμε τις πετσέτες μας και τρώγαμε τα λιτά φαγητά μας· εκεί γύρω παίζαμε, γελούσαμε και τραγουδούσαμε· εκεί πάνω σκαρφαλώναμε, για να πιούμε το δροσερό τρεχούμενο νερό μέσα στο πέτρινο αυλάκι του. Και νιώθω ακόμα και σήμερα την ίδια δροσιά και την ίδια χαρά.

     Να ο Άης Γιώργης με το πανηγύρι του, με τα γεμάτα από σουτζούκκον και σισαμένιον χαλουβάν σακιά, με τις πρόχειρες τέντες των λουκουμάδων και με τα ξύλινα αλογάκια, που γύριζαν γύρω από έναν χοντρό στύλο. Απ’ αυτά έπεσα κάποια φορά και χτύπησα στο φρύδι· και μια μικρή μου φίλη φρόντιζε με στοργική ανησυχία να μου σταματήσει το αίμα. Και όπως έχω ακόμα το σημάδι από το χτύπημα δίπλα στο φρύδι, νιώθω ακόμα και τώρα το απαλό χάδι του τρυφερού χεριού της φίλης στο πρόσωπό μου.

     Να το σεμνό χτήριο του τότε γυμνασίου μας με τις σεβαστές μορφές των καθηγητών και τις αγαπητές των συμμαθητών, που με συγκίνηση τις ανακαλεί η μνήμη. Πόσες αναμνήσεις ―πνευματικότερες αυτές― απ’ αυτή την αναπόληση. Εδώ είχα την πρώτη… συγγραφική έμπνευση: να γράψω… Ελληνική Ιστορία! Κι εδώ, μαζί με λίγους φίλους, εκδώσαμε χειρόγραφη και έπειτα πολυγραφημένη… εφημερίδα (που δυστυχώς δεν θυμούμαι τον τίτλο της, αλλά θυμούμαι το καταπληκτικό μου ψευδώνυμο “Σιμουρδαίνος”, παρμένο, αν δεν κάνω λάθος, από κάποιον ήρωα του Ουγκώ!)

     Κι οι αναμνήσεις ξεπετιούνται ολοένα από παντού, από κάθε τοποθεσία και κάθε σημείο της αγαπημένης γενέτειρας, σμιγμένες όλες με παλιά γεγονότα και παλιά φευ! πρόσωπα, που γεμίζουν όμως την μνήμη από νιάτα, και δονούν την ψυχή με τα πιο τρυφερά αισθήματα.

     Κι έτσι ζωντανεμένες και ξανανιωμένες και οι δυο ―μνήμη και ψυχή―, με καινούργια φτερά η πρώτη, με νέες λεπτές κι ευαίσθητες χορδές η δεύτερη, πετούν σφιχτοδεμένες κι αξεχώριστες πάνω από τα γνώριμα και προσφιλή τοπία, και τρυγούν τα πιο γλυκά αναθύματα, όπως οι γλυκοί χυμοί, που οι μέλισσες τρυγούν από τα λουλούδια, για να κάμουν το μέλι.

     Πετούν πάνω από τον αγαπημένο μου περίπατο, τη λεωφόρο Αρτέμιδος (θα κρατεί ακόμα, υποθέτω, το ίδιο όνομα, που είχε κάμει τότε μιαν καλή γειτόνισσα να λέει με καμάρι πως ο δρόμος ονομάστηκε έτσι, επειδή ο άντρας της λεγόταν… Αρτέμης)· σταματούν για λίγο στην Αγία Φανερωμένη, όπου στο υπόγειο τότε, μέσα στον βράχο, πρωτόγονο εκκλησάκι ανάβαμε μαζί με τους φίλους (και προπάντων με τις φίλες) το κεράκι μας, και δέναμε πάνω στον έξω μεγάλο θάμνο ένα κομμάτι ρούχο ή κορδέλα ―το τάμα μας―, για να μας φανερώσει το αγαπημένο πρόσωπο (πόσο ζωηρά θυμούμαι ακόμα το θαυμαστό αυτό “φανέρωμα” σε μια φίλη μου και σε μένα, όταν, μη τολμώντας να εκφράσουμε τ’ αμοιβαία μας αισθήματα, γράψαμε μονάχα σε δυο κομμάτια χαρτί ο καθένας το όνομα του άλλου, και τ’ ανταλλάξαμε με συγκινημένη σιωπή)· και προχωρούν έπειτα στην Αλυκή, όπου μαζί με τους φίλους (και πάντα κυρίως με τις φίλες) μαζεύαμε λουλούδια και βουτούσαμε τα πόδια μας στ’ αλμυρά νερά της όχθης.

