Οπαδοί της χριστιανικής αιρέσεως του Νεστοριανισμού που βασίστηκε στην περί ενανθρωπήσεως του Χριστού διδασκαλία του Νεστορίου. Ο Νεστόριος, που το 428 μέχρι το 431 είχε γίνει πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, δίδασκε ότι η υπόσταση του Χριστού διακρινόταν σε δυο διαφορετικές φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη˙ απ’ αυτές, η δεύτερη ήταν το ένδυμα ή το όργανο ή η κατοικία της θείας. Χώριζε έτσι τον Χριστό σε δυο διαφορετικές υποστάσεις: στον γιο του Θεού και στον γιο της Παναγίας την οποία ονόμαζε όχι Θεοτόκο αλλά Θεοδόχο ή και Χριστοτόκο. Κατέληγε έτσι στο συμπέρασμα ότι η ένωση των δυο φύσεων (θεϊκής και ανθρώπινης) στο πρόσωπο του Χριστού δεν ήταν «καθ’ υπόστασιν», αλλά φαινομενική ενότητα μιας εξωτερικής εκδήλωσης.
Τη διδασκαλία του πατριάρχη Νεστορίου καταδίκασε η τρίτη Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος, 431), που και τον ίδιο καθαίρεσε. Στη Σύνοδο αυτή είχε εκπροσωπηθεί και η Εκκλησία της Κύπρου. Ωστόσο, παρά την καθαίρεση του Νεστορίου, που πέθανε στην αφάνεια το 440, η έριδα περί τη διδασκαλία του συνεχίστηκε για δυο αιώνες. Οι οπαδοί του Νεστοριανισμού είχαν οργανωθεί σε χωριστή Εκκλησία με επίκεντρο τη Συρία κι αργότερα, εξαιτίας διωγμών τους από τους Ορθοδόξους, εξαπλώθηκαν προς την Ανατολή (Περσία, Μεσοποταμία, Αραβία, ακόμη και μέχρι την Κίνα). Η αίρεση διατηρήθηκε, τα δε Μεσαιωνικά χρόνια και ιδίως τον 13ο αιώνα γνώρισε ακμή και η Εκκλησία των Νεστοριανών αριθμούσε 25 αρχιεπισκόπους και περί τους 200 επισκόπους σε διάφορα μέρη της Ανατολής. Τον 12ο και 13ο αιώνα έγιναν προσπάθειες ένωσής τους με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι διαφωνίες που προέκυψαν διαίρεσαν τους Νεστοριανούς (Ουνίτες Νεστοριανοί και Χαλδαίοι Νεστοριανοί). Τον 14ο αιώνα γνώρισαν διωγμούς σχεδόν σ’ όλη την Ασία και μόνο υπολείμματά τους κατέφυγαν στα όρη του Κουρδιστάν. Σήμερα υπάρχουν Νεστοριανοί, κατάσπαρτοι κυρίως σε ασιατικές χώρες. Πολλοί απ’ αυτούς αναγνωρίζουν το πρωτείο του πάπα.
Σχέσεις προς την Κύπρο: Η παρουσία Νεστοριανών στην Κύπρο μαρτυρείται κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, οι δε ίδιοι αποκαλούνταν Χαλδαίοι. Οι περισσότεροι ζούσαν στη Λευκωσία, όπου είχαν κατά καιρούς και δικό τους επίσκοπο. Όταν δεν υπήρχε επίσκοπος, υπάγονταν στον Χαλδαίο μητροπολίτη Ταρσού που κι αυτός υπαγόταν στον Νεστοριανό πατριάρχη που έδρευε στη Βαγδάτη. Ο Στέφανος Λουζινιανός περιγράφει λιτανεία που γινόταν κάθε χρόνο κατά τις γιορτές του Corpus Christi και του αγίου Μάρκου, και στην οποία έπαιρναν μέρος όλα σχεδόν τα δόγματα μ’ επικεφαλής τους Έλληνες, κι ύστερα τους Λατίνους μοναχούς, κι ακολουθούσαν οι Νεστοριανοί, οι Ιακωβίτες, οι Μαρωνίτες, οι Κόπτες και οι Αρμένιοι.
Η πρώτη γνωστή προσπάθεια να υπαχθούν οι Νεστοριανοί της Κύπρου στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Λευκωσίας, χρονολογείται στα 1222 με εντολή του πάπα Ονωρίου IIΙ. Υποταγή τους όμως δεν αναφέρεται ότι είχε γίνει, παρά μόνο το 1445, όταν επίσκοπος των Νεστοριανών της Κύπρου ήταν ο Τιμόθεος (με έδρα την Ταρσό της Κιλικίας).
Παρουσία Νεστοριανών (από τη Συρία κυρίως) μαρτυρείται κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και στην Αμμόχωστο. Από τον χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά γνωρίζουμε τη ζωή, στη μεσαιωνική Αμμόχωστο, της πάμπλουτης οικογένειας των Λαχάδων, εμπόρων που επειδή ήσαν Νεστοριανοί, ονομάζονταν Λαχανεστούρηδες. Ένας μάλιστα από τους αδελφούς Λαχανεστούρη αναφέρεται ότι ήταν ο κτίτωρ της εκκλησίας των Νεστοριανών στην Αμμόχωστο (πρόκειται για τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Εξορινού.
Παρά το ότι οι Νεστοριανοί της Κύπρου υπήχθησαν στην εξουσία του πάπα το 1445 (οπότε τους απαγορεύθηκε να αποκαλούνται Νεστοριανοί, ονομασία που εθεωρείτο επονείδιστη, αλλά να λέγονται Χαλδαίοι), φαίνεται ότι πολλοί από αυτούς δεν απεδέχθησαν τον συμβιβασμό. Τούτο προκύπτει από το ότι μόλις 5 χρόνια αργότερα, το 1450, ο πάπας Νικόλαος V διέταξε τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Λευκωσίας να τους καλέσει ξανά σε νομιμοφροσύνη προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και να αφορίζει όσους εξακολουθούσαν να απειθαρχούν.
Το 1472 απαγορεύθηκε στους αρχιερείς να ασκούν εκκλησιαστική δικαιοδοσία έξω από τα όρια των πόλεων που ρητά καθορίζονταν ως χώροι διαμονής τους (βασικά η Λευκωσία και η Αμμόχωστος).
Περαιτέρω πληροφορίες περί Νεστοριανών ελλείπουν. Φαίνεται ότι λίγοι είχαν παραμείνει στην Κύπρο κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, που κι αυτοί χάθηκαν μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου το 1570-71.