Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου βρίσκεται στην επαρχία Λάρνακας, μεταξύ των χωριών Τρούλλοι και Κελλιά. Πρόκειται για ανδρικό μοναστήρι που ύστερα από μακρά εγκατάλειψη και ερήμωση αναβίωσε από το 1994. Το επίθετο, «Μαυροβουνίου», οφείλεται στο σκούρο χρώμα των λόφων της περιοχής από όπου εξαγόταν φαιόχωμα.
Η ιστορία ίδρυσης του μοναστηριού είναι άγνωστη. Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, που το είχε επισκεφθεί το 1735, σημειώνει ότι είχε ιδρυθεί σχετικά πρόσφατα:
«...Αυτό το μικρό μοναστήρι βρίσκεται...ανάμεσα σε χαμηλά βουνά, γυμνά, χωρίς δέντρα, σε μία κοιλάδα, σε ομαλή και ευχάριστη τοποθεσία με υγιεινό τρεχούμενο νερό. Περιβάλλεται από αρκετά φρουτόδεντρα...Οι μοναχοί ζουν από τη βοσκή αιγών και την παραγωγή μεταξιού. Αυτό το μοναστήρι έχει κτιστεί κατά την τελευταία περίοδο της τουρκικής κατοχής, από ευσεβείς Χριστιανούς της Κύπρου. Έχει λίγους μοναχούς, δύο – τρία κελιά και μία εκκλησία μικρή αλλά ωραία διευθετημένη, καλυμμένη με κυρτή στέγη...»
Ωστόσο το κτίσιμο που αναφέρει ο Μπάρσκυ θα πρέπει να ήταν όχι ίδρυση αλλά εκτενής ανακαίνιση του μοναστηριού λίγα χρόνια πριν από την επίσκεψή του, και συγκεκριμένα το 1722 ή/έως το 1728. Η ημερομηνία 20 Μαϊου 1728 βρίσκεται χαραγμένη σε πέτρινη κολώνα ενσωματωμένη στα νεότερα οικοδομήματα. Ωστόσο αργότερα τον ίδιο αιώνα, ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788) δεν αναφέρει το μοναστήρι αυτό μεταξύ των εν λειτουργία μοναστηριών τότε, και φαίνεται ότι τούτο είχε και πάλι εγκαταλειφθεί.
Ότι το μοναστήρι είναι κατά πολύ αρχαιότερο των πρώτων δεκαετιών του 18ου αιώνα, μαρτυρούσαν τα άφθονα ερείπια που περιέβαλλαν τον χώρο καθώς και διάφορα παλαιά αρχιτεκτονικά μέλη που χρησιμοποιήθηκαν ξανά κατά την ανακαίνισή του. Ο Ν.Γ.Κυριαζής (1950) εικάζει ότι υφίστατο τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα, βασιζόμενος κυρίως στην τοπική παράδοση, και ότι είχε διαλυθεί το 1850. Ο Κυριαζής γράφει ότι είχε δει στην περιοχή «άφθονα και εις μεγάλην έκτασιν ερείπια, εν τω μέσω των οποίων υψούται σώος μόνον ο ναός». Την ίδια περίπου εποχή ο Κυριάκος Χατζηιωάννου γράφει για την ύπαρξη «ερειπίων πολλών οικοδομημάτων» και ότι «η σημερινή κατάστασις του μοναστηριού αποδεικνύει το παρελθόν μεγαλείον του...»
Η τοπική παράδοση ομιλεί για λεηλασία του μοναστηριού και σφαγιασμό των μοναχών του κατά τις εκτενείς σφαγές από τους Τούρκους τον Ιούλιο του 1821. Μετά τη διάλυσή του, η κτηματική του περιουσία ενοικιαζόταν από την Αρχιεπισκοπή. Το 1854 το ενοίκιο συνολικά ανερχόταν σε 1.000 γρόσια, ποσό αρκετά σεβαστό για την εποχή. Κατά τον «Κτηματικό Κώδικα» της Αρχιεπισκοπής τα κτήματα του μοναστηριού ανέρχονταν σε περίπου 800 σκάλες σε περιοχές μεταξύ Τρούλλων και Πύλας. Οι εκάστοτε ενοικιαστές αναλάμβαναν και την υποχρέωση της φροντίδας και συντήρησης του ναού, να «ανάπτουν την καντήλαν του αγίου αδιαλείπτως και...να προσκαλούν δις του μηνός ιερέα διά να ιερουργεί την ιεράν εκκλησίαν...» (καταγραφή στον «Κτηματικό Κώδικα» την 1η Μαϊου 1854).
Ωστόσο το μοναστήρι σταδιακά ερειπώθηκε. Μετά την ίδρυση του Κυπριακού κράτους (1960) τα περισσότερα των κτημάτων του μοναστηριού παραχωρήθηκαν στο δημόσιο, στο πλαίσιο ευρύτερης συμφωνίας για μισθοδοσία του κλήρου από την πολιτεία.
Από τη δεκαετία του 1990 η Αρχιεπισκοπή, στην οποία ανήκε το μοναστήρι, παραχώρησε τούτο στη Μητρόπολη Κιτίου, η οποία ανέλαβε και την ευθύνη ανακαίνισής του. Το 1994 εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό ο αρχιμανδρίτης Νεόφυτος (αργότερα μητροπολίτης Μόρφου) μαζί με μερικούς άλλους μοναχούς, αναβιώνοντας έτσι και τη ζωή του. Εκτενής ανακαίνιση του μοναστηριού έγινε το 1994 – 1996.
Ο ναός του μοναστηριού έχει σήμερα τη μορφή που πήρε μετά την ανακαίνιση του 1722 και την πρόσφατη αναπαλαίωσή του. Ο αρχικός ναός ήταν μονόκλιτος και καμαροσκέπαστος, με εσωτερικές διαστάσεις περίπου 7Χ6 μέτρα, χωρίς την αψίδα (ιερό). Πολύ εμφανής είναι η επέκτασή του σε μήκος, περίπου στο διπλάσιο. Τόσο το παλαιότερο καμαροσκέπαστο τμήμα του ναού όσο και η επέκτασή του στα δυτικά, που έχει δίρριχτη στέγη, καλύπτονται με κεραμίδια. Ολόγυρα υπάρχει πλακόστρωτη αυλή. Η κύρια είσοδος του ναού βρίσκεται στον νότιο τοίχο. Δεν υπάρχει κωδωνοστάσιο.
Τα μοναστηριακά οικοδομήματα που αναπαλαιώθηκαν, καθώς και άλλα που προστέθηκαν το 1994 – 1996, έχουν το χαρακτήρα της λαϊκής αρχιτεκτονικής του 18ου και 19ου αιώνα. Βρίσκονται στα βορειοδυτικά, βόρεια και νοτιοδυτικά του ναού και αποτελούν καλό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Τα περισσότερα τούτων είναι διώροφα.
Στο ναό αξιοπρόσεκτη είναι η μεγάλη προσκυνηματική εικόνα του αγίου Γεωργίου, που στα χρόνια της εγκατάλειψης είχε μεταφερθεί στο χωριό Τρούλλοι. Η εικόνα αργυρώθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1995, σύμφωνα προς επιγραφή σ’ αυτήν.