 

     Έπειτα, έτσι σφιχτοδεμένες πάντα η ψυχή και η μνήμη, κατεβαίνουν στην παραλία, για να ξαναχαρούν πάνω στη μεγάλη αποβάθρα και στην προκυμαία (που εξελίχθηκε κατόπιν στις γραφικές Φοινικούδες) το κομψό, χαρούμενο κι ωραίο πλήθος των κοριτσιών και των αγοριών, που έκαναν ακατάπαυστες βόλτες ή κάθονταν στα γεμάτα από κόσμο κέντρα, φλερτάροντας ανώδυνα και γελώντας ευτυχισμένα, ή προχωρούν με ιδιαίτερη συγκίνηση ως τη μικρή αποβάθρα ―την “αποβαθρούν”― για να ξανανιώσουν την ξεχωριστή χαρά της εγκάρδιας συντροφιάς δυο νέων ―του αγαπημένου μου εξάδερφου κι εμένα―, που γελούσαν, αστιεύονταν, κάποτε εμιμούνταν και πρόσωπα του Καραγκιόζη, μέσα σε δυνατά και ακράτητα γέλια.

     Αλλά η ψυχή ―και χωρίς πια τη βοήθεια της μνήμης― ξαναζεί με βαθιά συγκίνηση όχο μόνο παλιές αναμνήσεις, αλλά και σύγχρονες και ζωντανές στιγμές ζωής, που δένονται και συνεχίζουν τις πιο ωραίες και πιο αγαπητές αναμνήσεις.

     Στο σπίτι της αδελφής μου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι συγγενείς, για να με χαιρετίσουν. Και όλοι να με τριγυρίζουν, να με περιποιούνται και να με φροντίζουν με την ίδιαν αγάπη, στοργή και προθυμία. Τους έβλεπα όλους γύρω μου με καμάρι ―ανάμεσά τους ο ιδιαίτερα αγαπημένος μου εξάδερφος― και χαιρόμουν με συγκίνηση την ωραία στιγμή.

     Ιδιαίτερη συγκίνηση που έδωσε η επίσκεψή μου στον ιστορικό ναό του Αγίου Λαζάρου. Καθώς μπήκα στην εκκλησία ολόμονος κι έμεινα απερίσπαστος κι απομονωμένος, μπόρεσα να νιώσω ως το βάθος την ίδια ιερότητα της ατμοσφαίρας, όπως τότε, άναψα με την ίδια ευλάβεια το κερί μου μπροστά στην ίδια εικόνα, κατέβηκα με το ίδιο δέος στον ιερό τάφο του αγίου αναπνέοντας την ίδια θαυμαστή ευωδία, ένιωσα την ίδια, όπως τότε, ανάγκη προσευχής κι εξάρσεως. Και προσευχήθηκα με μάτια βουρκωμένα.

     Αλλά εκτός από τις στενά προσωπικές και συναισθηματικές αυτές εντυπώσεις θα προσθέσω και μια γενικότερη και σημαντικότερη, που μου χάρισε η επίσκεψη σ’ ένα αρχοντικό της πόλεως, το σπίτι του κ. Ζ.Δ. Πιερίδη. Καθώς θαύμαζα τους πολύτιμους αρχαιολογικούς, ιστορικούς και λαογραφικούς θησαυρούς του σπιτιού, το οποίον μια λαμπρά οικογενειακή παράδοση, που την συνεχίζουν μ’ έμπνευση και πίστη οι αληθινά καλλιτεχνικές ψυχές του ζεύγους Πιερίδη, το έχει μετετρέψει όχι μόνο σ’ ένα εξαίρετο μουσείο, αλλά και σε μια μόνιμη έκθεση γνήσιας Τέχνης, πλάταινα μέσα στη σκέψη μου τα πλαίσια του σπιτιού και της οικογενειακής παραδόσεως, και τα άπλωνα σ’ ολόκληρη την πόλη, στην ιστορία της και στη ζωή της. Και την αρχοντιά του πνεύματος και της ψυχής, που χαιρόμουν μέσα στις μεγάλες εκείνες αίθουσες, την ένιωθα ν’ ανταποκρίνεται κα να συνταυτίζεται με την ίδιαν αρχοντιά, που αναδίνεται από τη σεμνή κι ωραία γενέτειρα πόλη μου, από τα παλιά της χτίσματα, από τη συμπεριφορά, την έκφραση, και τις εκδηλώσεις των κατοίκων της, από την όλη ευγενική ατμόσφαιρά της". (Ιούνιος 1961)

 

Πηγές:

1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

2. Μελής Νικολαϊδης: Η Αρχοντική Λάρνακα

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image