Αβδούλ Χαμίτ Α' και Κύπρος

Image

Ο Αβδούλ Χαμίτ Α', 27ος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γιος του σουλτάνου Αχμέτ Γ', διαδέχθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1774 τον αδελφό του Μουσταφά Γ', σε ηλικία 49 χρόνων. Πέθανε στις 7 Απριλίου 1789. Λίγο μετά την ενθρόνιση του, στις 21 Ιουλίου 1774, υπέγραψε τη συνθήκη του Κιουτσιούκ Καϊναρτζή με τους Ρώσους, με την οποία τερματιζόταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος στην Κριμαία. Με τη συνθήκη εκείνη η Ρωσία απέκτησε μεταξύ άλλων κερδών και το δικαίωμα προστασίας των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (άρθρα 7 και 14) που οι Ρώσσοι το ερμήνευαν σαν δικαίωμα επέμβασης στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συνθήκη που υπέγραψε ο Αβδούλ Χαμίτ Α' έδωσε στην Κύπρο την ευκαιρία να αναπνεύσει πάλι για λίγο, κατά τον κύπριο ιστορικό αρχιμανδρίτη Κυπριανό, από τα δεινά των προηγουμένων χρόνων, ιδίως των σκληρών επιτάξεων τροφίμων και ειδικά παξιμαδιού για τις ανάγκες του πολέμου, παρά τη φτωχή σοδειά˙ και βέβαια από την εκμετάλλευση και τον κερδοσκοπισμό που συνόδευε τις επιτάξεις. Η ρωσική «προστασία» έγινε αισθητή στην Κύπρο προτού ακόμα εκδηλωθεί με τη συνθήκη, όταν στα 1770 ήλθαν στο νησί ρσσικά πλοία και βρήκαν προσεκτική «φιλική» υποδοχή από Έλληνες και Τούρκους, ύστερα από τη ρωσική νίκη στο Τσεσμέ (5- 7.7.1770) που τους είχε δώσει την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο.

 

Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν επί Αβδούλ Χαμίτ Α' στον οθωμανικό στρατό ενδιαφέρουν την Κύπρο κατά τούτο: Για το στρατό και τη διοίκηση υπεύθυνος ήταν ο μέγας βεζίρης Χαλίλ Χαμίτ, εκπρόσωπος του παραδοσιακού μεταρρυθμιστικού πνεύματος, ενώ για το ναυτικό υπεύθυνος ήταν ο αντίπαλός του καπουδάν πασάς Γκαζί Χασάν. Και οι δυο, όπως και ο σουλτάνος, σχετίστηκαν προς τον Κύπριο τύραννο της Κύπρου Χατζή Μπακκή*. Ο τελευταίος, αρχίζοντας την ολέθρια σταδιοδρομία του γύρω στα 1750, ύστερα από σειρά δολοφονιών κυβερνητών καθώς και Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων, απέκτησε αξιώματα και πλούτη αμύθητα με κάθε είδους πονηριά και απάτη. Όταν στα 1776 (μέσα ή τέλη) ο καπουδάν πασάς Χασάν επεσκέφθη τη Λάρνακα (Αλυκή) ο Μπακκής, που για 8 μήνες είχε διατελέσει κυβερνήτης και τώρα ήταν αλαΐμπεης, εμφανίστηκε σ' αυτόν ως αντιπρόσωπος όλου του νησιού και του έδωσε το καθιερωμένο δώρο (100.000 άσπρα*), ετέθη υπό την προστασία του Χασάν και εξασφάλισε υπόσχεσή του να διοριστεί κυβερνήτης (μουχασίλης) πράγμα που έγινε στα 1777. Η αντίδραση των Κυπρίων στην τυραννία του Μπακκή εκδηλώθηκε στα 8 χρόνια της δεύτερης κυβερνητείας του και κορυφώθηκε στα 1783- 84, οπότε αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Η αποστολή ήταν κρυφή και έγινε με τη βοήθεια του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου* και με εντολή τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων της Κύπρου. Ωστόσο στο δρόμο κυνηγούσε την αντιπροσωπεία για να τη συλλάβει ο στόλος του καπουδάν πασά, φίλου του Μπακκή, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Η αντιπροσωπεία έφθασε στον προορισμό της όπου και κατάγγειλε τα έργα του Μπακκή στο σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ και στο μεγάλο βεζίρη Χαλίλ Χαμίτ. Η εχθρότητα του τελευταίου προς τον Γκαζί Χασάν τον έκαμε να δεχθεί τις φοβερές κατηγορίες και να ζητήσει από τον Μπακκή ν' απολογηθεί. Οι ανακρίσεις κατέληξαν σε καθαίρεση του τυράννου, όμως στοίχισαν στους Κυπρίους 14 πουγγιά γρόσια. Όσα ο Μπακκή είχε ληστέψει δεν επεστράφησαν στους Κυπρίους αλλά κρατήθηκαν από την κυβέρνηση. Οι 4 επίσκοποι, ανδρείκελα που ο Μπακκή είχε διορίσει στη διάρκεια της 8μηνης απουσίας των νόμιμων ιεραρχών στη Κωνσταντινούπολη, φυλακίστηκαν μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας αλλά σε λίγο συγχωρήθηκαν από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο.

 

Μετά την καθαίρεση και εκτέλεση του μεγάλου βεζίρη Χαλίλ Χαμίντ πασά (27.4.1785), ο Χατζή Μπακκής κατάφερε με δωροδοκίες να διοριστεί ξανά μουχασίλης της Κύπρου. Όμως αντιπροσωπεία των Κυπρίων τον πρόλαβε στην Κωνσταντινούπολη, προτού καν ξεκινήσει για το νησί. Με εντονότατες και θορυβώδεις διαμαρτυρίες η αντιπροσωπεία πέτυχε διάταγμα του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ με το οποίο ακύρωνε τον διορισμό του Μπακκή που, αν δοκίμαζε ν' αποβιβασθεί στην Κύπρο, θα ετιμωρείτο με θάνατο. Ακόμα ο Μπακκής μετετέθη σε θέση τελωνειακού υπαλλήλου στη Γιάφα, όπου και πέθανε, «κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού εἰσάκουσε τούς ὀδυρμούς ἑνός ὁλόκληρου λαοῦ» κατά τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό.

 

Έτσι ο Αβδούλ Χαμίτ απάλλαξε την Κύπρο από την τυραννία του Μπακκή και την παρέδωσε στους καθιερωμένους παραδοσιακούς Έλληνες και Τούρκους Κυπρίους άρχοντες. Μεταξύ αυτών και ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος, που είχε τότε συλλάβει «παράτολμον σχέδιον» που θα εφάρμοζε σε περίπτωση επικράτησης του Μπακκή, αλλά και που θα βύθιζε την Κύπρο στο πένθος σύμφωνα με ένα χρονικό της εποχής˙ ίσως απόσχιση της Κύπρου από την Οθωμανική αυτοκρατορία με τη βοήθεια δυτικών χωρών, με τους προξένους των οποίων διατηρούσε στενές σχέσεις, ιδιαίτερα με εκείνον της Αγγλίας. Αν και η Αγγλία υποστήριζε τότε την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εναντίον της ρωσικής απειλής.

 

Το σημαντικότερο γεγονός για την Κύπρο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αβδούλ Χαμίτ Α' ήταν η απόσπαση του νησιού από τη δικαιοδοσία του μεγάλου βεζίρη και η υπαγωγή του στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά (1785). Η μεταβολή αυτή έγινε με πρωτοβουλία των επισκόπων και του δραγομάνου που ήταν γαμπρός του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου. Έτσι η Κύπρος αντί να ενοικιάζεται από τον μεγάλο βεζίρη προς τον μουχασίλη και τους κεφαλαιούχους για 310.000 γρόσια, τώρα μεταβιβάστηκε στον καπουδάν πασά ύστερα από συνεννόησή του με τους Κυπρίους ιεράρχες και τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο. Τον ίδιο χρόνο, «για μυστικούς λόγους υψηλής πολιτικής», η Πύλη έθεσε σε δημοπρασία τα εισοδήματα πολλών επαρχιών, κάτι προς το οποίο δυνατόν να σχετίζεται η μεταβίβαση της Κύπρου. Ο καπουδάν πασάς συνέχισε το παλιό σύστημα, διορίζοντας κυβερνήτη που ερχόταν από τη Ρόδο. Αυτός ενοικίαζε την Κύπρο από τον καπουδάν πασά για το (καθοριζόμενο) ετήσιο ποσόν των 900 πουγγιών ή 450.000 γροσιών, αλλά εισέπραττε απροσδιόριστα ψηλότερο ποσόν. Είναι απίθανο να μπορεί να συνδεθεί η μεταβολή αυτή προς τις μεταρρυθμίσεις του μεγάλου βεζίρη Χαλίλ Χαμίτ και μάλλον πρέπει ν' αποδοθεί στους πολιτικούς ελιγμούς του Χατζηγεωργάκη και των επισκόπων να προσεταιρισθούν τον καπουδάν πασά Γκαζί Χασάν που ήταν και προσωρινός μεγάλος βεζίρης μετά τη πτώση του Χαλίλ Χαμίτ. Κατ' άλλους, η μεταβολή του 1785 ήταν υπαγωγή της Κύπρου ως μουχασιλικιού στο κρατικό συμβούλιο της αυτοκρατορίας και όχι στον καπουδάν πασά, πράγμα που θα σήμαινε πιο στενή εξάρτηση από τον ίδιο το σουλτάνο.

 

Ανάμεσα στις «προσωπικές» σχέσεις του Αβδούλ Χαμίτ με την Κύπρο είναι τα 13 φερμάνια που εξέδωσε χάριν της μονής Κύκκου. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα εξεδόθησαν μέσα στον ίδιο χρόνο (1786) και αρκετά δικαιώνουν τη μονή έναντι απαιτήσεων χωρικών σε κτήματα της, ή της παρέχουν προνόμια και διευκολύνσεις, απαλλαγές και άλλα δικαιώματα. Προφανώς η μονή Κύκκου επωφελήθηκε από την προσέγγιση της κυπριακής Εκκλησίας (που ο ηγέτης της αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος προερχόταν από τον Κύκκο) προς την Υψηλή Πύλη και το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, μετά τη πτώση του Μπακκή, για να διασφαλίσει και /ή επεκτείνει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της με σουλτανικά φερμάνια.

 

Κάπως διαφορετική ήταν η περίπτωση των φερμανιών που στα 1777 εξασφάλισαν και έφεραν από την Κωνσταντινούπολη οι Λαπηθιώτες «διά τά νερά τους», αλλά «μετά ὀλίγας ἡμέρας ἦλθαν ἂλλα φιρμάνια καί τούς ἒβαλαν εἰς τόν λάκκον τῆς Ἀμμοχώστου", κατά το Χρονικόν του Ιωακείμ. Προφανώς οι Λαπηθιώτες πέτυχαν τα φερμάνια του Αβδούλ Χαμίτ με τη μεσολάβηση του μεγάλου βεζίρη Χαλίλ Χαμίτ, αλλά ο Μπακκής τα ακύρωσε με τη βοήθεια του φίλου του Γκαζί Χασάν. Με τα πρώτα οι Λαπηθιώτες απάλλαξαν τα νερά τους από τις αρπαγές του Μπακκή, που τα χρειαζόταν για τις απέραντες φυτείες του, κι αυτές αρπαγμένες. Ο Αβδούλ Χαμίτ και στις δυο περιπτώσεις ενήργησε σύμφωνα με τις εκάστοτε υποδείξεις των ισχυρών υπουργών του, του Χαλίλ και του Χασάν, χωρίς βέβαια να έχει ο ίδιος άμεση επαφή με τα πράγματα και τις εξελίξεις στην ίδια την Κύπρο.