Corvus monedula pontocaspicus keve. Πουλί γνωστότατο από αρχαιοτάτων χρόνων. Το αναφέρει και ο Όμηρος, ως πτηνόν ἀγελαῖον. Απαντάται στην ανατολική και την κεντρική Ευρώπη, μέχρι και την κεντρική Ρωσία, μέχρι και τις νότιες ακτές της Φινλανδίας και των Σκανδιναβικών χωρών, σε όλες τις μεσογειακές χώρες, στο Τουρκεστάν και στο Κασμίρ, στη Μικρά Ασία και την Παλαιστίνη.
Το χρώμα του μαυροκολιού είναι μαύρο, όπως μαρτυρεί και το όνομά του, αλλά για οποιονδήποτε Ευρωπαίο, που γνωρίζει καλά τα πουλιά της Αγγλίας και της ανατολικής Ευρώπης, το πουλί που υπάρχει στην Κύπρο είναι τελείως διαφορετικό. Το μαύρο χρώμα τους είναι το ίδιο, αλλά όπου το ευρωπαϊκό γένος έχει στα πλευρά του λαιμού και στο κάλυμμα των αυτιών γκριζοασημί χρώμα, στα πουλιά της Κύπρου τα σημεία αυτά είναι σχεδόν άσπρα, κι από μακριά αυτό το χαρακτηριστικό άσπρο χρώμα είναι πολύ ευδιάκριτο, ιδιαίτερα όταν τα πουλιά πετούν. Ακόμη, ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό είναι το μαργαριταρένιο άσπρο χρώμα των ματιών των ενηλίκων πουλιών. Το άνω μέρος της κεφαλής τους είναι γυαλιστερό μαύρο με κυανοπράσινες ανταύγειες, το δε υπόλοιπο του κορμού, οι φτερoύγεc και η ουρά κατάμαυρα.
Το μέγεθος του μαυροκολιού φθάνει τα 33 εκατοστόμετρα. Φτιάχνει τη φωλιά του σε απόκρημνους βράχους, παλαιά κάστρα και ψηλά κτίσματα, και σε «σκαλότρυπες» σε ψηλά γεφύρια. Ενώ πριν από λίγα χρόνια είχε εξαλειφθεί από τις κατοικημένες περιοχές, τα τελευταία χρόνια, όταν στην καρδιά της Λευκωσίας άρχισαν να κτίζονται πολυκατοικίες, οι μαυροκολιοί άρχισαν να φωλιάζουν κάτω από τις θήκες των συσκευών κλιματισμού, γιατί υπάρχει μικρή σχισμή - είσοδος από έξω, ενώ από μέσα δεν μπορούν να τους ενοχλήσουν.
Ο μαυροκολιός γεννά 4-6 αυγά την άνοιξη, τα δε μικρά του τα τρέφει μόνο με έντομα (ακρίδες, σκαθάρια, μεγάλα σκουλήκια κ.α.). Είναι πολύ θεαματικό να τον βλέπεις να αναποδογυρίζει με το ράμφος του μικρές πλάκες και να μαζεύει τα έντομα. Εκτός από έντομα, τρέφεται και με φρούτα (σύκα, σταφύλια κ.α.). καθώς και με δημητριακά, γι’ αυτό βρίσκεται και σε μεγάλα κοπάδια, κατά το καλοκαίρι, σε θερισμένα χωράφια μαζεύοντας σπόρους. Είναι αυτή ακριβώς την εποχή που οι χωρικοί, όταν πιάσουν τους κολιούς, τους τρώνε, υπάρχει δε και η λαϊκή παροιμία: κάθε πράμαν στον τζ' αιρόν του τζ'ι ο κολιός τον Άουστον.
Είναι υποείδος που απαντάται μόνο στην Κύπρο. Ο πρώτος που το ανακάλυψε και το περιέγραψε είναι ο Dr Keve από τη Βουδαπέστη. Το πιο συγγενικό του υποείδος είναι του κολιού της ανατολικής Ευρώπης Corvus m. sommeringii, με το οποίο το κυπριακό υποείδος μοιάζει πολύ, γι’ αυτό και ο διάσημος βιολόγος του έδωσε και την ονομασία Corvus m. pontocaspicus.
