Νικηφόρος επίσκοπος

Όνομα τριών ή, πιθανώς, τεσσάρων επισκόπων Κυρηνείας. Όλοι υπηρέτησαν στον θρόνο Κυρηνείας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τον 17ο και τον 18ο αιώνα.

 

Νικηφόρος Α΄: Επίσκοπος Κυρηνείας κατά και περί το 1668, όταν αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν ο επίσης ονομαζόμενος Νικηφόρος* (1641-1674). Ο επίσκοπος Κυρηνείας Νικηφόρος μας είναι γνωστός από συμμετοχή του στην κατά των Καλβινιστών σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, την οποία είχε συγκαλέσει το 1668 ο αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος.

 

Νικηφόρος Β΄: Επίσκοπος Κυρηνείας κατά και περί το 1692. Μας είναι γνωστός από έγγραφο του χρόνου αυτού. Συγκεκριμένα κατά το 1692 η ιεραρχία της Εκκλησίας της Κύπρου, αποτελούμενη από τους επισκόπους Πάφου Γερμανόν, Λαμπούσης Ιάκωβον, Κυρηνείας Νικηφόρον, αλλά και άλλοι παράγοντες κληρικοί και λαϊκοί, είχαν απευθυνθεί με έγγραφό τους στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος, ζητώντας να αποσταλεί στην Κύπρο για λιτανείες και προσκύνηση η κάρα του αγίου Μιχαήλ Συνάδων· η αίτησή τους δεν έγινε αποδεκτή (Αλεξ. Λαυριώτου, «Ἱστορικά Κύπρου», εις Ἐκκλησιαστικήν Ἀλήθειαν, τόμος ΚΔ΄, 1904, σσ. 71 κ.ε.).

 

Μερικοί, όπως οι Χάκκεττ - Παπαΐωάννου και ο Λοΐζος Φιλίππου (αντιστοίχως: Ἱστορία Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τόμος Β΄, σ. 100 και Ἡ  Ἐκκλησία Κύπρου ἐπί Τουρκοκρατίας, σ. 332), θεωρούν ότι η περίοδος της παραμονής του Νικηφόρου Β΄ στο θρόνο Κυρηνείας ήταν από το 1692 μέχρι το 1730. Προς τούτο, τα αναφερόμενα γεγονότα και οι μαρτυρίες για τον απαριθμούμενο εδώ ως επίσκοπο Νικηφόρον Γ΄, αποδίδονται στους επισκόπους Νικηφόρον Β΄ και Νικηφόρον Δ΄. Θεωρούν, δηλαδή, ότι στον θρόνο Κυρηνείας είχαν ανέλθει συνολικά τρεις κι όχι τέσσερις επίσκοποι με την ονομασία Νικηφόρος. Οι ημερομηνίες όμως δεν ταιριάζουν απόλυτα και γι' αυτό θεωρούμε ως πιθανότερο ότι υπήρξε και τέταρτος επίσκοπος Νικηφόρος, και δεν εξοβελίζουμε τους μεταξύ τους αναφερόμενους άλλους επισκόπους. Συγκεκριμένα, ο κατάλογος της Μ.Κ.Ε. των επισκόπων Κυρηνείας, σ’ ό,τι αφορά την περίοδο που μας απασχολεί εδώ, διαμορφώνεται ως εξής:

 

α. Νικηφόρος Α΄ (; - 1668 -;).

β. Λεόντιος (; - 1678 - 1678 -;).

γ. Νικηφόρος Β΄ (; - 1692 -;).

δ. Μακάριος Α΄ (; - 1713 - 1716;).

ε. Νικηφόρος Γ΄(;- 1730;).

στ. Γεράσιμος (; - 1733 - 1735 - 1741;).

ζ. Νικηφόρος Δ΄ (1741; -1754-1763).

