Μυριανθεύς Ιερώνυμος

Image

Αξιόλογος Κύπριος κληρικός, λόγιος και συγγραφέας του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1838 στο χωριό Καμινάρια της Μαραθάσας (απ’ όπου και το επίθετο Μυριανθεύς) και πέθανε στη Γενεύη το 1898. Καταγόταν από οικογένεια που έδωσε πολλούς αξιόλογους κληρικούς.

 

Ο Ιερώνυμος Μυριανθεύς διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο χωριό Φοινί, κοντά στον θείο του Ιωάννη Ζωγράφο. Στη συνέχεια πήγε στα Ιεροσόλυμα, κοντά στον συγγενή του μητροπολίτη Πέτρας Μελέτιο*, για συνέχιση των σπουδών του (1851). Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού από την οποία και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ το 1858. Αμέσως μετά εργάστηκε ως καθηγητής στην ίδια Σχολή, από το 1858 μέχρι το 1861.

 

Το 1861 εγκατέλειψε την έδρα του στη Σχολή των Ιεροσολύμων κι έφυγε με σκοπό να συνεχίσει και διευρύνει τις σπουδές του. Πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε για τρία χρόνια (1861-1864) στη Θεολογική Σχολή του εκεί Πανεπιστημίου. Κατά την ίδια περίοδο, και κατόπιν ειδικής άδειας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κήρυττε σε ναούς της ελληνικής πρωτεύουσας. Από την Αθήνα πήγε στο Παρίσι όπου παρέμεινε για ένα περίπου χρόνο κατά το 1864-1865 και ύστερα στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας όπου σπούδασε κατά το 1865-1866 θεολογία, εκκλησιαστική ιστορία, ερμηνεία θρησκευτικών κειμένων. Το 1866-1867 βρισκόταν στη Βόννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας.

 

Το 1867 επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα όπου κι επαναδιορίστηκε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, διδάσκοντας θεολογία και εκκλησιαστικό δίκαιο. Τον Απρίλιο του χρόνου αυτού χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης. Λίγο πιο πριν, το 1866, χηρεύοντος του επισκοπικού θρόνου Κιτίου στην Κύπρο, του προτάθηκε να ανέλθει στον θρόνο αυτό αλλά αρνήθηκε.

 

Το 1870 επισκέφθηκε την πατρίδα του Κύπρο, για πρώτη φορά από το 1851 που είχε φύγει από το νησί. Βασικός σκοπός της επίσκεψής του αυτής ήταν να γνωρίσει τα αρχαία μνημεία της Κύπρου και να συγκεντρώσει επιπρόσθετο υλικό για μελλοντική περισσότερο βελτιωμένη έκδοση του βιβλίου του Περί τῶν Ἀρχαίων Κυπρίων. Το βιβλίο αυτό είχε εκδώσει στην Αθήνα το 1868 και επανεκδώσει το 1869. Στην Κύπρο το βιβλίο απαγορεύθηκε από τις τουρκικές αρχές και 460 αντίτυπά του κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν στη φωτιά. Εξάλλου το βιβλίο του αυτό ήταν που τον κατέστησε επίφοβο στις τουρκικές αρχές και αποτέλεσμα είχε να μη αναγνωρίσουν την εκλογή του, το 1871, ως επισκόπου Κυρηνείας και να παρεμποδίσουν την άνοδό του στο θρόνο.

 

Επιστρέφοντας από την Κύπρο ξανά στα Ιεροσόλυμα, ο Ιερώνυμος Μυριανθεύς διορίστηκε το 1872 διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού. Υπηρέτησε όμως μόνο για ένα χρόνο στη θέση αυτή. Το 1873 αποδέχθηκε διορισμό του ως πρωθιερέα στην Ελληνική Εκκλησία του Λονδίνου κι έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για την Αγγλία.

