Ψευδώνυμο «Ιλλυριού» (Ηπειρώτη;) αριστοκράτη, μαθητή του πολυμαθούς Βυζαντινού φιλόσοφου Νικηφόρου Γρηγορά. Ο Αγαθάγγελος αποδήμησε από την Κωνσταντινούπολη για αρκετά χρόνια, μέχρι την 21 Νοεμβρίου 1351 κι έζησε στην Ανατολή για να «αποφύγει τά ναυάγια τῆς ἐκκλησίας καί τῆς πολιτείας τά νοσήματα», αλλά και για να γνωρίσει ξένες χώρες- ανάμεσα τους και την Κύπρο.
Όταν ο Αγαθάγγελος γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στις 8 Δεκεμβρίου 1351 τον Νικηφόρο Γρηγορά φυλακισμένο για τα αντιησυχαστικά φρονήματα του και τους αγώνες του κατά των «μυστικιστικών» θεολογικών αντιλήψεων του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμά, τον οποίο κατηγορούσε για «σαρκική θέαση τῆς θεότητος» και διάσπαση της σε πλήθος άνισων θεοτήτων. Τις αφηγήσεις του Αγαθάγγελου περιέλαβε ο Νικηφόρος Γρηγοράς στον Γ' τόμο της "Ιστορίας" του (κεφ.22 κ.ε.).
Στην Κύπρο ο Αγαθάγγελος έφθασε από την Κιλικία και έμεινε στα σπίτια του Γεωργίου Λαπίθη και του Αθανασίου Λεπενδρηνού για πολύ καιρό (1347-1349;). Λόγω των άλλων «καλῶν» του νησιού και της «ἐννόμου τε καί φιλόξενου πολιτείας» και «εὒτακτου» πολιτικού, οικονομικού, μετρικού, κοινωνικού και νομισματικού καθεστώτος της Κύπρου, σε σύγκριση προς το Βυζάντιο, έμεινε στην Κύπρο, καθώς και για ν' απολαύσει τη σοφή ομιλία του Γεωργίου Λαπίθη. Ο Λαπίθης είχε την κατοικία του και «περιφανεῖς καί μεγάλες οἰκίες και ἐπαύλεις» στις όχθες του Λαπίθου, του πιο μεγάλου από τους ποταμούς της Κύπρου που ανάβλυζαν από το όρος Όλυμπος (Τρόοδος) και από αυτόν πήρε το επώνυμό του. Προφανώς ο Αγαθάγγελος εδώ σφάλλεται στον καθορισμό του Ολύμπου ως αφετηρίας του Λαπίθου, που πρέπει να ταυτισθεί προς το Κεφαλόβρυσο της Λαπήθου, εκτός αν ονομάζει Όλυμπο και τον Πενταδάκτυλο, επεκτείνοντας την ονομασία τμήματός του κοντά στην Ακανθού ως Ολύμπου, σε ολόκληρη την οροσειρά. Σωστά ο Αγαθάγγελος λέει ότι ο Λάπιθος εκβάλλει στα βόρεια, αλλά δεν ακριβολογεί όταν τον αποκαλεί τον πιο μεγάλο [μείζονα] από τους τρεις ποταμούς του νησιού, εκτός αν εννοεί την ποσότητα του νερού του και το «ἀείρροό» του σε σύγκριση προς τον Γιαλιά και τον Πηδιά, που τότε από μεγάλοι ποταμοί είχαν αρχίσει να προσεγγίζουν κατάσταση μεγάλων χειμάρρων. Ο Γ. Λαπίθης, από τον πλούτο του και μόνο κατατάσσεται, κατά τον Αγαθάγγελο, ανάμεσα στους «εὐγενεῖς, λίαν ἐνδόξους καί πρώτους τῆς νήσου, όπως φαίνεται και από τον τρόπο και την άλλη σεμνότητα τοῦ βίου τοῦ, τις ἐορτές» και τις «ἱερές πανηγύρεις» που κοσμούσαν το σπίτι του, και τις πλούσιες χορηγίες του προς τους ενδεείς, ιδίως για την απελευθέρωση των «συχνά περιαγομένων ἐκεί Χριστιανῶν αἰχμαλώτων», παροτρύνοντας συγχρόνως και τους άλλους με διδασκαλίες των γραφών να τον μιμηθούν. Στις «ἱερές ἐκκλησίες» ο Γ. Λαπίθης δίδασκε τους μαζεμένους [ορθόδοξους] Χριστιανούς και της ευσέβειας τα «νόμιμα» και την μεγίστη φροντίδα των φτωχών, έτσι που η Κύπρος έγινε «ἐλέους καί πίστεως στάδιον» και δη λυτρώσεως όλων των αιχμαλώτων. Στους ίδιους τόπους ήταν και οι «ἐπαύλεις» και «δίαιτες» του ρηγός [Ούγου Δ' Λουζινιανού, 1324-1359] και τα