 

Νικηφόρος Γ΄: Επίσκοπος Κυρηνείας κατά και περί το 1730. Μαρτυρείται ότι κατείχε τον θρόνο τουλάχιστον από το 1730, επί ημερών του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σιλβέστρου*. Μερικοί θεωρούν ότι επρόκειτο περί του Νικηφόρου Β΄, του οποίου τον χρόνο της επισκοπείας παρατείνουν μέχρι το 1730. Εάν όμως ο Νικηφόρος Β΄ είχε παραμείνει στον θρόνο από το 1692 τουλάχιστον, αν όχι και πιο πριν, μέχρι το 1730-31 (δηλαδή περίπου 40 χρόνια), θα ήταν ήδη υπέργηρος για να προβεί στις πράξεις που του καταλογίζονται. Θεωρούμε, συνεπώς, ως πιο πιθανό ότι επρόκειτο περί άλλου επισκόπου με το ίδιο όνομα. Συγκεκριμένα ο Κυρηνείας Νικηφόρος καθώς και ο Πάφου Ιωακείμ φέρονται ως αναμεμειγμένοι στο όλο ζήτημα της εξορίας από την Κύπρο του αρχιεπισκόπου Σιλβέστρου το 1730, κατόπιν της οποίας ο μεν Πάφου κατέλαβε και τον θρόνο του Κιτίου, ο δε Κυρηνείας κατέλαβε και τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Όπως δε αναφέρεται σε έγγραφο (Κ. Δελικάνη, Ἔγγραφα Πατριαρχικά Ἐκκλησιῶν, Β΄, 1904, σ. 578), οι δυο αυτοί επίσκοποι: ἥρπαζον καί τά ἐσύναζον τά εἰσοδήματα τῶν ξένων ἐπαρχιῶν καί ἐπόμπευον ἐθνικῶς καί ἐβεβήλουν ἐν τοῖς ἱεροῖς καί ἐμόλυνον τόν ναόν τοῦ Κυρίου κατά τό εἰρημένον παίζοντες ἀνόσιοι καί βέβηλοι ἐν τοῖς οὐ παικτοῖς καί χλευάζοντες καί κωμῳδοῦντες τά ἱερά...

 

Εάν, λοιπόν, δεν επρόκειτο περί άλλου επισκόπου Νικηφόρου, δεν θα ήταν εύκολο να γίνει πιστευτό ότι ένας υπέργηρος επίσκοπος θα έκανε τις μαρτυρούμενες πιο πάνω πράξεις, μάλιστα δε ύστερα από αρχιερατική υπηρεσία 40 και πλέον χρόνων. Εάν πάλι αποδώσουμε τις πράξεις αυτές στον μετέπειτα επίσκοπο Νικηφόρον Δ΄, υπάρχει και πάλι πρόβλημα χρονολόγησης.

 

Μετά την επάνοδο στην Κύπρο του αρχιεπισκόπου Σιλβέστρου, καθώς και του συνεξορίστου του επισκόπου Κιτίου Ιωαννικίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθαίρεσε τόσο τον Πάφου Ιωακείμ όσο και τον Κυρηνείας Νικηφόρον, αφού τους χαρακτήρισε ἐπιβάτας καί μοιχούς ξένων ἐπαρχιῶν, ὡσάν ἐπιβούλους καί προδότας, καί ἀχαρίστους, καί φατριαστάς καί καταφρονητάς καί παραβάτας τῶν θείων νόμων καί τῶν ἱερῶν κανόνων, ὡσάν ἱεροσύλους καί κλέπτας καί ἀφανιστάς τοσούτων ἐκκλησιῶν...

 

Σύμφωνα προς μερικούς ερευνητές   (λ.χ. Λοΐζος Φιλίππου, ό.π.π., σ. 92), «φαίνεται ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς οὗτοι, βραδύτερον μεταμεληθέντες, ἔτυχον συγγνώμης». Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν επειδή αργότερα αναφέρεται και πάλιν επίσκοπος Κυρηνείας με το όνομα Νικηφόρος, που καταχωρείται εδώ ως Νικηφόρος Δ΄. Θεωρούμε, δηλαδή, ότι μετά την καθαίρεσή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο προηγούμενος Νικηφόρος δεν συγχωρέθηκε (δεν σώζεται οποιοδήποτε έγγραφο που να υπονοεί ότι ο Νικηφόρος Γ΄ είχε μεταμεληθεί, ούτε ότι είχε αρθεί ή ακυρωθεί η ποινή της καθαίρεσής του).

 

Νικηφόρος Δ΄: Επίσκοπος Κυρηνείας που μαρτυρείται ότι κατείχε την επισκοπική αυτή έδρα κατά τα μέσα του 18ου αιώνα. Αντίθετα προς τον προηγούμενο, ο επίσκοπος αυτός υποστήριξε, όπως φαίνεται, τον άρρωστο και γέροντα αρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεον*, όταν κατά το 1759 είχε εξυφανθεί συνωμοσία εναντίον του, προκειμένου να εξαναγκασθεί σε παραίτηση. Η συνωμοσία αντιμετωπίστηκε και με τη βοήθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σώζεται δε το κείμενο ευχαριστηρίου γράμματος που εστάλη το 1759 στο πατριαρχείο, για την υπέρ του Φιλόθεου παρέμβασή του, το οποίο υπογράφουν λαϊκοί και κληρικοί, μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Κυρηνείας Νικηφόρος.

 

Ο Νικηφόρος συμμετείχε (μαζί με τους επισκόπους Πάφου Ιωακείμ και Κιτίου Μακάριον) στην υπό τον αρχιεπίσκοπο Φιλόθεο σημαντική αποστολή του 1753 στην Κωνσταντινούπολη, με αιτήματα υπέρ καλυτέρων συνθηκών για τον λαό της Κύπρου, ιδίως προς ελάττωση της φορολογίας. Ο αρχιεπίσκοπος, λόγω ασθενείας, διέκοψε το ταξίδι του κι αναγκάστηκε να παραμείνει στη Βηρυτό. Στην Κωνσταντινούπολη έφθασαν οι τρεις επίσκοποι˙ εκεί όμως οι ενέργειές τους χαρακτηρίστηκαν ως επαναστατικές και η Πύλη επέρριψε ευθύνες στον τότε οικουμενικό πατριάρχη Κύριλλο Ε΄ καθώς και στον μέγα διερμηνέα Ιωάννη Καλημέρη. Ο πατριάρχης επαύθη, ο δε Καλημέρης εξορίστηκε στην Τένεδο.

 

Καταβάλλοντας, ωστόσο, διάφορες προσπάθειες, οι τρεις Κύπριοι ιεράρχες πέτυχαν τελικά καθορισμό συγκεκριμένου ποσού ως φόρου, που επιβεβαιώθηκε με σουλτανικό θέσπισμα. Ακόμη περισσότερο, κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν φιρμάνια από τον μεγάλο βεζύρη, με τα οποία οι αρχιερείς της Κύπρου αναγνωρίζονταν τοῦ Ραγιᾶ τῆς νήσου Κοτζαπάσηδες, με δικαίωμα προσφυγής κατ’ ευθείαν στην Υψηλή Πύλη. Δηλαδή αναγνωρίστηκαν ως εθνικοί ηγέτες και πολιτικοί εκπρόσωποι των υποδούλων Ελλήνων της Κύπρου, πράγμα που κατέστησε στο εξής ιδιαίτερα ισχυρή τη θέση των αρχιερέων στο νησί.

 

Οι αρχαιότερες μνείες του επισκόπου Νικηφόρου Δ΄ είναι του 1743, οπότε σε κώδικα του μοναστηριού Κύκκου υπέγραψε πράξη μεταβιβάσεως στο μοναστήρι ενός αμπελιού, καθώς και του 1741, σε επιγραφή επί της αγίας τράπεζας του ναού των Τριών Ελιών.