 

Το 1880 (περίοδος Αγγλοκρατίας πλέον) εξελέγη ξανά στην Κύπρο επίσκοπος Κυρηνείας, αλλά δεν απεδέχθη την εκλογή του. Απέρριψε, επίσης, διορισμό του ως μητροπολίτη Κερκύρας το 1883. Τρία χρόνια αργότερα (το 1886) απέρριψε και πάλι εκλογή του στην Κύπρο ως επισκόπου Κιτίου. Τον ίδιο χρόνο (1886) παραιτήθηκε για λόγους υγείας και από τη θέση που κατείχε στο Λονδίνο. Πήγε τότε στην Ιταλία, όπου έζησε για λίγο στο Σαν Ρέμο, και ύστερα στη Νίκαια της Γαλλίας. Το 1888 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου κι έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Το 1891 προτάθηκε για να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο Αλεξανδρείας αλλά για μια ακόμη φορά αρνήθηκε να αναλάβει ανώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα.

 

Ο Ιερώνυμος Μυριανθεύς πρόσφερε βοήθεια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ιδίως στον τομέα της εκπαίδευσης. Το 1882 ίδρυσε στη γενέτειρά του Καμινάρια σχολείο για φοίτηση των παιδιών ολόκληρης της γύρω περιοχής, ο δε δάσκαλος πληρωνόταν από τους τόκους ποσού £750 που ο Ιερώνυμος Μυριανθεύς διέθεσε. Χρηματικά ποσά για την εκπαίδευση στην Κύπρο κατέλιπε και με τη διαθήκη του. Σύμφωνα δε προς επιθυμία του, όταν πέθανε, η σορός του ταριχεύθηκε και μεταφέρθηκε στην Κύπρο όπου κι ετάφη στη γενέτειρά του.

 

Του απενεμήθησαν διάφορες τιμητικές διακρίσεις, όπως ο Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος από την ελληνική κυβέρνηση (1878) και ο Χρυσούς Σταυρός του Σωτήρος και πάλι από την ελληνική κυβέρνηση (1885). Τιμήθηκε επίσης με τον Μεγαλόσταυρο της Ρωσικής Εκκλησίας.

 

Δημοσίευσε λόγους του σε θρησκευτικά έντυπα και εξέδωσε τα ακόλουθα έργα:

 

1. Ὁ Θρίαμβος τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας ἐν τῷ κόσμ (λόγος που εκφωνήθηκε στην Αθήνα, 1864).

 

2. Περί τοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου τῆς Παλαιστίνης (μελέτη του που εξεδόθη μόνο στη γαλλική, στο Στρασβούργο, ίσως το 1865).

 

3. Λόγος ἐκφωνηθείς ὑπό Ἱερωνύμου Μυριανθέως...κατά τήν ἔναρξιν τῶν θεολογικῶν αὐτοῦ παραδόσεων (στη Θεολογική Σχολή των Ιεροσολύμων το 1867, Αθήνα, 1868).

 

4. Περί τῶν Ἀρχαίων Κυπρίων (Αθήνα, 1868 και β΄ έκδοση Αθήνα, 1869, σελίδες 86˙ ο συγγραφέας καταλήγει με τη μελέτη του αυτή, ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου ήσαν Πελασγοί και Προέλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο κατά τον 16ο π.Χ. αιώνα, προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία. Φυσικά δεν είχε ο συγγραφέας υπόψιν όλα τα μεταγενέστερα αρχαιολογικά κι επιστημονικά δεδομένα).

 

5. Λόγος ἐκφωνηθείς εἰς τό μνημόσυνον τοῦ  ἀοιδίμου Κωνσταντίνου Κανάρη (Λονδίνο, 1877). Το έργο του αυτό εξεδόθη το 1878 και στην αγγλική.

 

Εξέδωσε επίσης το 1869 μετάφραση στην ελληνική του Λόγου Ἀπολογητικοῦ τοῦ  Ἐρνέστου Λουθάρδου, ενώ κατέλιπε και άλλα ανέκδοτα έργα.