Μια από τις πιο σημαντικές οικογένειες της Δημοκρατίας της Βενετίας που άκμασε κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Πολλά μέλη της οικογένειας διακρίθηκαν σε διάφορους τομείς: ως στρατιωτικοί, κληρικοί, πολιτικοί και διπλωμάτες, λόγιοι. Κατέλαβαν δε κατά καιρούς ανώτατα αξιώματα, περιλαμβανομένου κι εκείνου του δόγη της Βενετίας. Στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας σώζεται το παλάτι της οικογένειας, γνωστό ως παλάτσο Μοτσενίγκο. Αρκετά μέλη της οικογένειας Μοτσενίγκο (ή Μοτσενίγο)σχετίστηκαν με διάφορους τρόπους προς την Κύπρο, βασικά κατά την περίοδο της βενετικής κατοχής του νησιού. Κυριότερα απ’ αυτά ήταν:
1. Ανδρέας Μοτσενίγκο: Λατίνος επίσκοπος Λεμεσού. Διορίστηκε στο αξίωμα αυτό από τον πάπα Πίον IV τον Μάιο του 1560. Δεν είναι γνωστό για πόσον καιρό κράτησε τον θρόνο. Η παραμονή του όμως στην έδρα του στη Λεμεσό ήταν πολύ σύντομη (αν ήλθε ποτέ στην Κύπρο), η δε επισκοπική περιφέρειά του εκυβερνάτο για ένα διάστημα από εκπρόσωπό του, τον βικάριο Στέφανο Λουζινιανό*, το γνωστό ιστορικό συγγραφέα.
2. Πέτρος Μοτσενίγκο: Φημισμένος ναύαρχος του στόλου της Βενετίας, που έγινε δόγης τον Δεκέμβριο του 1474, ανέλαβε δηλαδή το ανώτατο αξίωμα της Δημοκρατίας της Βενετίας σε μια πολύ κρίσιμη για την Κύπρο ιστορική στιγμή.
Ο Πέτρος Μοτσενίγκο είχε σχετιστεί άμεσα προς την Κύπρο λίγο πιο πριν. Φίλος του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β΄ (1460-1473), ο Πέτρος Μοτσενίγκο έφθασε με τον στόλο του στο λιμάνι της Αμμοχώστου το 1473, όταν έμαθε ότι ο βασιλιάς ήταν σοβαρά άρρωστος. Ο στόλος του ήταν πολύ ισχυρός (60 γαλέρες, όπως αναφέρει ο Γεώργιος Βουστρώνιος). Ο Βενετός ναύαρχος επισκέφθηκε τον ετοιμοθάνατο βασιλιά της Κύπρου, που πέθαινε ακριβώς δηλητηριασμένος από εκπροσώπους της Βενετίας στην Κύπρο, που εξυπηρετούσαν έτσι τα συμφέροντα της πατρίδας τους μέσω της Αικατερίνης Κορνάρο, συζύγου του βασιλιά Ιακώβου. Ο τελευταίος, αισθανόμενος το τέλος του, ανέθεσε στον ναύαρχο Μοτσενίγκο τη φροντίδα του βασιλείου της Κύπρου καθώς και του διαδόχου του που αναμενόταν να γεννηθεί πολύ σύντομα, όπως γράφει ο Loredano.
Πράγματι, μετά το θάνατο του βασιλιά Ιακώβου Β΄, ο Πέτρος Μοτσενίγκο υπεράσπισε τη χήρα βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο (που ήταν επίσης Βενετσιάνα), η δε παρουσία του στο νησί — μαζί με τον στόλο της Βενετίας — απετέλεσε εγγύηση τόσο για την Αικατερίνη Κορνάρο όσο και για τα συμφέροντα της ίδιας της Βενετίας. Ιδίως κατά της κινήσεως υποστηρικτών της έκπτωτης βασίλισσας της Κύπρου Καρλόττας, που διεκδίκησε και πάλι το θρόνο του νησιού αμέσως μετά τον θάνατο του ετεροθαλούς αδελφού της Ιακώβου Β΄. Με την παρουσία του Πέτρου Μοτσενίγκο στην Κύπρο αυτή την εποχή, ενισχύονταν σημαντικά οι Βενετοί της Κύπρου. Μεταξύ άλλων, η Καρλόττα είχε ζητήσει τότε πολύ επίμονα τη βοήθεια των Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου για να ανακτήσει τον θρόνο της. Ο ναύαρχος της Ρόδου ντε Λινιάκ (de Lignac) αναγκάστηκε να πλησιάσει τον Πέτρο Μοτσενίγκο, αρχιναύαρχο του βενετικού στόλου της Ανατολής τότε, ζητώντας τη βοήθειά του για απόδοση του θρόνου της Κύπρου στην Καρλόττα. Ο Μοτσενίγκο τον απέπεμψε αφού δήλωσε σαφέστατα ότι σκόπευε να εξυπηρετήσει τη Βενετία κι όχι την Καρλόττα.
Μέσα στον ίδιο χρόνο (1473) η Αικατερίνη Κορνάρο γέννησε γιο (28 Αυγούστου), συνεπώς ο θρόνος της Κύπρου απέκτησε διάδοχο. Στο νεογέννητο δόθηκε το όνομα του ήδη αποθανόντος πατέρα του (Ιάκωβος Γ΄) και νονός του έγινε ο Πέτρος Μοτσενίγκο. Μάλιστα η βάπτιση του παιδιού από το Βενετό ναύαρχο δυσαρέστησε πολύ τους Κυπρίους ευγενείς, όπως μας πληροφορεί ο Γεώργιος Βουστρώνιος.
Ο Πέτρος Μοτσενίγκο δεν μπόρεσε όμως να σώσει το νεογέννητο παιδί της Αικατερίνης Κορνάρο, που πολύ σύντομα εξαφανίστηκε χωρίς να γνωσθεί ο,τιδήποτε για την τύχη του. Θυσιάστηκε από τους Βενετούς στον βωμό των βενετικών συμφερόντων, επειδή η Βενετία προσπαθούσε ν’ αποκτήσει την Κύπρο και θα ήταν δυσκολότερο να το επιτύχει εάν υπήρχε νόμιμος διάδοχος/κληρονόμος του θρόνου. Δεν είναι γνωστό εάν ο Πέτρος Μοτσενίγκο ήταν ενήμερος των σχεδίων αυτών, που προέβλεπαν εξαφάνιση του νεογέννητου βασιλιά και βαφτιστικού του, φαίνεται όμως παράξενο να μη γνώριζε.
Στο μεταξύ είχε αρχίσει στο νησί κι ένας ανελέητος πόλεμος μεταξύ των εκπροσώπων των βενετικών συμφερόντων (οικογένεια Κορνάρο*) και των Καταλανών και άλλων που εξυπηρετούσαν αντιβενετικά συμφέροντα (Ρίτζο ντι Μαρίνο*, Λουδοβίκος Αλμπερίκος*, Ζαπλάνα* κ.α.). Μετά τον φόνο, στην Αμμόχωστο, των Ανδρέα Κορνάρο και Μάρκο Μπέμπο* (εξεχόντων Βενετών, συγγενών της βασίλισσας), οι Βενετοί αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν αμέσως τα πράγματα και σύντομα κατόρθωσαν να διαλύσουν το ισχυρό ως τότε καταλανικό κόμμα και τις άλλες αντίθετες προς τα δικά τους συμφέροντα καταστάσεις. Στην επικράτηση των Βενετών στο νησί σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι δυνάμεις του Πέτρου Μοτσενίγκο που, κατόπιν τούτου, αναχώρησε αφήνοντας στην Κύπρο μικρή δύναμη από 13 καράβια υπό τον Σοράντζο για τήρηση της τάξεως.
Τον Δεκέμβριο του 1474 ο Πέτρος Μοτσενίγκο εξελέγη δόγης της Βενετίας. Από το ύψιστο αυτό αξίωμα έλεγχε έστω και έμμεσα την Κύπρο στην οποία τυπικά μόνο βασίλευε η Αικατερίνη Κορνάρο, ενώ στην πράξη την εξουσία ασκούσαν οι εκπρόσωποι της Βενετίας.
Με την Κύπρο συνδέθηκε και ο γιος του Πέτρου Μοτσενίγκο, ο Φίλιππος.
3. Φίλιππος Μοτσενίγκο: Κληρικός, γιος του δόγη Πέτρου Μοτσενίγκο και αδελφός του δόγη Λουδοβίκου Μοτσενίγκο. Γεννήθηκε το 1504, πέθανε δε σε ηλικία 73 χρόνων. Υπήρξε ο τελευταίος Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας (Κύπρου). Τον αρχιεπισκοπικό θρόνο κατέλαβε πιθανότατα στις αρχές του 1560, επί πάπα Πίου IV. Τον διατήρησε δε μέχρι το 1570, οπότε η Λευκωσία αλώθηκε από τους Τούρκους που κατέκτησαν και ολόκληρο το νησί. Μετά την άλωση έζησε για λίγο στη Ρώμη και μετά στη Βενετία μέχρι τέλους της ζωής του.
Ως αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας και αρχηγός της Λατινικής Εκκλησίας της Κύπρου, είναι γνωστός κυρίως επειδή προσέφερε ολόκληρη την περιουσία του για ανέγερση των νέων οχυρώσεων της Λευκωσίας (αυτών που σώζονται και σήμερα). Επίσης, το 1570, ευρισκόμενος στη Βενετία, προσέφερε 2.000 δουκάτα προς ενίσχυση του εκστρατευτικού σώματος που ετοιμαζόταν τότε να έλθει στην Κύπρο (και που δεν έφθασε τελικά). Σ’ ό,τι αφορούσε τη Λατινική Εκκλησία, ο Φίλιππος Μοτσενίγκο προσπάθησε, και κατόρθωσε ώς ένα βαθμό, να επιβάλει μια τάξη στα εσωτερικά της που ήσαν τότε σε πολύ άσχημη κατάσταση διοικητικά και άλλως πως, αποτέλεσμα κυρίως του γεγονότος ότι οι προκάτοχοί του ανώτατοι κληρικοί σπάνια βρίσκονταν στην Κύπρο, προτιμώντας να «διοικούν» από την Ευρώπη όπου ζούσαν σε χλιδή, εισπράττοντας και τα κυπριακά εισοδήματά τους.
Το 1563 ο αρχιεπίσκοπος Φίλιππος Μοτσενίγκο παρέστη στις εργασίες της εν Τριδέντω συνόδου της Λατινικής Εκκλησίας. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, δημοσίευσε τις αποφάσεις της συνόδου αυτής, που προσπάθησε να εφαρμόσει και επί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου αλλά και επί άλλων χριστιανικών δογμάτων στο νησί (Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Κόπτες, Ιακωβίτες κλπ.). Όμως δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε βίαιες μεθόδους αλλά προσπάθησε να τους πείσει με διάφορους άλλους τρόπους. Μάλιστα ο Άγγελος Καλλέπιο, βικάριος και συνεργάτης του Μοτσενίγκο, γράφει ότι αυτός ακόμη και μέχρι της αλώσεως [=1570] είχε υπομείνει πολλά επιμένοντας να παραινεί τους Ορθόδοξους και άλλους κληρικούς ν’ αποδεχθούν τις απόψεις της Λατινικής Εκκλησίας. Αποτέλεσμα πάντως ήταν να ξεσηκωθούν εναντίον του οι Ορθόδοξοι ιεράρχες. Αυτούς ο Σαγρέδο, σε έκθεσή του προς τη Βενετία, κατηγορεί ότι καταχράζονταν τα προνόμιά τους˙ τους περιγράφει ως απαίδευτους και κακότροπους έναντι των Λατίνων, και γράφει ότι είχαν εξεγείρει τους οπαδούς τους κατά του Λατίνου αρχιεπισκόπου˙ συνιστά τέλος την κατάργησή τους. Ο Καλλέπιο λέγει επίσης ότι έκρυβαν όπλα μέσα στα ράσα τους σκοπεύοντας να εξοντώσουν τους Λατίνους, κι ότι πολλές φορές ξεγέλασαν τον Φίλιππο Μοτσενίγκο.