Ο πρώτος Άγγλος διοικητής της επαρχίας Λευκωσίας (Αύγουστος 1878 - Μάιος 1879) και ο δεύτερος ύπατος αρμοστής (high commissioner) της Κύπρου στην περίοδο
Αγγλοκρατίας από τις 23 Ιουνίου 1879 -μέχρι τις 9 Μαρτίου 1886.
Ο Μπίνταλφ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1835 και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1918. Ο πατέρας του είχε διατελέσει βουλευτής. Ο Μπίνταλφ είχε μια διακεκριμένη στρατιωτική σταδιοδρομία, που άρχισε το 1853 με την είσοδό του στο βασιλικό πυροβολικό. Το 1872 προήχθη σε συνταγματάρχη, το 1883, ενώ υπηρετούσε στην Κύπρο, σε υποστράτηγο και το 1892 σε στρατηγό. Σαν νεαρός αξιωματικός πήρε μέρος στον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-56) και στην Ινδική εξέγερση του 1857-59, όπου γνώρισε τον σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ*, τον μετέπειτα πρώτο ύπατο αρμοστή της Κύπρου (1878-79), με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Το 1860 πήρε μέρος στον Κινεζικό πόλεμο. Ύστερα από υπηρεσία τεσσάρων χρόνων στην Ινδία επέστρεψε στην Αγγλία το 1865. Από το 1871 μέχρι το 1873 υπηρέτησε σαν ιδιαίτερος γραμματέας του υπουργού Πολέμου Cardwell και συνέβαλε στην εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στην οργάνωση του στρατεύματος. Η υπηρεσία του στο ίδιο υπουργείο συνεχίστηκε σ’ άλλες υψηλές θέσεις μέχρι τον Ιούλιο του 1878, οπότε ο σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ τον επέλεξε για υπηρεσία στη νεοαποκτηθείσα από την Οθωμανική αυτοκρατορία Κύπρο. Ο πρώτος διορισμός του Μπίνταλφ στην Κύπρο ήταν στη θέση του διοικητή της επαρχίας Λευκωσίας.
Από τη θέση αυτή πρόσφερε πολύ χρήσιμες υπηρεσίες στην αγγλική διοίκηση του νησιού, οι δε ικανότητές του σε πολλούς τομείς, ιδιαίτερα δε σε οικονομικά θέματα, αξιοποιήθηκαν πλήρως από τον Γούλσλεϋ τόσο στην εισαγωγή του νέου βρετανικού νομισματικού συστήματος, που αντικατέστησε το οθωμανικό, όσο και στον καθορισμό του πλεονάσματος των προσόδων σε σχέση με τα έξοδα της οθωμανικής διοίκησης της Κύπρου. Το πλεόνασμα αυτό είχε καθοριστεί στην Προσθήκη της Αγγλοτουρκικής Σύμβασης της 4.6.1878 σε 22.936 πουγγιά (11.468.000 γρόσια), αλλά θα υπολογιζόταν και θα επαληθευόταν, με βάση τον μέσο όρο των πέντε τελευταίων χρόνων της οθωμανικής διοίκησης, σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.
Ο Μπίνταλφ ορίστηκε από την αγγλική κυβέρνηση σαν πληρεξούσιος εκπρόσωπος για τις διαπραγματεύσεις με την Πύλη. Προτού μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη είχε κατορθώσει να βρει, ύστερα από ενδελεχή έρευνα, πολύ σημαντικά στοιχεία στα κυπριακά κυβερνητικά τμήματα, που έδειχναν ότι το πλεόνασμα ήταν αρκετά πιο χαμηλό απ’ ό,τι αναφερόταν στην Προσθήκη της Συνθήκης. Ο Μπίνταλφ έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Μαρτίου 1879. Οι Τούρκοι άρχισαν στις 7 Απριλίου 1879, με αρκετή καθυστέρηση, τις διαπραγματεύσεις προβάλλοντας υπερβολικές αξιώσεις, ούτως ώστε να αποκομίσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερα οφέλη. Εξόγκωναν τις προσόδους και μείωναν υπερβολικά τα έξοδα διοικήσεως, για να προκύψει μεγαλύτερο πλεόνασμα, το οποίο, σύμφωνα με την Προσθήκη στη Συνθήκη, θα πληρωνόταν από την Αγγλία κάθε χρόνο στον σουλτάνο. Ο Μπίνταλφ αντέκρουε τους τουρκικούς ισχυρισμούς παρουσιάζοντας τα δικά του στοιχεία. Οι Τούρκοι παρατραβούσαν τις διαπραγματεύσεις χωρίς να διαφαίνεται πιθανότητα συμφωνίας. Κατά την πορεία των άκαρπων αυτών διαπραγματεύσεων ο Μπίνταλφ ήγειρε θέμα κεφαλαιοποιήσεως του «υποτελικού φόρου» αντί ενός ποσού, που ύστερα από έγκριση της βρετανικής κυβέρνησης προτάθηκε να φθάσει τις £1.500.000 στερλίνες. Η Πύλη, ευρισκόμενη σε μεγάλη ανάγκη χρημάτων, φαινόταν διατεθειμένη να αποδεχτεί. Τελικά όμως απέρριψε την πρόταση, γιατί βρήκε χρήματα από κάποιες πηγές και παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις με σκοπό να εξαναγκάσει τους Άγγλους να δώσουν μια συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα, όχι με βάση τους αριθμούς, αλλά με βάση τη διπλωματία. Στο τελευταίο στάδιο των διαπραγματεύσεων (από τις 20.5.1879 μέχρι τις 18.6.1879) την Πύλη αντιπροσώπευε ο ελληνικής καταγωγής υπουργός Εξωτερικών Καραθεοδωρή* πασάς. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο, ο δε Μπίνταλφ αγανακτισμένος για την αναβλητικότητα και τις μεθόδους των Τούρκων εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη στις 19.6.1879 για την Κύπρο. Η αγγλική κυβέρνηση στο μεταξύ αποφάσισε οι πληρωμές του «υποτελικού φόρου» να μη γίνονται στην Πύλη, αλλά να κατακρατούνται από την Αγγλία για την εξόφληση του αγγλογαλλικού δανείου του 1855 που είχε συνάψει ο σουλτάνος και αδυνατούσε να εξοφλήσει. Δέχτηκε επίσης κατ’ αρχήν τους υπολογισμούς του Μπίνταλφ, αναμένοντας ότι μελλοντικά θα γίνονταν νέες διαπραγματεύσεις με την Πύλη. Σύμφωνα μ’ αυτούς τους υπολογισμούς ο «υποτελικός φόρος» καθορίστηκε στις 11.121.952 μεταλλικά γρόσια (£92.799). Επί πλέον θα δινόταν στην Πύλη μια ποσότητα 4.166.220 οκάδων αλατιού, αξίας 2.083.110 γροσιών τον χρόνο, παραδοτέα, εάν εζητείτο από την Πύλη, στις κυπριακές αλυκές. Το αλάτι αυτό ποτέ δεν ζητήθηκε από την Πύλη, η οποία είχε δυσαρεστηθεί με την εξέλιξη του θέματος.
Ο Μπίνταλφ είχε προσπαθήσει όσο μπορούσε να μειώσει το ύψος του «υποτελικού φόρου» και επί πλέον να επιτύχει την κεφαλαιοποίηση και εξαγορά του, γεγονός που θα ελάφρυνε σε αρκετό βαθμό τον κυπριακό προϋπολογισμό, ώστε να μένει και κάποιο ποσό — αφού θα αφαιρούνταν τα έξοδα διοικήσεως — για την εκτέλεση έργων κοινής ωφελείας στην Κύπρο, που τόσο τα χρειαζόταν ύστερα από τη μακρόχρονη εγκατάλειψή της μέσα στην παρακμασμένη Οθωμανική αυτοκρατορία. Εκείνο που θα μείωνε ακόμη περισσότερο το ύψος του υποτελικού φόρου — πράγμα όμως που δεν ήταν ευθύνη του Μπίνταλφ, επειδή αναφερόταν στην Προσθήκη της Συνθήκης, την οποία είχε διαπραγματευθεί με την Πύλη ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Sir Henry Layard (Λαγιάρντ*) — θα ήταν ο υπολογισμός να γινόταν με βάση όχι τα πέντε τελευταία χρόνια, όπως ανέφερε η Συνθήκη, αλλά τα δέκα τελευταία χρόνια της οθωμανικής διοίκησης. Τα πέντε τελευταία (1873-1878) από απόψεως γεωργικής παραγωγής ήσαν σχετικά καλά μέχρι πολύ καλά, ενώ τα δέκα τελευταία (1868-1878) περιελάμβαναν, όπως συνήθως συνέβαινε σε κάθε δεκαετία στην Κύπρο, και χρόνια ανομβρίας και πολύ πτωχής παραγωγής, οπότε τα εισοδήματα της Πύλης μειώνονταν αισθητά.
Ο Μπίνταλφ, ευρισκόμενος ήδη στην Κωνσταντινούπολη, είχε διοριστεί, ύστερα από σύσταση του Γούλσλεϋ κατά την αναχώρησή του από την Κύπρο στις αρχές του Μαΐου του 1879, σαν ο διάδοχός του στη θέση του ύπατου αρμοστή. Ο Μπίνταλφ έφθασε στη Λάρνακα και ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα στις 23.6.1879. Ο διορισμός του χαιρετίστηκε από την εφημερίδα Νέον Κίτιον (Α΄, 18/30.6.1879, αρ. 10): Ὁ ἀνήρ οὖτος, ἐπί τῆς φυσιογνωμίας τοῦ ὁποίου ἀναγινώσκεται ἡ ἀγαθότης, καί ὅστις τό οὐσιωδέστερον, ὑπῆρξε μοναδική ἐξαίρεσις μεταξύ τῶν συναδέλφων του ὡς Διοικητής τοῦ διαμερίσματος τῆς Λευκωσίας – οὐδέν διεπράξατο κακόν...
Λίγο πριν από την άφιξη του Μπίνταλφ είχε ξεσπάσει μεγάλη αντίδραση εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων για τη συμπεριφορά του διοικητή της Λεμεσού Warren, αλλά και άλλων διοικητών (βλέπε σχετικά στο λήμμα Κυπριανός επίσκοπος Κιτίου) και για τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο η στρατιωτική διοίκηση του Γούλσλεϋ προσπάθησε να κάμψει το εθνικό φρόνημα των Κυπρίων. Ο Μπίνταλφ λόγω του χαρακτήρα του, αλλά και λόγω της απουσίας του στην Κωνσταντινούπολη, δεν είχε εκτεθεί στα μάτια των Κυπρίων, όπως οι συνάδελφοί του διοικητές. Πολύ γρήγορα όμως οι Κύπριοι θα αντιδρούσαν και προς τον ίδιο με διάφορους τρόπους. Ο Μπίνταλφ, όταν υπηρετούσε στη Λευκωσία ως διοικητής υπό τις διαταγές του Γούλσλεϋ, θα είχε ασφαλώς αντιληφθεί τη γραμμή που εφάρμοζε στην Κύπρο η κυβέρνηση του Ντισραέλι, σύμφωνα με την οποία η Κύπρος έπρεπε να μετατραπεί σε μια στρατιωτική και ναυτική βάση για την εξυπηρέτηση των βρετανικών αυτοκρατορικών συμφερόντων και ταυτόχρονα να χρησιμεύσει σαν ένα υπόδειγμα για το πώς θα μπορούσε μια πρώην οθωμανική επαρχία να κυβερνηθεί και να αναπτυχθεί από μια πεφωτισμένη διοίκηση. Για τέτοιους στόχους όμως οποιαδήποτε εθνικιστική κίνηση έπρεπε να καταπνιγεί στη γένεσή της. Είναι πολύ πιθανό, ότι αυτές τις θέσεις, για τις οποίες τον ενημέρωσε και η αγγλική κυβέρνηση όταν αναλάμβανε τη διοίκηση της Κύπρου, τις συμμεριζόταν και ο ίδιος, γιατί έβλεπε πάντοτε με καχυποψία και επιφύλαξη οποιαδήποτε προσπάθεια των Ελληνοκυπρίων να βελτιώσουν την πολιτική τους θέση μέσω μεταρρυθμίσεων που ζητούσαν, ώστε να συμμετέχουν με κάποια δικαιότερη αναλογία στη διοίκηση.
Όταν λίγο αργότερα (το 1880-81) δημοσιεύτηκε η αλληλογραφία μεταξύ κυπριακής κυβέρνησης και υπουργείου Αποικιών για θέματα που αφορούσαν την Κύπρο ύστερα από συζητήσεις που είχαν γίνει στην αγγλική Βουλή και φάνηκε ότι ο Μπίνταλφ μαζί με τον επόπτη της παιδείας Ι. Σπένσερ και τον διοικητή της Λάρνακας Κ. Ντ. Κόπχαμ* είχαν εισηγηθεί την εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στη δημοτική εκπαίδευση (ελληνική και μουσουλμανική) της Κύπρου, προκλήθηκαν πολλές αντιδράσεις εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων, αλλά και του ίδιου του υπουργού των Αποικιών λόρδου Κίμπερλυ*. Ο Κίμπερλυ ήταν υπουργός στην υπό τον φιλέλληνα Γλάδστωνα κυβέρνηση των Φιλελευθέρων. Η άνοδος του Γλάδστωνος στην εξουσία (Απρίλιος 1880) πανηγυρίστηκε σ’ όλες τις πόλεις της Κύπρου με διάφορες εκδηλώσεις και τηλεγραφήματα, στα οποία οι Κύπριοι διαδήλωναν την ικανοποίησή τους για την εκλογική νίκη του. Ο Γλάδστων, όπως και ο Ντιλκ και άλλοι φιλελεύθεροι πολιτικοί είχαν υποστηρίξει τα κυπριακά αιτήματα στην αγγλική Βουλή και είχαν επικρίνει έντονα την προηγούμενη συντηρητική κυβέρνηση του Ντισραέλι για τη δεσποτική της διακυβέρνηση στην Κύπρο, είχαν δε επί πλέον κάμει σκέψεις για εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, τις οποίες ματαίωσε η βασίλισσα Βικτωρία. Οι Κύπριοι ταυτόχρονα στα τηλεγραφήματά τους εξέφραζαν και την ελπίδα ότι η νέα κυβέρνηση θα βελτίωνε την πολιτική, οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση.
Η κυβέρνηση του Γλάδστωνος σαν πρώτη ενέργειά της σχετικά με την Κύπρο μετέθεσε την ευθύνη για τη διοίκηση από το υπουργείο Εξωτερικών στο υπουργείο Αποικιών (Δεκέμβριος 1880), και αφού απέτυχε να αναθεωρήσει την Αγγλοτουρκική Σύμβαση έστρεψε την προσοχή της στην εισαγωγή ορισμένων μεταρρυθμίσεων στην Κύπρο:
α) Εισήγαγε το μερικώς εκλεγόμενο και μερικώς διοριζόμενο Νομοθετικό Συμβούλιο με το Διάταγμα της Βασίλισσας της 30 Νοεμβρίου 1882, σύμφωνα με το οποίο θα εκλέγονταν 9 Χριστιανοί βουλευτές και 3 Μουσουλμάνοι και θα διορίζονταν 6 επίσημα μέλη (ο ύπατος αρμοστής και πέντε άλλοι) από την αγγλική διοίκηση. Σκέψη του Kimberley για ενιαία εκλογή από το εκλογικό σώμα των Χριστιανών και Μουσουλμάνων βουλευτών αντικρούστηκε από τον Μπίνταλφ και τον ανώτερο υπάλληλο του υπουργείου Αποικιών E.D. Fairfield, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κύπρο το φθινόπωρο του 1881, και δεν προωθήθηκε. Έτσι εισήχθη ένα διαιρετικό στοιχείο, που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποφευχθεί. Οι πρώτες εκλογές έγιναν στις 28 και 29.5.1883.
β) Έγινε μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος και εξυγιάνθηκε σε μεγάλο βαθμό η αποστολή της δικαιοσύνης, που τόσο εχώλαινε επί Τουρκοκρατίας λόγω της διαφθοράς των δικαστών Στα νέα δικαστήρια που ιδρύθηκαν (ειρηνοδικεία ή κωμοδικεία, πρωτοδικεία, επαρχιακά και εφετείο) διορίστηκαν Άγγλοι, Έλληνες και Μουσουλμάνοι προσοντούχοι δικαστές.
γ) Καθόρισε, ύστερα από εισήγηση του E.D. Fairfield, τα έξοδα διοικήσεων στο ποσό των £110.000 περίπου τον χρόνο, ούτως ώστε οποιοδήποτε πλεόνασμα πέραν του ποσού αυτού να πληρώνεται στο αγγλικό θησαυροφυλάκιο ως «υποτελικός φόρος» για εξόφληση του οθωμανικού δανείου του 1855, με απώτερο στόχο να μειωθούν και να εκλείψουν οι ετήσιες χορηγίες (grants-in-aid) της αγγλικής Βουλής προς την Κύπρο. Η απόφαση αυτή υπήρξε πολύ ατυχής για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Κύπρου, γιατί περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες του κυπριακού προϋπολογισμού. (Ανάλυση όλων των μεταρρυθμίσεων που εισήχθησαν το 1882-83 στην Κύπρο βλέπε στο λήμμα Κίμπερλυ).
Από τα σπουδαιότερα έργα που αναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια της αρμοστείας του Μπίνταλφ ήταν η επιτυχής καταπολέμηση των ακρίδων, οι οποίες είχαν πολλαπλασιαστεί τρομακτικά και προκαλούσαν πολύ σοβαρές ζημιές στη γεωργική παραγωγή. Οι ετήσιες εκστρατείες εναντίον των ακρίδων έφεραν πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα με τη βοήθεια της επανεισαγωγής (είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά επί Σαΐντ πασά το 1871), υπό πιο τελειοποιημένη μορφή, της μεθόδου του Ιταλοκύπριου μεγαλογαιοκτήμονα Ριχάρδου Ματτέι με τα ολισθηρά πανιά και τις τάφρους, και με τη διάθεση αρκετών ποσών από το συσταθέν ειδικό ταμείο ακριδικού φόρου.
Την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν ορισμένοι δρόμοι μεταξύ των πόλεων και σε ορισμένες αγροτικές περιοχές (κρασοχώρια Λεμεσού), βελτιώθηκαν στοιχειωδώς οι λιμενικές εγκαταστάσεις με την κατασκευή αποβάθρων και αποξηράνθηκαν ορισμένα έλη στην περιοχή Αμμοχώστου και αλλού με την εισαγωγή και φύτευση ευκαλύπτων για την εξυγίανση της Κύπρου και αξιοποίησή της ως στρατιωτικής και ναυτικής βάσης.
Ο Μπίνταλφ συνδέθηκε αρκετά με την Κύπρο και τον λαό της. Περιόδευε συχνά και τη γνώρισε απ’ άκρου σ’ άκρο. Τρία χρόνια μετά την αποχώρησή του από την Κύπρο, στις 11.11.1889, έδωσε διάλεξη στη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου με θέμα τη γεωγραφία της Κύπρου, στην οποία αποδείχτηκε πολύ καλός γνώστης του νησιού (Βλ. Proceedings of the Royal Geographical Society and Monthly Record of Geography, London, vol. XI, 1889, Cyprus, σσ. 705-719). Την Κύπρο επισκεπτόταν και αργότερα, γιατί μια από τις έξι κόρες του (είχε επίσης και τέσσερις γιους) είχε παντρευτεί τον ιδιαίτερο γραμματέα του, όταν ήταν ύπατος αρμοστής στην Κύπρο, Κάρολο Χάρμαν-Κιγκ*. Σε μια τέτοια επίσκεψή του στην Κύπρο έγραψε και εξέδωσε στη Λευκωσία τις 15 Απριλίου 1910 τη σύντομη, αλλά πολύ κατατοπιστική μελέτη του The Currency of Cyprus from the British Occupation In 1878. Λίγα χρόνια προηγουμένως, το 1904, είχε εκδώσει στην Αγγλία ακόμη ένα έργο του σχετικό με την υπηρεσία του στο υπουργείο Πολέμου με τίτλο Lord Cardwell at the War Office.
Μετά την αποχώρησή του από την Κύπρο τον Μάρτιο του 1886 ο Μπίνταλφ υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στην Αγγλία και στο Γιβραλτάρ ως κυβερνήτης (1893-1900). Ο Μπίνταλφ υπήρξε ένας διακεκριμένος στρατιωτικός και για την Κύπρο ένας πολύ ικανός κυβερνήτης, ο οποίος προσπάθησε, μέσα στα όρια της αγγλικής αυτοκρατορικής πολιτικής και με περιορισμένα οικονομικά μέσα να συνδυάσει — πράγμα εξαιρετικά δύσκολο — τις απαιτήσεις του αγγλικού θησαυροφυλακίου με τις αυξημένες, λόγω της μακρόχρονης εγκατάλειψης, απαιτήσεις του κυπριακού λαού για ανάπτυξη και πρόοδο. Κατά τη διάρκεια της αρμοστείας του τέθηκαν οι βάσεις της αγγλικής διοίκησης στην Κύπρο με τις μεταρρυθμίσεις και το σύστημα που εισήγαγε ο Κίμπερλυ.
Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