ωραία λαμπρά [θερινά] σπίτια του εξαιτίας της χάρης, του [καλού] αέρα, της θέσης και της ομορφιάς τους. Γι' αυτό συχνά τον επισκεπτόταν ο Γ. Λαπίθης και ετιμάτο από αυτόν για την αξιοσέβαστη προσωπικότητά του και κυρίως για τη σοφία του, διότι ο ρήγας εγνώριζε καλά τη λατινική φιλοσοφία (ο Βοκκάκιος* έγραψε το «De Genealogiis Deorum» ύστερα από παράκληση του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ΄), περιστοιχιζόταν πάντα από πολλούς Λατίνους σοφούς, μα προτιμούσε τη σοφία και τη συναναστροφή του Γεωργίου Λαπίθη για να διδαχθεί από αυτόν. Εξαιτίας της επιρροής του σ' αυτόν, ο ρήγας εκτιμούσε στον ίδιο βαθμό και την ελληνική και τη λατινική σοφία, διότι ο Λαπίθης ήταν τέλειος κάτοχος και των δυο, καθώς και των δυο γλωσσών. Γι' αυτό με χαρά ο ρήγας τον άκουγε να συζητεί συχνά με τους ελληνομαθέστατους και λατινομαθέστατους εκείνους Λατίνους σοφούς και να τους βάλλει με τα «ἀποδεικτικά βέλη τῶν συλλογισμῶν» και πάντοτε να τους νικά, προπάντων σε ζητήματα σχετικά προς τα «πάτρια δόγματα» και τη θρησκεία, χρησιμοποιώντας μ' ευχέρεια επιχειρήματα από τις Γραφές, που τους αποστόμωναν. Αυτό λυπούσε [για λίγο] τον ρήγα, αλλά γρήγορα ο γλυκός λόγος και οι αναντίρρητες αλήθειες που με δεινότητα ανέλυε ο Λαπίθης, τον έθελγαν. Και πριν αναχωρήσει από το Βυζάντιον ο Αγαθάγγελος, είχε μάθει τη φήμη του Γ. Λαπίθη αλλά και διαβάσει τις επιστολές του προς τον Νικηφόρο Γρηγορά και άλλους Βυζαντινούς λογίους και ακούσει μεγάλους επαίνους από όσους έφθαναν εκεί από την Κύπρο. Αυτά όλα τώρα επιβεβαιώνονταν από την αυτοψία του. Πραγματικά, ο Γ. Λαπίθης μελετούσε με φιλοπονία μαζί μ' άλλα και την «Αποτελεσματικήν Τετράβιβλον» του Πτολεμαίου και άλλα παρόμοια συγγράμματα του ίδιου και άλλων προγενέστερων και μεταγενέστερων, όσα σώθηκαν και όσα έγραψαν παλαιά οι Χαλδαίοι και οι Πέρσες. Από αυτά, όμως, δεχόταν μόνο όσα δεν αντέφασκαν στους «ευσεβείς νόμους» [στα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα] και συνέβαλλαν στην ορθή γνώση, ενώ τα άλλα, τα ασεβή, τα απέρριπτε ως άχρηστα. Ο Γ. Λαπίθης επαινούσε τον Ν. Γρηγορά στον σοφό ρήγα και ήθελε να τον επισκεφθεί, επιδείκνυε με περηφάνεια τα γράμματα και τα αστρονομικά και άλλα βιβλία του και τα μελετούσε και γνώριζε καλά, ανάμεσα σ' αυτά και τον «Διάλογο» του Ν. Γρηγορά με τον Καλαβρό-«αριστοτελικό» και «ορθολογιστή» φιλόσοφο Βαρλαάμ*, ακόμα ίσως και τον Φλωρέντιο ή την «Αντιλογία» ή τον «Φιλομαθή» του Βυζαντινού σοφού, που γράφτηκαν στα 1337 (;), την άνοιξη του 1331 και το καλοκαίρι του 1331 αντίστοιχα. Αυτή ήταν πιθανότατα και η αφορμή γνωριμίας του Γ. Λαπίθη με τον Βαρλαάμ, που αργότερα (κυρίως μετά το 1341) συμπλέει «ιδεολογικά» με τον Ν. Γρηγορά στον αγώνα κατά του Γρηγορίου Παλαμά και από τον οποίο ζήτησε λύσεις αποριών φιλοσοφικών και θεολογικών.
Εντύπωση έκαμαν στον Αγαθάγγελο οι Αιγύπτιοι ’ραβες λόγιοι που επισκέπτονταν και συζητούσαν με τον ρήγα και τους γύρω του σοφούς με επιδεικτικότητα, καθώς και οι «χαλδαϊκές» θεωρίες τους για φθίση και γένεση των κόσμων και επιδίωξη συνδιαλλαγής θεωρίας και πράξης.
