Εθνομάρτυρας αρχιμανδρίτης ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία το 1919. Γεννήθηκε στο χωριό Γύψου της Μεσαορίας το 1878. Στα Ιεροσόλυμα μετέβη το 1895 και αφού τέθηκε κάτω από την προστασία συγχωριανού του αγιοταφίτη μοναχού, εισήχθη στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού από όπου αποφοίτησε το 1902. Στο μεταξύ εκάρη μοναχός και εντάχθηκε στην αγιοταφική αδελφότητα. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερέας και χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης.
Στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων ο Ματθίας υπηρέτησε σε διάφορα διοικητικά καθήκοντα, όπως αυτό του γραμματέα των οικονομικών υποθέσεων. Το 1915 όμως συγκρούστηκε με τον τότε πατριάρχη Δαμιανό (1897 -1931) και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη. Συγκεκριμένα ο Ματθίας, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Ιάκωβο Αρχατζικάκη, εξέφρασαν δημοσίως με κείμενό τους την αντίθεσή τους στην πολιτική που ακολουθούσε ο πατριάρχης σε διάφορους τομείς. Ο τελευταίος, θέλοντας να προλάβει τη διόγκωση της εναντίον του κατακραυγής, χρησιμοποίησε τα προνόμια που του παρείχε σουλτανικό βεράτιο και εξόρισε τον Ματθία και τον Ιάκωβο στη Μικρά Ασία.
Εκεί ο μεν Ιάκωβος ανέλαβε ως ιερατικός προϊστάμενος της κοινότητας Μπουτζά, ο δε Ματθίας αποδέχθηκε πρόταση των κατοίκων της πόλης Νιαζλή και διορίστηκε ως εφημέριος και δημοδιδάσκαλος.
Στο μεταξύ το 1919 άρχισε η ελληνική μικρασιατική εκστρατεία, οπότε οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία και επεδόθησαν σε σφαγές και διώξεις εναντίον του ελληνικού πληθυσμού.
Ο Ματθίας, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να διαφύγει στην Κύπρο, παρέμεινε στη Νιαζλή και οργάνωσε την προστασία των αμάχων. Την ίδια χρονιά σε μια από τις πολλές επιθέσεις που έγιναν με στόχο τον εκφοβισμό των Ελλήνων κατοίκων της πόλης, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Ματθία και τον δολοφόνησαν. Παρόμοια ήταν και η τύχη του Αρχατζικάκη, που εκτελέστηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1922.