Βυζαντινός στρατηγός, Αρμένιος την καταγωγή, που αναφέρεται ότι είχε υπηρετήσει ως άρχων κυβερνήτης της Κύπρου για 7 χρόνια, επί αυτοκράτορος Βασιλείου Α' (867-886 μ.Χ.).
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, εγγονός του αυτοκράτορα Βασιλείου Α' του Μακεδόνος, στο βιβλίο του Περί Θεμάτων, γράφει σχετικά:
... Ὁ δέ μακάριος καί περιώνυμος ἐν βασιλεῦσι ὁ ἐμός πάππος Βασίλειος εἰς θέματος τάξιν αὐτήν [την Κύπρο] κατέστησε καί διεπέρασεν ἐν αὐτῇ Ἀλέξιον στρατηγόν, ἐκεῖνον τόν περιβόητον, τό γένος Ἀρμένιον, ὃς καί ἐκράτησεν αὐτῆς χρόνους ἑπτά...
Η αναφορά αυτή του Πορφυρογέννητου ερμηνεύεται κατά δυο διαφορετικούς τρόπους από τους ιστορικούς:
α) Ότι επί Βασιλείου του Μακεδόνος η Κύπρος κερδήθηκε ξανά και κατελήφθη από τους Βυζαντινούς, κατά παράβαση, ίσως, παλαιοτέρων συνθηκών μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων που προνοούσαν για καθεστώς ουδετερότητας του νησιού, κι ότι κρατήθηκε για 7 χρόνια, πριν επανέλθει και πάλι το καθεστώς εκείνο.
β) Ότι η Κύπρος ανήκε νωρίτερα στους Βυζαντινούς (δηλαδή το καθεστώς ουδετερότητας παραβιάσθηκε απ' αυτούς πιο πριν) κι ότι ο Βασίλειος Μακεδών απλώς μετέτρεψε το νησί διοικητικά σε χωριστό θέμα (επαρχία).
Η ασάφεια των λίγων ιστορικών πηγών στο σημείο αυτό δεν επιτρέπει τελεσίδικη κρίση. Είτε όμως συνέβη το πρώτο, είτε το δεύτερο, ο Αλέξιος Μούσερε είχε υπηρετήσει για 7 χρόνια ως άρχων, διοικητής της Κύπρου, γύρω στο 875-881/2 περίπου. Το γεγονός, εν πάση περιπτώσει, της αποστολής του στην Κύπρο, ως διοικητού της, φανερώνει αφενός ότι τα πολιτικοστρατιωτικά πράγματα στην περιοχή δεν ήσαν ειρηνικά κι ότι η αντιπαράθεση Βυζαντινών και Αράβων με επίκεντρο την Κύπρο συνεχιζόταν, κι αφετέρου φανερώνει το ενισχυμένο ενδιαφέρον των Βυζαντινών για το νησί.
Ο Αλέξιος Μούσερε ή Μουζέλης ήταν γόνος της γνωστής και μεγάλης οικογένειας αριστοκρατών του Βυζαντίου, αρμενικής καταγωγής. Μερικοί θεωρούν ότι πρόκειται περί του Αλεξίου Αρμενίου Μουζέλη (ή Μωσηλέ), γαμβρού των αυτοκρατόρων Θεοφίλου και Θεοδώρας (είχε νυμφευθεί την κόρη τους Μαρία), που είχε επιλεγεί και ως διάδοχος του θρόνου λίγο πριν από την γέννηση του διαδόχου Μιχαήλ το 833. Εάν όντως πρόκειται περί του προσώπου αυτού, τότε θα πρέπει να ήταν πολύ ηλικιωμένος όταν εστάλη για υπηρεσία στην Κύπρο, πράγμα που δεν φαίνεται τόσο πιθανό. Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι ο Αλέξιος γαμβρός του Θεοφίλου και της Θεοδώρας, είχε περιπέσει σε δυσμένεια κι είχε αποτραβηχθεί στο μοναστήρι της Χρυσόπολης όπου έγινε μοναχός, και όπου πέθανε κι ετάφη. Η είσοδός του στο μοναστήρι θα πρέπει να έγινε πολύ πριν από τα γεγονότα τα σχετικά προς την Κύπρο που αναφέρει ο Πορφυρογέννητος.
Ο Αλέξιος, λοιπόν, που υπηρέτησε ως διοικητής της Κύπρου επί Βασιλείου Α' του Μακεδόνος, πρέπει να είναι άλλο πρόσωπο της ίδιας οικογένειας. Εκτός εάν ο χρόνος αποστολής του στην Κύπρο είναι άλλος, ίσως το 853 ή το 849 ακόμη, οπότε φαίνεται να είχαν σταλεί από τους Βυζαντινούς στο νησί σημαντικοί αριθμοί στρατευμάτων που πιθανώς περιελάμβαναν και Αρμενίους. Αυτών διοικητής ήταν ίσως ο Αλέξιος Mούσερε, οπότε — σ' αυτή την περίπτωση — θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η σχετική αναφορά του Πορφυρογέννητου δεν είναι έγκυρη. Υπάρχει, βέβαια, και μια τρίτη πιθανότητα: να υπηρέτησαν στην Κύπρο δύο Αλέξιοι, της ίδιας οικογένειας, ο ένας το 849/853 και ο δεύτερος το 875-881/2. Η τρίτη αυτή πιθανότητα δεν φαίνεται τόσο πολύ απομακρυσμένη εάν δεχθούμε ότι κλάδος της οικογένειας είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο όπου διατηρούσε και ικανή περιουσία, αφού σύμφωνα προς μια ερμηνεία, το επώνυμο της οικογένειας διασώζεται στην ονομασία του χωριού Mούσερε της επαρχίας Πάφου.