Πριν από 50-60 χρόνια, τα μικρά των κολιών τα μάζευαν από τις φωλιές (κυρίως φτωχοί Τούρκοι) και τα πουλούσαν για να τα εξημερώσουν και να τα μάθουν να μιλούν. Όπως όλα τα πουλιά της οικογένειας Corvidae, έτσι και ο κολιός, όταν εξημερωθεί, μαθαίνει να μιλά όπως ο παπαγάλος. Επειδή όμως τον είχαν πάντοτε ελεύθερο και συνήθιζε να κλέβει ό,τι φάνταζε (γυάλιζε), πάντοτε φύλασσαν τα χρυσαφικά τους. Την κακή του συνήθεια να κλέβει αναφέρει και ο Λουκιανός. Η φήμη του, όμως, να κλέβει (κυρίως απαστράπτοντα αντικείμενα) μάλλον αποδίδεται στη λατινική φιλολογία, από όπου πήρε και το όνομά του Monedula, που προέρχεται από τη λέξη moneta (χρήμα).
Η συνήθεια να εξημερώνουν τους κολιούς φαίνεται ότι ήταν πολύ διαδεδομένη κατά τους παλαιότερους χρόνους, είχαν δε γραφτεί και πολλά σχετικά δημοτικά τραγούδια που κατέγραψαν ο Αθ. Σακελλάριος και ο Χρ. Παπαδόπουλλος στα Δημώδη Κυπριακά Άσματα, όπως είναι το τραγούδι «Τα κολιούδκια»: Τα κολιούδκια κάμνουν τζ'οίτες, πάνω στους κρεμμούς τες τρύπες, τζ'αι γεννούν τα τζ'ι εν ασπρούδκια, ξιπουλιάζουν τα μαυρούδκια, πιάννουν τα τα κοπελλούδκια τζ'αι Τουρκούδκια τζ'αι Ρωμιούδκια...
Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες οι κολιοί κοπαδιάζουν και απαντώνται σε μεγάλα σμήνη που κάποτε ξεπερνούν τα 500. Όταν ενοχληθούν εκβάλλουν δυνατές κραυγές, γι’ αυτό και υπάρχει η παροιμιώδης φράση εκάμαν κολιοσώρεμαν, που λέγεται για θορυβώδη και ανοργάνωτη συγκέντρωση ή για κλασσικό γυναικοκαυγά. Το γεγονός ότι οι κολιοί κοπαδιάζουν, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και κυρίως στις βραχώδεις παραλίες (όπως είναι το ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα, οι βράχοι του Ακρωτηρίου και της Επισκοπής, οι γκρεμοί στην τοποθεσία «Σμιγιές» στο Νέο Χωριό, οι βράχοι στη θάλασσα των Λουτρών της Αφροδίτης, ο τεράστιος βράχος του Ατόκρεμμου στον Πωμό, στη Μύρτου, στον Άγιο Ιλαρίωνα, στη Χαλεύκα, στο Φλαμούδι κ.α.) έδωσε και πολλά τοπωνύμια Κολλιόκρεμμος. Μάλιστα τοποθεσία Κολλιόκρεμμος (πιθανότατα στη χερσόνησο του Ακάμα) αναφέρεται κατά τον 15ο αιώνα από τον μεσαιωνικό χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο.
Είναι ο κολοιός των αρχαίων και ο κολοιός ή καλιακούδα ή καλλικούδα των νεοελλήνων. Τον αναφέρουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς (Αριστοτέλης, Αριστοφάνης, Απολλώνιος Ρόδιος, Άρατος, Πλίνιος, Σουίδας κ.ά., ενώ πλάστηκαν και σχετικοί μύθοι, κυρίως από τον Αίσωπο). Ο Αριστοτέλης τον αναφέρει και για την πρόβλεψη του καιρού: οἱ κολοιοί ἐκ τῶν νήσων πετάμενοι τοῖς γεωργοῖς σημεῖον αὐχμοῦ καί ἀφορίας εἰσίν...
Ο μαυροκολιός, αν και πουλί ωφελιμότατο (γιατί η κύρια τροφή του είναι βλαβερά έντομα) δεν προστατεύεται επειδή τρώγει και λίγα φρούτα και επειδή ανήκει στην οικογένεια των Κορακοειδών, που είναι πουλιά βλαβερά και επικηρυγμένα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια