Μουσική δημοτική και χορός

Image

Το δημοτικό τραγούδι και χορός είναι το αποτέλεσμα της δόνησης των συναισθημάτων, που φθάνει στα χείλη και μετατρέπεται σε ήχους. Και φυσικά, η δόνηση αυτή των συναισθημάτων είναι άμεσα δεμένη με τις ιδιαιτερότητες ενός λαού. Είναι μια «ηχητική φωτογράφηση» του εσωτερικού κόσμου του λαού αυτού, της ιδιοσυγκρασίας του. Δεν χρειάζονται γνώσεις μουσικής ορολογίας ή αρχιτεκτονικής κατασκευής. Είναι αρκετή η εσωτερική πληρότητα και το δημιούργημα είναι έτοιμο. Ο εσωτερικός του κόσμος θα τον οδηγήσει αλάθητα στην εκλογή της κλίμακας, της μελωδικής γραμμής, του ρυθμού, της πτώσης, της μετατροπίας ή μετατονίας αν χρειαστεί, τα οποία κατά θαυμαστό τρόπο θα είναι ανάλογα προς το περιεχόμενο των εικόνων και εσωτερικών καταστάσεων που θέλει να περιγράψει. Και αυτό, γιατί οι λαϊκοί ιεροφάντες «δημιουργούν ό,τι αγαπούν, και αγαπούν αυτό που δημιουργούν». Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μέρος της ζωής τους, είναι η ίδια η ζωή τους. Ήταν γι’ αυτούς θρησκεία που την υπηρετούσαν πιστά.

 

Στην Κύπρο ήταν αδύνατο ο λαϊκός δημιουργός να μη αισθανθεί τη θαυμαστή αρμονία της και να μη την μεταφέρει στα δημιουργήματά του.

 

Οι ομορφιές του νησιού, μαζί με τη θέση του, λειτούργησαν και αρνητικά.   Έτσι βλέπουμε τόσους και τόσους κατακτητές να το πατούν. Ο καθένας άφησε τα ίχνη του σε όλους τους τομείς της θρησκευτικής, κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου. Η μουσική δέχτηκε πολύ λίγα, δευτερευούσης σημασίας «σημάδια». Γιατί, αν εξετάσουμε με προσοχή, την «καθαρά» κυπριακή δημοτική μουσική, δηλαδή τους ανδρικούς και γυναικείους καρτζ'ιλαμάδες, τις «φωνές» και τα δημοτικά τραγούδια, παρατηρούμε ότι παρέμειναν στο βάθος ελληνικά:

 

Τρόποι αρχαίοι ελληνικοί, πτώσεις, χρήση διαστημάτων, μετατροπίες και μετατονίες, προηχήματα, που πολλές φορές χρησιμοποιούν σαν ισχυρή απποτζιατούρα την 7η βαθμίδα (υποτονική), και μετά την τονική συνήθως με κορώνα.  Έκταση τραγουδιών, τονικές εστίες στο α' και β' τετράχορδο, κατιούσα κίνηση, η θαυμαστή χρήση των τετραχόρδων ώστε αβίαστα και φυσικά να μεταβαίνουν από τρόπο σε τρόπο. Η χρήση της 7ης βαθμίδας (υποτονικής) σαν αρχή πολλών τραγουδιών. Η συνύπαρξη διατονικού και χρωματικού ύφους. Διαστήματα 2ας αυξημένης. Οι καταληκτικές φράσεις (κατιούσες) με διαστήματα 2ας, τις περισσότερες φορές με ισχυρή απποτζιατούρα και κάποτε με προηγήσεις, και τόσα άλλα στοιχεία, δίνουν την ελληνική ταυτότητα στην κυπριακή δημοτική μουσική, γιατί όλα αυτά είναι καθαρά στοιχεία αρχαία ελληνικά που με τον πιο φυσικό τρόπο πέρασαν στη βυζαντινή μουσική και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, των οποίων η κυπριακή δημοτική μουσική αποτελεί παρακλάδι.

 

Το μόνο σημείο διαφοράς με την υπόλοιπη ελληνική δημοτική μουσική είναι το ότι δεν υπάρχει τόσο έντονο στο δημοτικό τραγούδι της Κύπρου το ηρωικό στοιχείο. Στο κυπριακό κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο. Και όπως αναφέρει ο Σόλων Μιχαηλίδης, ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης, στην Κύπρο βρήκε το φυσικό του περιβάλλον.

 

Η γεωγραφική θέση του νησιού, και ο πλούτος του το μετέτρεψαν σε κεντρικό σταθμό, όπου συναντούσε κανένας τόσο στα λιμάνια όσο και στην ενδοχώρα, ανθρώπους από κάθε τόπο, που χαίρονταν την τοπική μουσική από τους ντόπιους εκτελεστές, αλλά παράλληλα έφερναν μαζί τους και τα ακούσματα της ιδιαίτερής τους πατρίδας, και όσα απ' αυτά εντυπωσίαζαν τους Κυπρίους, αυτοί τα μάθαιναν και με τον καιρό αγαπήθηκαν από τον λαό που τα έκαμε κτήμα του, και στο τέλος τα ένιωθε δικά του.

 

Από την άλλη πλευρά, πολλοί Κύπριοι αξιόλογοι εκτελεστές, που ταξίδευαν επαγγελματικά στα κοντινά γύρω μέρη, στην επιστροφή τους διάφορα κομμάτια που τους εντυπωσίασαν τα έφερναν μαζί τους στο νησί. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους στις καθαρά κυπριακές γιορτές και διασκεδάσεις και ιδιαίτερα στους γάμους, μια πρώτη θέση έχουν κομμάτια όπως αραπιέδες, σέρβικα, πολίτικος χορός, τσιφτετέλια και τόσα άλλα.

 

Την καθαρά κυπριακή δημοτική μουσική, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική μουσική, τη συναντούμε κυρίως στις δυο υπέροχες κυπριακές σουΐτες, δηλαδή τους ανδρικούς και τους γυναικείους καρτζ'ιλαμάδες (λέγονται έτσι γιατί χόρευαν ο ένας απέναντι από τον άλλον, καρτζ’ίνκαρτζ’ίν).

 

Είναι πολύ σημαντική η σελίδα αυτή της κυπριακής δημοτικής μουσικής γιατί με τη μορφή της σουΐτας που παρουσιάζεται, δηλαδή της ακολουθίας χορευτικών μορφών σε διαφορετική ρυθμική αγωγή, ίσως αποτελεί μοναδικό φαινόμενο παγκόσμια, στον χώρο της δημοτικής μουσικής.

 

Με περισσότερο καμάρι οι ανδρικοί καρτζ'ιλαμάδες έχουν μέσα τους ευλυγισία και σβελτάδα. Με μεγαλύτερη σεμνότητα οι γυναικείοι, κρύβουν μέσα τους τη λεπτότητα, την ευγένεια, την ιδιοσυγκρασία γενικά, των ανθρώπων αυτού του τόπου. Και οι δυο αυτές σουΐτες κρατάνε την πρωτιά στην κυπριακή δημοτική μουσική. Με τις όμορφες μελωδικές γραμμές τους, τις τονικές εστίες, το ύφος, τον χαρακτήρα, τη δομή, τις μετατροπίες, όλα μαζί σφικτά δεμένα δίνουν ακουστικά το όμορφο τοπίο της Κύπρου. Την ακουστική ομορφιά συμπληρώνει η χάρη των κινήσεων μέσα από τις οποίες διακρίνουμε καθαρά τις κινήσεις που κάνουν οι γυναίκες σε διάφορες ασχολίες τους, όπως κέντημα και μεταφορά νερού με το σταμνί. Λόγου χάριν, στον πρώτο γυναικείο χορό έχουν τα χέρια δεμένα, με το βλέμμα χαμηλά για να δώσουν την εικόνα της σεμνής γυναίκας του σπιτιού. Στον δεύτερο έχουν τα χέρια προτεταμένα και κάνουν κινήσεις ανάλογες όπως όταν κεντούν. Στον τρίτο κρατούν μαντήλι ψηλά, προτεταμένο, επιδεικνύοντας το αποτέλεσμα της δουλειάς τους. Στον τέταρτο έχουν πιο λεβέντικα στημένο το κορμί, τα χέρια στη μέση και με περηφάνεια χορεύουν για να «επιδειχθούν» με την καλή έννοια, να «καμαρώσουν».

 

Οι πολλές παραλλαγές που παρουσιάζονται στα διάφορα μέρη του νησιού, οφείλονται:

 

α) στις δυνατότητες των κατά επαρχία εκτελεστών, β) στο κατά πόσο ο βιολάρης ήταν αυτοδίδακτος, πρακτικός όπως τον λέμε, ή αν ήξερε και διάβαζε με νότες. Οι αυτοδίδακτοι και γενικά όσοι διδάχτηκαν πρακτικά από δασκάλους, έχουν ένα ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας, και είχαν την ευκολία να προσθέτουν δικούς τους φθόγγους, τους λεγόμενους «κλέφτικους», ένα είδος ξένων φθόγγων, απποτζιατούρες, που πολλές φορές, λόγω της έλξης, είχαν απόσταση μικρότερη του ημιτονίου. Οι άλλοι που ήξεραν μουσική, προσπάθησαν να καταγράψουν τους κυπριακούς χορούς. Ήταν φυσικό, αρκετά πράγματα τεχνικής φύσεως, είτε μικροδιαστήματα είτε άλλα ρυθμικά σχήματα, να «τετραγωνιστούν», γιατί όπως είναι γνωστό, η ευρωπαϊκή σημειογραφία έχει τις ελλείψεις της και δεν μπορεί να βοηθήσει απόλυτα στον χώρο της δημοτικής μουσικής, όπως και στον χώρο της βυζαντινής μουσικής. Κατά μια άποψη, η καταγραμμένη με «τετραγωνισμένο» τρόπο δημοτική μουσική, δηλαδή η απογυμνωμένη απ' όλα εκείνα τα «στολίδια» του λαϊκού δημιουργού, μαθαίνεται στερεότυπα και κάθε φορά ο εκτελεστής την επαναλαμβάνει, όπως ένα κομμάτι κλασσικό. Έτσι χάνεται η στιγμιαία διάθεση που κάθε φορά προσθέτει στο κομμάτι και κάτι νέο, ρυθμικό ή μελωδικό στοιχείο, που είναι το αποτέλεσμα πολλών καταστάσεων της στιγμής. Ακόμη, πολλοί λαϊκοί εκτελεστές, προκειμένου να διαφέρουν από άλλους συνάδελφούς τους, έκαμναν το κομμάτι πιο δύσκολο, πιο εντυπωσιακό, κατά τη γνώμη τους, προσθέτοντας κάποια δύσκολα μελωδικά ή ρυθμικά σχήματα ή ξένους φθόγγους ή εκτελώντας το κομμάτι πιο γρήγορα. Αυτοί είναι και μερικοί από τους βασικούς λόγους για τους οποίους υπάρχουν τόσες παραλλαγές στους κυπριακούς χορούς. Φυσικά οι ακρότητες είναι πάντα καταστροφικές, όπως το παραγέμισμα των κομματιών με ξένους φθόγγους, αλλά και η παντελής αφαίρεσή τους.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image