Ο Αγαθάγγελος επαινεί τους Κυπρίους, γιατί χρησιμοποιούν ορθόδοξα βιβλία που έγραψαν δικοί τους λόγιοι με βάση τις Γραφές, για ν' αντικρούσουν τον Παλαμισμό. Ο Γ. Λαπίθης λυπήθηκε για τη νίκη του Ιωάννη Καντακουζηνού κατά του καθεστώτος των Παλαιολόγων - ’ννας, Ιωάννη Ε', πατριάρχη Ιωάννη κ.α - και την είσοδο του στην Κωνσταντινούπολη την 1η Φεβρουαρίου 1347, διότι ο Καντακουζηνός ήταν φίλος του «αιρετικού» Γρηγορίου Παλαμά. Όσα είπε, εξάλλου, κατά την 8η Δεκεμβρίου 1351 κ.ε. ο Αγαθάγγελος στον Ν. Γρηγορά για τη φιλοξενία, την πνευματική στάθμη και τις αντιπαλαμικές πεποιθήσεις του Αθανασίου Λεπενδρηνού, παρεκίνησαν τον φυλακισμένο σοφό να του γράψει, ζητώντας του πληροφορίες για την ευχάριστη ζωή του στην Κύπρο, για το κλίμα και τα πολιτικά πράγματά της, για τα ήθη και για τις εμπειρίες του από τα μορφωτικά ταξίδια του, που ήσαν συχνά, όπως φαίνεται, καθώς και για τους άλλους «αυλώνες» της Κιλικίας. Τον ερωτά ακόμα για τους «ανθρώπινους θεσμούς» στην Κύπρο, γιατί η «Κυπρίων πολιτεία» δεν μνημονεύεται όσο άλλες και πως ανέχεται την «ἰταλικήν ὀφρῦν» (υπεροψία), την ψευδολογία και την απροθυμία των Λατίνων να πεισθούν για τα [δογματικά] λάθη τους και όταν ακόμα ελέγχονται στην πράξη. Τέλος ο Γρηγοράς παραπονείται ότι ο Κύπριος φίλος του, ο σοφός Λέων δεν του γράφει, ενώ γράφει σε άλλους. Ο Αθανάσιος Λεπενδρηνός (που ήταν, προφανώς, πλούσιος έμπορος) απαντά στις αρχές του 1352 ότι ο ίδιος και οι φίλοι του στην Κύπρο διαλαλούν το όνομά του και το έξοχο σύγγραμμά του, θα θαυμαστεί στην Φοινίκη και στη Συρία, όπου θα έστελνε αντίγραφά του, και «τρίγλωσσοι Κύπριοι» θα το μεταφράσουν ορθά στη συριακή και στην ιταλική. Λέει ακόμα ότι στην Κύπρο, αντί της Αφροδίτης βασιλεύουν ο Ερμής, η Αθηνά και ο θεός της Σκέψης, γι' αυτό συρρέουν εδώ σοφοί από παντού για να δουν τα ελκυστικά της ήθη και πολιτικά πράγματα. Ακόμα, πως θεωρεί τους Αθηναίους, Θηβαίους και Πελοποννήσιους εκβαρβαρω΅ένους ως «δούλους», αλλά αναβάλλει να γράψει για την "λατινικήν ὀφρῦν" διότι είπε πολλά!
Οι πληροφορίες του Αγαθάγγελου για την Κύπρο και την πνευματική ζωή της στα μέσα του 14ου αι. επιβεβαιώνονται κατά το μέγιστο μέρος τους κι από άλλες πηγές. Ειδικά οι αστρονομικές ενασχολήσεις του Γ. Λαπίθη έχουν γίνει γνωστές και από πρόσφατα εκδομένα έργα του. Σίγουρα η εικόνα πολυμερούς πνευματικής επικοινωνίας Ελλήνων Κυπρίων και Λατίνων Κυπρίων προς τους ’ραβες, που δίνει ο Αγαθάγγελος, καθώς και η εικόνα του βασιλείου σε αμοιβαία ανοχή γόνιμου, δίχως πάθη, επιστη΅ονικού θεολογικού και φιλοσοφικού διαλόγου και μιας αξιόλογης ανατολιστικής επιστή΅ης, ΅ε τα τότε μέτρα, στην Κύπρο των μέσων του 14ου αι., αποτελούν ένα αξιόλογο πολιτιστικό επίτευγμα του καθεστώτος των Λουζινιανών και του κυπριακού Ελληνισμού, παράλληλα προς διωγμούς, κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές διαμάχες σ' άλλα επίπεδα την ίδια εποχή. Ίσως η εικόνα αυτή έχει στοιχεία υποκειμενικών κρίσεων του Βυζαντινού παρατηρητή Αγαθάγγλου (ή και του Ν. Γρηγορά) που πηγάζουν από την οπτική γωνία του σπαρασσόμενου τότε από την ησυχαστική - παλα΅ική έριδα Βυζαντινού κράτους που κατέρρεε. Ίσως και οι ανάλογες κρίσεις των Κυπρίων συνομιλητών του στηρίζονται σε ανάλογες συγκρίσεις. Η εικόνα όμως αυτή έχει σημαντικό βαθμό αλήθειας και μερικώς εξηγεί την αντοχή του μικρού, μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου στις τρομακτικές πιέσεις υπέρτερων καταλυτικών, γύρω του, δυνάμεων για τρεις αιώνες (1191-1489).