Cinclus cinclus olimpicus. Οικογένεια: Cinclidae. Ενδημικό πουλί της Κύπρου, που έχει πλέον εξαφανιστεί. Για πρώτη φορά είχε περιγραφεί από τον διάσημο Ούγγρο πτηνολόγο δρα Julius von Madarasz το 1904. Ο Madarasz, διευθυντής του Μουσείου Φυσικής της Βουδαπέστης (1881-1915), εθεωρείτο ένας από τους μεγαλύτερους πτηνολόγους της εποχής του. Μια από τις αξιόλογες προσφορές του ήταν και η έκδοση από την Ann. Mus. Nat., Hungary (1904) του συγγράμματός του για τα πουλιά της Κύπρου (Uber die Vögel Cyperns), στο οποίο περιέλαβε 241 είδη, μεταξύ δε αυτών και τον νεροκόσσυφον C. cinclus olimpicus.
Το πουλί αυτό ανήκε σε υποείδος που απαντάτο μόνο στην Κύπρο, κι όταν εξολοθρεύτηκε από το νησί, τούτο σήμαινε και εξαφάνισή του από τον πλανήτη μας.
Οι νεροκόσσυφοι έχουν περίπου το μέγεθος της τζ΄ίκλας (μήκος γύρω στα 18 εκατοστόμετρα), αλλά στρογγυλωπή εμφάνιση. Η κεφαλή τους είναι χρώματος καφέ, οι φτερούγες, η ράχη και η κοντή ουρά τους είναι γκρίζα, τα μάγουλα, ο λαιμός και το στήθος άσπρα και η κοιλιά μαυριδερή. Οι φτερούγες είναι κοντές και το πέταγμά τους γρήγορο σαν των μικρών περδικιών. Τα μάτια τους έχουν μια άσπρη μεμβράνη όπως το βλέφαρο, που εύκολα φαίνεται όταν ανοιγοκλείνει. Τα μικρά τους έχουν γκρίζο χρώμα με ελαφρά στίγματα. Το κελάιδημά τους είναι ένα μελωδικό σφύριγμα. Συνήθως αρέσκονται να στέκουν πάνω σε πέτρες μέσα σε ποταμάκια, ή να πετούν ίσια πάνω από το νερό. Μπορούν να περπατούν μέσα αλλά και κάτω από το νερό με μεγάλη άνεση κι είναι πολύ παράξενο πώς το κατορθώνουν.
Το υποείδος της Κύπρου ζούσε στην περιοχή του Τροόδους (απ’ όπου και το όνομα olimpicus). Πέρα από την περιγραφή του υποείδους που έγινε από τον δρα Madarasz το 1904, ο πρώτος που το εντόπισε ήταν ο δρ F.H.H. Guillemard το 1887. Επίσης, ο G.F.Wilson είχε δει μικρά που μόλις είχαν πετάξει, στον καταρράκτη Καληδονία, το Μάιο του 1910. Άλλοι αναφέρουν ότι είχαν συναντήσει τα πουλιά αυτά στα ποταμάκια της Κακοπετριάς και του Καλοπαναγιώτη. Ο E.H.D. Nicolls είχε βρει μια φωλιά με νεοσσούς στον Κύκκο τον Απρίλιο του 1908, που την περιέγραψε ως εξής:
Ήταν μιά θολωτή φωλιά κατασκευασμένη με βρύα και ξερά χόρτα και φοδραρισμένη με ξερά φύλλα˙είχε στρογγυλή είσοδο στο πλευρό κι ήταν κατασκευασμένη στο μέσον του ρυακιού, μέσα στο κοίλωμα του βράχου και πίσω από το τρεχούμενο νερό ενός μικρού καταρράκτη.
Η τελευταία φορά που αναφέρεται ότι είχαν παρατηρηθεί τα πουλιά αυτά στην Κύπρο ήταν κατά τη δεκαετία του 1920. Ένα δείγμα ταριχευμένου κυπριακού νεροκόσσυφου (φωτογραφία), με χρονολογία 1909, το μοναδικό στον κόσμο, βρίσκεται στην κατοχή της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του υπουργείου Γεωργίας.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια